Ο παγκόσμιος καπιταλισμός με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίησή του έχει πέσει στην παγίδα που ο ίδιος έχει στήσει στον εαυτό του: υποσχόταν και υπόσχεται ακόμη το αέναο μεγάλωμα της πίττας της κατανάλωσης, από το οποίο μεγάλωμα της πίττας, θα επωφελούνταν όλοι και όχι μόνο μια ελιτ (βλέπε: Η παγίδα που έχει στήσει ο καπιταλισμός στον εαυτό του).

Ads

Σήμερα αυτή η παγίδα μπορεί να αποκαλυφθεί στα μάτια όλων των θυμάτων της. Η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων-αντικειμένων, ενεργειακών πόρων, υπηρεσιών κ.λπ.-απαιτούσε υπερκατανάλωσή τους. Για να είναι όμως δυνατή αυτή η υπερκατανάλωση απαιτούνταν από τη μια μεγάλα εισοδήματα και μισθοί, πράγμα που στρέφεται ενάντια στη συσσώρρευση και τα κέρδη. Από την άλλη διάθεση επαρκούς χρόνου για χρήση των καταναλωτικών προϊόντων από τη μεριά των καταναλωτών, πράγμα όμως αντιφατικό ως προς τις ανάγκες της υπερπαραγωγής, που αντιμετωπίζει τους καταναλωτές με την άλλη ιδιότητά τους, των εργαζομένων, απαιτώντας μεγάλο εργασιακό χρόνο[1].

Φθάσαμε λοιπόν στα σημερινά δεδομένα: 1) μεγάλη χρηματοπιστωτική φούσκα (μέχρι και 17πλάσιες ανεβάζουν κάποιοι οικονομικοί αναλυτές τις χρηματικές αξίες σε σχέση με τις αξίες χρήσης της πραγματικής οικονομίας, ενώ ο τζίρος της πραγματικής παγκόσμιας οικονομίας είναι μόλις το 3% με το υπόλοιπο να είναι τζίρος της χρηματοοικονομικής οικονομίας[2]), 2) μεγάλος όγκος χρηματοοικονομικών χρεών των κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών (σύμφωνα με έρευνες το παγκόσμιο ιδιωτικό και δημόσιο χρέος είναι λίγο πιο κάτω από το 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ). 3)κληρονομιά μεγάλων οικολογικών χρεών [3] στις επόμενες γενιές, οι οποίες θα πρέπει να αποκαταστήσουν τις δυνατότητες του πλανητικού οικοσυστήματος, αν θέλουν να επιβιώσουν στο μέλλον.

Με αυτά τα δεδομένα είναι φανερό ότι δε μπορεί να μεγαλώνει πια η πίττα της πραγματικής οικονομίας, μόνο να φουσκώνει εδώ και εκεί και κυρίως στην εικονική χρηματοοικονομία, αλλά όπου παραφουσκώνει σπάει και έχουμε κρίσεις. Σε κάποιες περιοχές φυσικά μπορεί ακόμα να αναπτύσσεται η πραγματική οικονομία, αλλά αυτό γίνεται εις βάρος του περιβάλλοντος, των φυσικών πόρων και οικοσυστημάτων, των συλλογικών αγαθών-των «κοινών» όπως λέγονται-και της ανθρώπινης εργασίας. Και εκεί όμως η παραπέρα μεγέθυνση δε θα είναι βιώσιμη στη συνέχεια, στο άμεσο μέλλον, γιατί σκοντάφτει στην περατότητα των δυνατοτήτων των τοπικών οικοσυστημάτων και με την καπιταλιστική λογική θα οδηγηθούν αναπότρεπτα σε κατάρρευση. Και όχι μόνο των τοπικών, αλλά και του συνολικού πλανητικού οικοσυστήματος, πράγμα που δεν είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

Ads

Αυτό το έχουν καταλάβει πολλοί ιθύνοντες του καπιταλισμού στην Ευρώπη, ιδίως η ευρωπαϊκή Χριστιανοδημοκρατία, με πρώτη τη Μέρκελ. Πριν την εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008-09, η Μέρκελ είχε αντιληφθεί την οικολογική κρίση που εκφράζεται με την αλλαγή του κλίματος και προσπάθησε –κόντρα στους καθαρά φιλελεύθερους της Κυβέρνησής της, ακόμα και στους σοσιαλδημοκράτες, που φοβόταν για την κατάργηση των θέσεων εργασίας στον τομέα του άνθρακα- να ηγηθεί στη Δύση και τον ΟΗΕ για την αποτροπή του «κλιματικού κινδύνου». Χωρίς να το πετύχει βέβαια αυτό στη συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης το 2009, αφού δεν έγινε αποδεκτή η φιλόδοξη πρόταση της Γερμανίας από ΗΠΑ, Κϊνα κ.λπ. Από τότε έριξε το βάρος στην οικονομική κρίση, που ενέσκυψε ιδιαιτέρως οξυμένη στην «αυλή» της Γερμανίας, τη Νότια Ευρώπη και την Ελλάδα (στον υπέρτατο βαθμό) και επεδίωξε γενικά το «ξεφούσκωμα» των χρεών. Και επειδή η κρίση στην αρχή ήταν τραπεζική, με προγράμματα δισεκατομμυρίων έσωσε καταρχήν τις συστημικές τράπεζες της Γερμανίας (τότε η Μέρκελ είχε υπουργό οικονομίας τον σοσιαλδημοκράτη  Peer Steinbrück[4]), ακολουθώντας μια μη καθαρά νεοφιλελεύθερη γραμμή, αφού το κράτος δε θα έπρεπε να επέμβει στις αγορές-βασική νεοφιλελεύθερη αρχή. Στη συνέχεια όταν η κρίση σιγά-σιγά μετατράπηκε σε δημοσίων χρεών κάποιων κρατών προς τις τράπεζες και τις αγορές κεφαλαίου, ακολούθησε  τη νεοφιλελεύθερη συνταγή, την οποία πέρασε και στην Ευρωζώνη[5].

Η Μέρκελ σαν πολιτική προσωπικότητα, προερχόμενη από την Ανατολική Γερμανία και προωθούμενη από τον «πατέρα» της ένωσης με τη Δυτική, Χέλμουτ Κολ, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της χριστιανοδημοκρατίας και εκφράζοντας τη γερμανική οικονομική και τεχνοκρατική ελίτ, αρέσκεται στο ρόλο του «σωτήρα» για τις ευρισκόμενες σε κρίση λόγω δυσλειτουργιών του δημόσιου κυρίως τομέα χώρες, ενώ εσωτερικά στη Γερμανία στο ρόλο της «μαμάς του έθνους»(«Mutter der Nation»). Έχουν φροντίσει σε μεγάλο βαθμό τα γερμανικά ΜΜΕ για την ανάθεση αυτών των ρόλων.
Η γερμανική ολιγαρχία έχει την εντύπωση ότι βγαίνει ενισχυμένη από την εξέλιξη της σημερινής κρίσης και έχοντας ως δεδομένο την αναβάθμιση του ρόλου της στα πλαίσια της της υπερεθνικής παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης πολιτικοοικονομικής ελίτ, διαμορφώνει μέσω της Χριστιανοδημοκρατίας στο πολιτικό επίπεδο, μια ιδιαίτερη νεοφιλελεύθερη πολιτική γραμμή-πρόταση και προς τις υπόλοιπες ελίτ για έξοδο από τη σημερινή δομική κρίση του καπιταλισμού. Μια πρόταση πιο κοντά προς τον νεοφιλελευθερισμό της αυστριακής σχολής του Χάγιεκ και που διαφέρει από την πρόταση της διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας με εκφραστή τον Ομπάμα, η οποία στηρίζεται στις νεοκεϋνσιανικές προτάσεις[6]: αύξηση καταρχήν της ζήτησης για κατανάλωση με νέο χρήμα στις αγορές, στα εισοδήματα και στις επιχειρήσεις και στη συνέχεια -μέσω της συσσώρευσης και αύξησης των κερδών των επιχειρήσεων- νέες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, νέες θέσεις εργασίας και άρα ανάπτυξη και μεγέθυνση των ΑΕΠ των νοικοκυριών, επιχειρήσεων, κρατών και περιοχών.

Η πρόταση της Χριστιανοδημοκρατίας για το ξεπέρασμα της κρίσης- αυτής που ονόμασαν Μερκελισμό οι διάφοροι αναλυτές- συνοψίζεται στα εξής βήματα: πρώτα αναδιάρθρωση των δημοσιονομικών μέσω συρρίκνωσης των δημοσίων δαπανών και νομιμοποίησης ενός εργασιακού μοντέλου χωρίς δικαιώματα και κοινωνική προστασία, ώστε να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την κερδοφορία και τη συσσώρευση κεφαλαίου-βήμα που ταιριάζει με τον βασικό πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού-στη συνέχεια λιτότητα και μείωση της κατανάλωσης των μεσαίων τάξεων, μέσω μείωσης μισθών και συντάξεων-βήμα αντιφατικό και με τον κεϋνσιανισμό και με τον νεοφιλελευθερισμό- ώστε η εξοικονόμιση των επιχειρήσεων σε κεφάλαιο να μη πάει στην κατανάλωση, αλλά να επενδυθεί σε νέους ανταγωνιστικούς τομείς παραγωγής, για να περάσει ξανά ο καπιταλισμός στην Ευρώπη σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξηση των ΑΕΠ των ευρωπαϊκών κρατών και της Γερμανίας, μέσα στον ανταγωνισμό της Ευρώπης με τις ανερχόμενες οικονομίες της ανατολής κυρίως-Κίνα, Ινδία κ.λπ. Και όλα αυτά δε μπορούν να αφεθούν στις αγορές, όπως επιτάσσει ο καθαρός νεοφιλελευθερισμός, αλλά να υπαχθούν σε προγράμματα αναδιάρθρωσης με εποπτεία-επιτροπεία και έλεγχο, με μοχλό τον μηχανισμό του χρέους και επιτηρητές τους πολιτικοοικονομικούς τεχνοκράτες των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ο τελικός στόχος του Μερκελισμού βέβαια είναι και πάλι η ανάπτυξη, πράγμα που είναι και ο στόχος της Σοσιαλδημοκρατίας-και σε αυτό τα «έχουν βρεί», τουλάχιστον στη Γερμανία, όπου είναι μαζί στην Κυβέρνηση. Διαφορά των δύο προτάσεων υπάρχει ως προς τα βήματα και όχι ως προς τον τελικό στόχο.

Γιατί όμως τελικά ο Μερκελισμός διεκδικεί έναν ιδιαίτερο δρόμο στα πλαίσια του Νεοφιλελευθερισμού για την Ευρωζώνη;

Μια πρώτη απάντηση: η ιδιαιτερότητα της οικονομίας της Ευρωζώνης, σαν μια περιοχή με οικονομίες διαφορετικών χαρακτηριστικών και δεδομένων, όπου η υλοποίηση ενός προγράμματος για την «ανάπτυξη», στα πλαίσιά της, απαιτεί πολιτικές που να διαμορφώνονται και να αποφασίζονται καταρχάς από ένα οικονομικό Κέντρο. Στη συνέχεια απαιτεί κοινούς θεσμούς στο επίπεδο της Ευρωζώνης, που να μπορούν να επιβάλλουν αυτές τις πολιτικές στις επιμέρους κυβερνήσεις, γιατί δεν είναι δημοφιλείς στις πολυπληθείς μεσαίες τάξεις στην Ευρώπη-και αυτές οι τάξεις στην ουσία εκλέγουν αυτές τις κυβερνήσεις. Το απαιτούμενο για τον διεθνή ανταγωνισμό οικονομικό Κέντρο της ευρωπαίκής ελίτ δημιουργήθηκε μετά την ενοποίηση της Γερμανίας και είναι το Βερολίνο-Φρανκφούρτη. Ενώ το Γιουρογκρουπ,  η ΕΚΤ και στη συνέχεια η τρόικα– που δημιουργήθηκε σαν μηχανισμός επιτήρησης των κυβερνήσεων των χωρών που βρίσκονται σε οξυμένη κρίση- αποτελούν τους πολιτικοοικονομικούς θεσμούς, που μέσω των «ντιρεκτίβων» τους υλοποιείται το καθεστώς επιβολής των αντίστοιχων πολιτικών στην περιφέρεια[7]. Η ιδιομορφία της ευρωζώνης λοιπόν απαιτεί την κεντρική υπαγόρευση (Diktat, στα γερμανικά, ordo στα λατινικά, για αυτό και ο τίτλος ordoliberalismus) και εποπτεία των πολιτικών που απαιτούνται για την υλοποίηση οποιουδήποτε προγράμματος προς το συμφέρον της οικονομικής της ελίτ. Δεν μπορεί να αφεθεί στις ανεξέλεγκτες διεθνείς αγορές μια τέτοια υλοποίηση. Αυτές δρουν κύρια προς το συμφέρον της παγκόσμιας ελίτ, που κάποιες φορές μπορεί να ανταγωνίζεται την ευρωπαϊκή και γερμανική. Ούτε στις επι μέρους κυβερνήσεις της ευρωζώνης, οι οποίες να αποφασίζουν και να εφαρμόζουν μόνες τους τις μεταρρυθμίσεις στις χώρες τους, ώστε να υλοποιούν τους στόχους της νομισματικής ένωσης.

Στη συνέχεια μια δεύτερη απάντηση μπορεί να βρει κανείς, αν ανατρέξει στο φαντασιακό και το αξιακό σύστημα που έχει διαμορφωθεί στους προηγούμενους αιώνες στον γερμανικό χώρο, όπου επικράτησε η ηθική του προτεσταντισμού, σε σχέση με την ηθική του ρωμαιοκαθολικισμού. Αυτό σημαίνει στο οικονομικό επίπεδο: η εργασία είναι ευλογία, η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η μόρφωση είναι ασφάλεια για το μέλλον, όχι σπατάλες, αποταμίευση και εξοικονόμιση με υπευθυνότητα, επένδυση και δημιουργία μελλοντικού πλούτου[8], υποκρισία αλληλεγγύης με δανεισμό προς τον αιτούντα, αλλά απαίτηση επιστροφής του χρέους και των τόκων σε κάθε περίπτωση, έστω και αν θα είναι αναγκασμένος «να περάσει από την κοιλάδα των δακρύων»[9],  έστω και με παρατάσεις[10]… Στο νομικό επίπεδο: καθολική υπακοή στους νόμους και την αυθαιντία, « τα συμφωνημένα, συμφωνημένα» έστω και για τα προσχήματα[11], τιμωρία της ανευθυνότητας και των παραβατών συμφωνιών και συμβολαίων… Στο πολιτικό επίπεδο: αποδοχή του κράτους και των θεσμών του σαν την κατεξοχήν αυθαιντία επιβολής του κυρίαρχου αξιακού συστήματος και της κοινωνικής συναίνεσης-συνοχής, οποιαδήποτε αμφισβήτηση μόνο αν είναι ορθολογικά τεκμηριωμένη και όχι αυθόρμητη. Στο ιδεολογικό: ανάδειξη ενός κυρίαρχου ανθρωπολογικού τύπου που σκέπτεται και δρα κάτω από την τυρρανία της οικονομίας-κατεξοχήν homo oeconomicus-υπάκουου, ετερόνομου, αλλά και με κάποια θετικά στοιχεία[12], της υπευθυνότητας, της συνέπειας, της απόδοσης.

Ένα τέτοιο αξιακό σύστημα εκφράζεται πολύ καλά στις συζητήσεις και τις αποφάσεις των θεσμών της Ε.Ε. από τον σημερινό υπουργό οικονομικών της Γερμανίας Σόιμπλε, ο οποίος δεν είναι καν οικονομολόγος, αλλά νομικός. Μια προσωπικότητα διαμορφωμένη από την προτεσταντική ηθική και τη σωματική του ιδιαιτερότητα στο μέγιστο βαθμό και που προσπάθησε να γίνει ο ίδιος διάδοχος του Κολ και άρα Καγκελάριος, αλλά υπερσκελίσθηκε από τη Μέρκελ. Η Μέρκελ όμως τον επέλεξε στη συνέχεια σαν τον καλύτερο εκφραστή του Μερκελισμού στο οικονομικό πεδίο αμέσως μετά την πρώτη περίοδο της κρίσης, γνωρίζοντας ότι θα την ευγνωμονούσε για αυτό-διαφορετικά θα είχε τελειώσει η καριέρα του- και δε θα την εξέθετε ποτέ στο ρόλο «του σκύλου που γαβγίζει»[13], ώστε η ίδια να μπορεί να παίζει-όταν χρειάζεται- τον ρόλο του «σωτήρα» και της «καλής μαμάς» ακόμα και όταν πρόκειται για τον «άσωτο υιό». Η υποκρισία και οι ρόλοι τους αυτοί φαίνονται καθαρά στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, όπου η Μέρκελ καλείται στο τέλος να «κρατά τα μπόσικα», ώστε να αποφεύγεται ο πολιτικός κίνδυνος που αντιπροσωπεύει η νέα ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει σαν σημαντικό όπλο απέναντι στη γερμανική χρηματοπιστωτική ελίτ, την απειλή για ρήξη με τα «συμφωνημένα» και τη στάση πληρωμών.

Οι εξελίξεις δείχνουν ότι ο Μερκελισμός αποτυγχάνει στον βασικό στόχο του, δηλαδή  να χρησιμοποιήσει τη παρούσα κρίση και μέσω της «λιτότητας» στα δημόσια οικονομικά να πετύχει τη συρρίκνωση της φούσκας των χρεών. Αυτό φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου αντί να μειώνονται τα χρέη, αυξάνονται σα ποσοστό του ΑΕΠ(δεν φαίνεται καθαρά ακόμα στις υπό κρίση των δημοσιονομικών τους  άλλες χώρες της Ν. Ευρώπης). Αντιλαμβανόμενος αυτό το γεγονός ο Μερκελισμός και συνδυάζοντάς το με την πραγματικότητα της πολιτικής πια αντίστασης των μεσαίων τάξεων στη λόγω κρίσης «φτωχοποίησή» τους-αρχίζουν και φηφίζουν νέου τύπου «αντιμνημονιακά» κόμματα, είτε αριστερά στη Ν. Ευρώπη, είτε ευρωσκεπτιστικά-νεοδεξιά-ακροδεξιά κόμματα στη Κεντρική και βόρεια Ευρώπη- είναι αναγκασμένος να μετατοπισθεί προς την σοσιαλδημοκρατική νεοφιλελεύθερη γραμμή. Αρχίζει να αντιμετωπίζει τον νέο αυτό πολιτικό κίνδυνο κάνοντας κάποιες παραχωρήσεις στο οικονομικό επίπεδο, ώστε να μπορέσει να τον ελέγξει και να μην υπάρξει για αυτόν το «ατύχημα» της διάλυσης της ευρωζώνης. Θα επιδιώξει να μετατοπίσει τα προγράμματα αυτών των κομμάτων-όταν και αν πάρουν την πολιτική εξουσία στις χώρες τους-σε αποδεκτές για τον ίδιο, κευνσιανικές, το πολύ πολιτικές, χρησιμοποιώντας το όπλο της έλειψης χρηματοδότησης για αυτές τις πολιτικές , καθώς και τον μηχανισμό του ακόμα πολύ υψηλού χρέους. Τα προγράμματα «βοήθειας», που μέχρι τώρα ήταν στην ουσία προγράμματα «αυτοπροστασίας» της γερμανικής-ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής ελίτ, δε μπορούν να μετατραπούν από τη μεριά του σε καθαρά κεϋνσιανικά προγράμματα, πράγμα που ζητάνε τα αριστερά «αντιμνημονιακά» κόμματα, όπως ο Σύριζα ή το Podemos. Μόνο αν εξαναγκασθεί πολιτικά, μπορεί εδώ και εκεί να δεχθεί να ρίξει «νερό στο κρασί του», όπως το έχει κάνει με τη σημερινή κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-χριστιανοκοινωνιστών-νεοσοσιαλδημοκρατών στην ίδια τη Γερμανία. Αλλά θα μπορέσει να «τα βρεί» με τα αριστερά αντιμνημονιακά κόμματα μόνο αν και αυτά συρθούν προς τον κεϋνσιανισμό και απορρίψουν το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, που υποτίθεται ότι έχουν σαν μακροπρόθεσμο στόχο.

