Θαρρώ η σιωπή είναι προτιμότερη όταν χάνεται ένας δημιουργός, ένας μουσικός που αγάπησε και αγαπήθηκε από τον λαό -ναι, από τον λαό!- υπηρετώντας την τέχνη του με προσήλωση και θαυμασμό για τις απύθμενες δυνατότητές της. Γεννημένος ο Γιάννης Σπανός μέσα σε καπνούς και φωτιές, έζησε από πολύ μικρός δικτατορίες, ανδρώθηκε μέσα στην Κατοχή και την Αντίσταση, σε [ενδο]πολεμικές φρικαλεότητες, σε κλίμα τρομοκρατίας και διώξεων-εξοριών-φυλακίσεων· κατόρθωσε να «απαλλαγεί» από εμφύλια μιάσματα, να βρει ο ίδιος την κάθαρσιν και να προσπαθήσει να αποκαθάρει τη χώρα του από αυτό το άγος. Και όλη αυτή η προσπάθεια μέσα από την τέχνη του, διότι μόνο η τέχνη είναι σε θέση να δείξει τον λιγότερο κακό δρόμο της ανθρωπότητας, μόνο αυτή δύναται να επαναφέρει το χαμόγελο και την ευθυμία, να εξάρει τη χαλαρότητα της ζωής χωρίς να απαλείψει τίποτα από τη βαθύτητά της.

Ads

Ενα παράδοξο με τούτον τον θαυμάσιο άνθρωπο, που πραγματικά λάμπρυνε με την παρουσία του την Ελλάδα: τόσο βαθιά λαϊκός και τόσο έξω από τα φώτα της δημοσιότητας· τόσο δημιουργικός και ταυτόχρονα τόσο δεμένος με τους εκλεκτούς φίλους του σε νυχτωδίες και υπερβάσεις του καθεστωτικού μέτρου. Πότε προλάβαινε να ζει όλα αυτά; Τόσο αντιεμπορικός και τόσο, μα τόσο, αγαπητός στους πολλούς. Ισως γιατί ήταν τόσο γνήσιος, ήξερε τον εαυτό του, την τέχνη του, τον λαό του και δεν τα διαλαλούσε, δεν τα εμπορευόταν -τα υπηρετούσε απλώς με αγάπη και ταπεινότητα, όπως αρμόζει στους μεγάλους. Κατείχε και «σμίλευε» το πολύτιμο υλικό του όσο λίγοι συνθέτες -δεν ήταν καλλιτέχνης, ήταν δημιουργός. Και τι να πει κανείς για το πηγαίο χιούμορ που τον διέκρινε.

Μελοποίησε κι αυτός Ελληνες ποιητές αλλά «δεν το έκανα κι εμπόριο» [αιχμές προς πολλές κατευθύνσεις και κυρίως με αγάπη, όχι μνησικακία. Πώς μπορεί να είναι μνησίκακος ένας γελαστός άνθρωπος;]. Δηκτικός με χιούμορ, αν το εννοούμε [και καλά θα κάναμε να το εννοούσαμε]. Τι να πει κανείς για το «σπασμένο καράβι» του Σκαρίμπα σε μοναδική εκτέλεση του Κώστα Καράλη… και πόσα άλλα, μελωδικά και ανατατικά· «ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ», λόγου χάρη. Ξεφάντωναν τα σώματα [θεατές-ακροατές] στο πατρικό του στο Κιάτο, μια μονοκατοικία στην οδό Αριστοτέλους όπου έφερνε μουσικά σχήματα. Εκεί όμως ήταν και τόπος μύησης και μεταρσίωσης για τις σωματικές υποστάσεις όσων ένιωθαν ή έβλεπαν τη μουσικότητα της οικίας του.

Αργά τα πρωινά, όταν τέλειωνε η «συμμέθεξη», πήγαινε στο μπαρ του Νότη [φίλου εξ απαλών ονύχων για μένα, που δυστυχώς και αυτός μας άφησε πέρυσι, συμπότη και φίλου του Γιάννη]. Βρέθηκε εκεί μια βραδιά με άλλον κοινό φίλο και ως φαίνεται τα ήπιαν καλά. Ξημερώματα, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και μπήκε ο καθένας στο αυτοκίνητό του. Εφυγαν προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις, ένας στην Ανατολή, άλλος στη Δύση! Δεν πέρασαν είκοσι λεπτά και μία μετωπική σύγκρουση συνέβη μακριά από το μπαρ, σε άσχετο σημείο της πόλης. Οσοι έσπευσαν είδαν τους δύο φίλους και συμπότες να βγαίνουν από τα αυτοκίνητα έξαλλοι. Και ξαφνικά αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο. Και δώσ’ του πάλι αγκαλιές και φιλιά. Πού να καταλάβουν οι παρευρισκόμενοι. Μεγάλη ψυχή -μέγας δημιουργός. Ας μη γίνει λόγος για τις «τιμές» που [δεν] του επιδαψίλευσε η γενέτειρά του…

Ads

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών