«Στην περίπτωση της Ελλάδας η διαφορά με τις αρχές του 2011 είναι ότι στο τέλος του έτους έπρεπε να παραδεχθούμε ότι δεν ήταν δεδομένη η βιωσιμότητα του χρέους», τόνισε σε συνέντευξή της την περασμένη Κυριακή στην εκπομπή «Η συνέντευξη της εβδομάδας» της δημόσιας γερμανικής ραδιοφωνίας DeutschlandRadio η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ.

Ads

 
Σε ερώτηση για το εάν η Ελλάδα μπορεί ακόμη να σωθεί, η καγκελάριος απάντησε
 
«Αν κάποιος κάνει μια προσεκτική ανασκόπηση, θα διαπιστώσει ότι τον τελευταίο χρόνο έχουν συμβεί πάρα πολλά. Συνέβη αυτό ακριβώς που έχω επανειλημμένως δηλώσει, ότι δηλ.τα ζητήματα που αφορούν στο ευρώ, στη σταθερότητα του νομίσματος, στο μέλλον του και στο χρέος των κρατών μελών της ΕΕ δεν είναι δυνατό να απαντηθούν εντός λίγων ημερών ή μηνών. Αντιθέτως, πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδικασία, όπως ακριβώς και το χρέος, το οποίο διαμορφώθηκε σε μια μακρά χρονική περίοδο.
 
Στην περίπτωση της Ελλάδας η διαφορά με τις αρχές του 2011 είναι ότι στο τέλος του έτους έπρεπε να παραδεχθούμε ότι δεν ήταν δεδομένη η βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμο πρόβλημα ρευστότητας, αλλά ότι έχει τόσα πολλά χρέη ώστε δεν μπορεί να εξέλθει από την οικονομική κρίση με τις δικές της δυνάμεις.
 
Γι’ αυτό το λόγο γίνονται διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, δηλαδή για το κούρεμα του χρέους σε ποσοστό 50%. Σκοπός της συμφωνίας του Οκτωβρίου είναι το ελληνικό χρέος να ανέλθει το 2020 στο 120% του ΑΕΠ, όσο είναι δηλαδή σήμερα το χρέος της Ιταλίας. Τότε μπορεί να υπολογίζει κανείς ότι η χώρα θα μπορέσει να βγει στις αγορές. Ήδη αυτή τη στιγμή αντιλαμβάνεται κανείς τη σοβαρότητα του προβλήματος. Επομένως, ακόμη και αν γίνει κούρεμα κατά 50% του χρέους των ιδιωτών, η διαδικασία θα είναι χρονοβόρα.
 
Αυτή τη στιγμή τρέχουν οι διαπραγματεύσεις και η κατάσταση είναι σαφώς διαφορετική σε σχέση με το 2011. Αλλά έχετε δίκιο, το ελληνικό πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί ακόμη ολοκληρωτικά».
 
Αναφορικά με την επικείμενη επίσκεψη της τρόικας στην Ελλάδα, η καγκελάριος αποφεύγει να πάρει θέση όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, τονίζοντας ωστόσο πως «επικοινωνώ συχνά με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος μου επαναλαμβάνει συνεχώς ότι βρίσκεται εν μέσω διαπραγμάτευσης».  Πρόσθεσε ακόμη ότι «το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους με την Ελλάδα – σε εθελοντική βάση, αλλά οπωσδήποτε σε διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους – πράγματι δείχνει, όπως είπα, ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς μια τέτοια αναδιάρθρωση η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει και πάλι στις αγορές. Αυτό σχετίζεται επίσης με τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες της τρόικα, οι οποίες τέθηκαν στην Ελλάδα, αλλά δεν εφαρμόστηκαν».
 
Σχετικά με την ύφεση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα, η καγκελάριος σχολίασε πως «από τη μία πλευρά, η Ελλάδα έχει κάνει πράγματι περικοπές δαπανών. Αυτό οδηγεί συνήθως στο γεγονός ότι η οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Υπάρχουν παγκοσμίως πολλά παραδείγματα όπου το ΔΝΤ έχει εφαρμόσει παρόμοια προγράμματα και μετά από μια ορισμένη περίοδο ύφεσης ακολουθεί μια περίοδος έντονης ανάπτυξης, διότι δεν πρόκειται μόνο για μείωση των δαπανών αλλά κυρίως για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Και αυτές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ποτέ δεν έχουν άμεσα αποτελέσματα, αλλά χρειάζεται ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι να εδραιωθεί η επίδρασή τους, και φυσικά πρέπει επίσης να εφαρμοστούν δυναμικά.
 
Στην Ελλάδα έχει σημειωθεί πρόοδος. Αυτό το λέει και η τρόικα σχετικά με τις περικοπές δαπανών. Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι ακόμα και αν αποφασίστηκαν μέτρα για την ενίσχυση των εσόδων, όπως αυξήσεις φόρων, αυτό δεν συνεπάγεται ότι εισρέουν πράγματι περισσότερα έσοδα, επειδή ειδικά η συλλογή ή η είσπραξη των φόρων στην Ελλάδα είναι ένα μάλλον πρακτικό πρόβλημα».