Με άλλα λόγια, για να μιλήσουμε με επίκαιρους όρους, η «κόκκινη γραμμή» παραχωρήσεων για τον Μερκελισμό είναι μια κάποια μορφή νεοκεϋνσιανισμού, στα πλαίσια του καπιταλισμού . Πέρα από τον καπιταλισμό προφανώς δε θα πάει. Θα συγκρουσθεί για λόγους αυτοπροστασίας, έχοντας την αντίληψη ότι είναι πάνοπλος για αυτή τη σύγκρουση. Από την άλλη ο «αντιμνημονιακός» Σύριζα-για να περιορισθούμε στα δικά μας- θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση και το πέρασμα στην «ανάπτυξη», όπως τα εννοεί ο ίδιος στα πλαίσια της Ευρωζώνης, μόνο αν χρησιμοποιεί ως όπλο τη στάση πληρωμών και τα αιτήματά του προς την Ε.Ε. και τους «Θεσμούς» της δεν ξεπερνούν την παραπάνω κόκκινη γραμμή του Μερκελισμού. Μόνο δηλαδή αν μετατραπεί σιγά-σιγά σε νεοσοσιαλδημοκρατικό-νεοκεϋνσιανικό κόμμα. Αν θέλει να παραμείνει κόμμα της αριστεράς, των κινημάτων και της οικολογίας, που θέλει να εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιοτικά ζωή για τους «από κάτω» της ελληνικής κοινωνίας, απορυθμίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωής και κατανάλωσης, τότε δε θα μπορέσει να αποφύγει τη σύγκρουση, χωρίς να διακινδυνεύσει από τη μεριά του το Grexit. Χωρίς να ξεφύγει από την την χίμαιρα της καπιταλιστικής «ανάπτυξης» και να στραφεί προς την «ευημερία χωρίς ανάπτυξη»[14] με πολιτικές ευζωίας που θα στηριχθούν στα συλλογικά κοινωνικά αγαθά, στην δικαιοσύνη και την ισοκατανομή, στη δημοκρατία και το μικρό οικολογικό αποτύπωμα. Χωρίς να δημιουργήσει ένα ρεύμα εσωτερικής δημιουργικής μετανάστευσης-αντί της εξωτερικής που επικρατεί σήμερα στους νέους και είναι πληγή για τη χώρα-η οποία θα συνεισφέρει στο να μετατραπεί ο αγροδιατροφικός τομέας, ο ενεργειακός με βάση τις ΑΠΕ, η μεταπόιηση, η κλωστοϋφαντουργία, και ήπιος τουρισμός στούς κατεξοχήν εφαλτήρες για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και οικονομική αυτοδυναμία της χώρας. Γενικότερα χωρίς σεισάχθεια με αποανάπτυξη 

Γιατί μπορούμε να ζούμε καλύτερα, αν απορρίψουμε το κυνήγι της μεγιστοποίησης του κέρδους και να επιλέξουμε την επάρκεια και τον εθελούσιο «λιτό βίο»:

Αντί να «τρέχουμε» όλο και πιο γρήγορα και να ζούμε επιφανειακά: να επιβραδύνουμε για να έχουμε χρόνο να εμβαθύνουμε στα νοήματα της ζωής.

Αντί να επιδιώκουμε όλο και περισσότερα: να πάμε στην ποιότητα και την επάρκεια, τα λιγότερα είναι συνήθως αρκετά.

Αντί του όλο και πιο ανταγωνιστικά: συνεργατικά και αλληλέγγυα

Αντί του όλο και πιο μεγάλα, όλο και πιο μακριά και παγκοσμιοποιημένα: πιο μικρά, πιο κοντά και τοπικά

Αντί μια χρήσης και με ημερομηνία λήξης: πιο γερά και με επανάχρηση

Αντί για το απρόσωπο και ομογενοποιημένο της μαζικής παραγωγής: πιο όμορφα και προσωπικά

Αντί μόνο για όποιον έχει χρήματα και μέσω της αγοράς: πιο δίκαια, για τον καθένα που το έχει ανάγκη, από τον καθένα που μπορεί!

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Η αυτοματοποίηση και η μηχανοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και η δυνατότητα μείωσης του εργασιακού χρόνου που συνδέεται με αυτήν, θα μπορούσε να εξασφαλίσει αύξηση του καταναλωτικού και του ελεύθερου προσωπικού χρόνου των εργαζομένων, αλλά η λογική της μεγιστοποίησης των κερδών των καπιταλιστών οδήγησε αλλού: 1) αύξηση ωραρίων όσων είχαν δουλειά με παράλληλη αύξηση των ανέργων παντού και 2) χορήγηση δανείων σε όσους είχαν χαμηλά εισοδήματα ή ήταν προσωρινά άνεργοι από τις τράπεζες, με την προσδοκία ότι, ειδικά το υπερσυγκεντρωμένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο-που ηγήθηκε εντωμεταξύ του παγκόσμιου κεφαλαίου-θα έπαιρνε πίσω τα δάνεια μαζί με τους τόκους.

[2] Σύμφωνα με στοιχεία από το ντοκυμανταίρ «Wer rettet wenn»(«Ποιός σώζει ποιόν»), το οποίο χρηματοδότησε το γερμανικό κανάλι ARD, αλλά το ίδιο δεν το πρόβαλε και έτσι οι σκηνοθέτες του το προβάλλουν εναλλακτικά στους κινηματογράφους

[3] Η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης των φυσικών πόρων και η αντίστοιχη αύξηση των αποβλήτων μας οδήγησε  σήμερα ήδη να ζούμε σε βάρος του μέλλοντος και των επόμενων γενεών. Δημιουργούμε εκτός των οικονομικών χρεών και συνεχώς αυξανόμενα οικολογικά χρέη. Κυρίως θα συμβεί αυτό γιατί υπάρχουν τα πλανητικά όρια σε πόρους, υλικά και ενέργεια, καθώς και τα όρια στην ενσωμάτωση των τεράστιων απόβλητων των οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως επίσης οι κλιματικές αλλαγές και οι συνακόλουθες καταστροφές 

[4] Αργότερα, στις εκλογές του 2013, τον αντιμετώπισε σαν υποψήφιο καγκελάριο από τη μεριά του SPD, αλλά ο ίδιος μη θέλοντας πάλι κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού είχε δηλώσει προεκλογικά ότι δε θα ήθελε να είναι πάλι υπουργός οικονομικών της Μέρκελ, όως και έγινε 

[5]Μείωση των κρατικών χρεών μέσω συρρίκνωσης του κράτους υπέρ των αγορών και μείωσης των κρατικών δαπανών, λιτότητα και συρρίκνωση των μεσαίων τάξεων- ξεκινώντας από τη Νότια Ευρώπη- με τη μη έκδοση νέου χρήματος-πράγμα που κάνει αντίθετα ο Ομπάμα.

