Κάθε άνθρωπος είναι ένας μοναδικός κόσμος: ανεπανάληπτες σχέσεις, νοήματα, αξίες, μνήμες, επιθυμίες, όνειρα. Κάθε γέννηση ανοίγει τον κόσμο καθενός μας, μοναδικό και αναντικατάστατο. Κάθε θάνατος τον κλείνει. Ο θάνατος είναι το πιο δικό μου πράγμα, εμμενής και επικείμενος. Είναι μέσα μου, η Φροϋντική οργή θανάτου, και μπροστά μου, ξέρω ότι θα συμβεί, δεν ξέρω πότε. Δεν θα μοιραστώ τον θάνατο με κανένα. Κανείς, ούτε ο θεάνθρωπος, δεν ξεφεύγει το αναπόδραστο.  Κάθε χρόνο το θείο πάθος μας θυμίζει τον θάνατο του άλλου. Αλλά εκκλησία και έθιμα μας κάνουν να ξεχνούμε τον δικό μας. Πάμε στον Επιτάφειο την Παρασκευή, επαναλαμβάνουμε τα ίδια, παίζουν οι μπάντες, ανάβουμε τα κεράκια. Μετά τρώμε τα θαλασσινά, αυστηρά νηστίσιμα.

Ads

“Να μελετάς την φιλοσοφία σημαίνει να μαθαίνεις να πεθαίνεις” τιτλοφορεί ο Μισέλ Μοντάνιος, μεγάλος φιλόσοφος του 16ου αιώνα, ένα από τα δοκίμια του. Γράφει: “Ο θάνατος είναι το τέλος του γένους μας. Από όλα τα καλά που μας δίνει η αρετή, η περιφρόνηση του θανάτου είναι το μεγαλύτερο. Συμβιβάζει την ανθρώπινη ζωή με μια ήπια και παρηγορητική ηρεμία και μας δίνει μια καθαρή και ευχάριστη γεύση της ζωής χωρίς την οποία θα εξαφανίζοταν κάθε άλλη ευχαρίστηση.” Και προσθέτει: “Αν μας τρομάξει ο θάνατος, δεν είναι δυνατό να περπατήσουμε βήμα χωρίς άγχος. Η θεραπεία που χρησιμοποιούν οι χυδαίοι είναι να μην σκέπτονται τον θάνατο. Αλλά από ποια ακατανόητη βλακεία μπορούν να αντλήσουν τέτοια βαρειά τύφλωση; Είναι σαν να βάζουν τα χαλινάρια στην ουρά του γάιδαρου”. Αυτό κάνουμε κι εμείς. Οι λειτουργίες, οι τελετές, τα έθιμα είναι τα γκέμια στην ουρά. Δεν είναι μελέτη και προετοιμασία αλλά λήθη θανάτου, ελπίδα και πεποίθηση αθανασίας. Από εμμενής και επικείμενος, ο θάνατος βγαίνει από τον τόπο και τον χρόνο μου, με τα εξαπτέρυγα του Επιτάφειου και με τα επικήδεια εγκώμια, «η ζωή εν τάφω» και το «γλυκύ μου έαρ» σε ελαφρολαϊκή μορφή.

Φόβος θανάτου

O μεγάλος φιλόσοφος Κίκεργαρντ, γράφει ότι το άγχος είναι αποτέλεσμα της απαγόρευσης. Ο νόμος που δημιουργεί την επιθυμία παραβίασης του. Στον κήπο της Εδέμ, η απαγόρευση του φρούτου της γνώσης διδάσκει  στους πρωτόπλαστους την υποχρέωση υπακοής αλλά ταυτόχρονα της επιθυμία και την απόλαυση της παράβασης. Ο Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει την σχέση νόμου και επιθυμίας στην επιστολή στους Ρωμαίους: «Είναι ο νόμος αμαρτία; Όχι βέβαια. Αλλά δεν θα ήξερα την επιθυμία αν δεν μου έλεγε ο νόμος απαγορεύεται να επιθυμείς.» Μόνο επειδή ο νόμος απαγορεύει δημιουργείται η επιθυμία και γεννιέται η ελευθερία. Επειδή ο νόμος λέει «θα πεθάνεις», γεννιέται το φόβος θανάτου.

Ads

Για τον Φρόϋντ, ο φόβος δημιουργείται από μελλοντικές ή παρούσες απειλές. Αποτελεί εύλογη συναισθηματική αντίδραση σε εξωτερικό κίνδυνο.  Το άγχος δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, είναι μια διάχυτη ανησυχία, η εσωτερίκευση του φόβου και η στροφή του ενάντια στον εαυτό. Ο αγχωμένος προβλέπει συνεχώς καταστροφές, ερμηνεύει κάθε σύμπτωση ως κακό οιωνό.  Ο φόβος του θανάτου συνδέει το άτομο με την κοινωνία. Το άγχος οδηγεί σε παθητικότητηα και απομόνωση. Οι πολιτικές αντιμετώπισης του ρίσκου – απομόνωση, απόσταση, καταστολή, παρακολούθηση –  μετατρέπουν τον φόβο σε άγχος. Το άγχος και η διαχείριση του πειθαρχούν και ελέγχουν πληθυσμούς. Η κίνηση από το ρίσκο και τον φόβο στο άγχος σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εξορίσουμε τον θάνατο από το μυαλό μας. Ο θάνατος, το πρώτο και δυνατότερο από τα ανθρώπινα κοινά, διατηρεί την κοινωνική συνοχή. Το άγχος την καταστρέφει. Δεν έχει χρόνο ή τόπο, ο χρόνος σταματάει, ο τόπος γίνεται φυλακή που κλείνει γύρω μας. Ο φόβος είναι φίλος, το άγχος εχθρός.

Μελέτη θανάτου

Φιλοσοφία η μελέτη θανάτου. Το ίδιο ισχύει με την ανθρωπολογία, την αρχαιολογία, την οντολογία. Η γνώση του αναπόφευκτου θανάτου διαχωρίζει την ανθρωπότητα από άλλες μορφές ζωής.  Έχουμε μάθει για τους αρχαίους πολιτισμούς από τις πυραμίδες, τους θόλους, τα μαυσωλεία και τους τάφους, τις προσφορές και τα  κερίσματα που έδιναν στους νεκρούς να πάρουν μαζί τους. Γίνομαι άνθρωπος γιατί ξέρω ότι θα πεθάνω, πενθώ τον πεθαμένο που επιβιώνει στην μνήμη. Η γνώση θανάτου οδήγησε στην δημιουργία των πολιτειών και των θεσμών, των τελετών και των συμβόλων, όλες στρατηγικές επιβίωσης.

Η «Ωδή στον Άνθρωπο», το περίφημο πρώτο στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή, το αφηγείται με τον πιο ωραίο και αυστηρό τρόπο:

«Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει…παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται· νόσων δ᾽ ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται. σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχωντοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει.» (Πολλά είναι τα δεινά, τίποτα όμως δεν είναι δεινότερο από τον άνθρωπο… Αλλά ο παντοπόρος είναι και άπορος, δε θ᾽ αντικρύσει τα μελλούμενα· τον Άδη μόνο να ξεφύγει δεν μπορεί· παρ’ ότι βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές σ᾽ αγιάτρευτες αρρώστιες. (μετάφραση Κ Χ Μύρη)).

Ο δεινότατος, ο παντοπόρος, πολυμήχανος και κοσμογυριστής, έμαθε να δαμάζει την αγριεμένη θάλασσα, να καλλιεργεί την θεά γη και να κηνυγάει τα πουλιά και τα άγρια θηρία, έμαθε να μιλάει, να φτιάχνει πολιτείες και σπίτια. Αλλά μπροστά στον χάρο καταλήγει άπορος, χωρίς διάβαση και διέξοδο. Ο θάνατος είναι η αναπόδραστη προϋπόθεση της ανθρώπινης ύπαρξης, η αιτία και το θεμέλιο του πολιτισμού. Αν χαθεί η Ελληνική γραμματεία και σωθεί μόνο η Ωδή, έλεγε ο φιλόσοφος Χάϊντεγγερ, θα μπορούσαμε να αναπαράγουμε όλες τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας.

Επιτάφειος

Ο Επιτάφειος, η κηδεία, ο δεύτερος συμβολικός θάνατος, βάζει τέλος στον θρήνο, μας ελευθερώνει από το αντικείμενο της αγάπης μας. Το αποθέτουμε στην μνήμη, διακόπτεται το πένθος, ξεχνάμε τον τρόμο του. Δεν περάσαμε μια περίοδο συλλογικού πένθους για τους 30,000 «υπερβάλλοντες» νεκρούς της πανδημίας. Αλλά αυτοί οι τριάντα χιλιάδες δεν είναι ένα νούμερο. Είναι παππούδες και γιαγιάδες, πατέρες και μανάδες, παιδιά και αγαπημένοι. Στο Λονδίνο κάνανε ένα τοίχο μνήμης με ονόματα, θύμησες, επικήδειους. Εμείς ακούμε κάθε μέρα το νέο αριθμό σαν να ήταν η πρόβλεψη της μετεωρολογικής υπηρεσίας ή τα νούμερα του λόττο. Ο Επιτάφειος θρήνος μας θυμίζει τι έκαναν οι κοινωνίες πάντα: η Αντιγόνη τον Πολυνείκη, οι μοιρολογίστρες τους δικούς τους, οι οικογένειες των προσφύγων που ζητούν τα σώματα που χάθηκαν στο Αιγαίο και την Μεσόγειο.

Γράφει ο Μοντάνιος: “Που θα μας βρει ο θάνατος είναι αβέβαιο. Ας τον ψάξουμε παντού. Η προμελέτη του θανάτου είναι η προμελέτη της ελευθερίας. Αυτός που έχει μάθει να πεθαίνει έχει ξεμάθει να είναι δούλος. Δεν υπάρχει τίποτα κακό στη ζωή για εκείνον που καταλάβει ότι το τέλος της ζωής δεν είναι κακό: όταν γνωρίζουμε πως να πεθάνουμε έχουμε πετάξει  από πάνω μας κάθε υποταγή και περιορισμό”. Παράξενη ιδέα. Είμαστε ελεύθεροι όταν συλλογιζόμαστε και μελετάμε τον θάνατο,  όταν έχουμε αυτογνωσία αυτού που είναι το τέλος του εαυτού και της γνώσης.

Το ακούσαμε στην ακολουθία των παθών. Η πιο ανθρώπινη σκηνή του δράματος παίζεται στον κήπο της Γεσθημανή, όταν ο Χριστός φοβισμένος, γεμάτος αγωνία γι’ αυτό που πρέπει να κάνει, στρέφεται στον Πατέρα του και αμφιβάλει την εντολή του: «Πατέρα απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο … Θεέ μου Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες;» Ο Θεός γίνεται άνθρωπος των ανθρώπων, τίποτε πιο ανθρώπινο από την αμφιβολία, τον φόβο, την αγωνία και την υπέρβαση τους. Γιατί με εγκατέλειψες, μήπως δεν είσαι στοργικός πατέρας; Γιατί είναι ο νόμος σου άδικος; Η πρωταρχική θεοδικία, η δίκη, η αθωότητα και η καταδίκη του θείου, ξεκινάει στην Γεσθημανή. Πριν κάθε ανάσταση, πριν κάθε νίκη, αγώνες και ήττες. Σιγοστεκόμαστε, αμφιβάλουμε τις δυνάμεις μας, αμφισβητούμε τις πίστεις μας. Θρηνούμε για τα όνειρα, για τα οράματα που μπορεί να χαθούν. Αλλά επιμένουμε με την αντοχή και την ανθεκτικότητα των αξιών μας. Ο σκοπός μας κοινωνικοποιεί και μας εξατομικεύει.  Μαζί με τον άλλο ξεπερνάμε τον φόβο θανάτου, γινόμαστε αθάνατοι επειδή είμαστε θνητοί. Αν ο θάνατος είναι το τέλος και η μελέτη του ελευθερία, υπέρβαση του θανάτου είναι ο συλλογικός μας σκοπός. Αρετή, να αφήσουμε πίσω εμείς οι θνητοί, οι περατοί, σ’ αυτά που κάνουμε μαζί, την δική μας πυραμίδα.