[6] Η παλιά σοσιαλδημοκρατία με τα παραδοσιακά κόμματά της στην Ευρώπη έχει ταυτισθεί σε μεγάλο βαθμό με τον νεοφιλελευθερισμό, με πρώτο και καλύτερο το εργατικό της Βρετανίας, ξεκινώντας από τον Μπλερ.

[7] Oργάνωση της Ευρωζώνης:  συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών, τραπεζική ενοποίηση, προγράμματα διάσωσης κλπ. με στόχο οι επιμέρους κυβερνήσεις των κρατών μελών να μη υποκύπτουν στον «πειρασμό» για κοινωνικές δαπάνες μέσω δημόσιου δανεισμού. Μεταξύ των στόχων του νεοφιλευθερισμού δηλαδή της λιτότητας, των περικοπών και ιδιωτικοποιήσεων ή του κινδύνου πτώχευσης, να προτιμούν προγράμματα «διάσωσης», με περιεχόμενο τους στόχους αυτούς.

[8] Λογική του «μέρμηγκα», όχι υπερκατανάλωση, αλλά όχι και η επάρκεια σαν στάση ζωής, συσσώρευση πλούτου σαν ασφάλεια για το μέλλον.

[9] Έκφραση που χρησιμοποίησε για τους αιτούντες τη γερμανική βοήθεια Έλληνες, ο πρώην πάστορας και τώρα γερμανός πρόεδρος Γκάουκ

[10] «Παράταση»: Ο πραγματικός στόχος εκείνου που έχει πολλά χρήματα και δανείζει δεν είναι να πάρει πίσω τα χρωστούμενα με τόκο, αλλά η επ ‘αόριστον διαιώνιση του χρέους που εξαρτά και υποτάσσει τον οφειλέτη μόνιμα από αυτόν, έχοντας ενοχικά αισθήματα επειδή δε μπορεί να τα επιστρέψει.

[11] «Υποκρισία»: το βασικό είναι να παίζεται το παιγνίδι, να μην ανατρέπεται η συμφωνία νομικά και επίσημα από τον οφειλέτη, έστω και αν είναι σίγουρο ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να κρατήσει τη συμφωνία. Από την άλλη, αν πρόκειται για σύνολα οφειλετών-ξένα προς τα «δικά», είτε πρόκειται για κοινωνικές ομάδες είτε για ολόκληρους λαούς, συνήθως «ανεπρόκοπους»- η υποκρισία έχει να κάνει με το: «δεν ξέρουμε τι θα κάνετε, κόψτε το λαιμό σας, αλλά να κρατήσετε τη συμφωνία». Αυτό φάνηκε  όταν οι μεγάλες τράπεζες έγιναν αφερέγγυες το 2008, τα κράτη επιτράπηκε να καλύψουν τις απώλειές τους με τρισεκατομμύρια (από τα χρήματα των φορολογουμένων), αλλά όταν ολόκληροι λαοί δυστυχούν, θα πρέπει οπωσδήποτε να καταβάλουν το χρέος.

[12] Πράγμα που φαίνεται και στο εναλλακτικό κίνημα– διαφόρων κατευθύνσεων, αλλά παράλληλου όσον αφορά την αμφισβήτηση του κυρίαρχου- που είναι συνειδητό και συνεπές- στην πράξη και στην καθημερινότητα- σε αυτά που πρεσβεύει με τα λόγια.

[13] Αυτό τον ρόλο παίζει και στις διαπραγματεύσεις με την νέα ελληνική κυβέρνηση της αριστεράς και τον Βαρουφάκη κάνοντας καμώματα πλαστής και γελοίας αγανάκτησης απέναντί του

[14] Ευημερία χωρίς ανάπτυξη: Προτάσεις για έναν άλλο κόσμο από κοινου