Ουδείς είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας εναντίον της κυβέρνησης της ΝΔ και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, θα προκαλούσε πτώση της κυβέρνησης.

Ads

Η στόχευση της πρότασης δυσπιστίας ήταν κατ’ αρχήν θεσμική. Η αξιοποίηση της έσχατης δυνατότητας που παρέχει το θεσμικό οπλοστάσιο στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της κατάθεσης δηλαδή πρότασης δυσπιστίας προς μια κυβέρνηση που καταλύει το Σύνταγμα και υπονομεύει κατ’ εξακολούθηση τους δημοκρατικούς θεσμούς, ήταν πολιτική και ηθική υποχρέωση του Αλέξη Τσίπρα.

Δεν μπορείς να επικαλείσαι την υπεράσπιση των θεσμών, χωρίς να αξιοποιείς τις δυνατότητες που σου παρέχουν.

Αν δεν προχωρούσε, άλλωστε, ο Τσίπρας σε αυτή τη θεσμική κίνηση σε αυτή την κρίσιμη για τη Δημοκρατία συγκυρία, πότε θα άλλοτε θα το έκανε;

Ads

Πέρα όμως από την εύλογα θεσμική σημασία της κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας ενόψει μιας τόσο σοβαρής απειλής για τη Δημοκρατία, για το κράτος δικαίου και για τους θεσμούς, η πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα είχε και πολιτικό χαρακτήρα.

Καθώς αποσκοπεί στον να αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα, να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό και να ανατρέψει τους προεκλογικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, επιβάλλοντας ένα νέο εκλογικό δίλημμα.

Και η αλήθεια είναι ότι η πρόταση δυσπιστίας πέτυχε και στους τρεις πολιτικούς της στόχους.

Τα πολιτικά δεδομένα άλλαξαν αυτό το τριήμερο της συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης και κατά του πρωθυπουργού, γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης βγήκε από την όλη διαδικασία βαριά πληγωμένος.

Αφού δεν είναι πια αυτό που ήθελε να προβάλει ότι είναι, ο εγγυητής δηλαδή της σταθερότητας της χώρας και ο ικανός υπερασπιστής της νόμιμης και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους και των θεσμών.

Οι σοβαρές και συγχρόνως αναπάντητες κατηγορίες του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και σύσσωμης της αντιπολίτευσης εναντίον του, τον μετέτρεψαν σε κατηγορούμενο για σοβαρά θεσμικά παραπτώματα και σε κύριο εκπρόσωπο της ανωμαλίας και της αστάθειας για τη χώρα και για το δημοκρατικό πολίτευμα.

Η κατηγορία του εγκέφαλου του παρακράτους και της εγκληματικής οργάνωσης κατά των δημοκρατικών θεσμών ήταν πολύ βαριά για να μείνει αναπάντητη.

Ούτε το πέταγμα της μπάλας στην κερκίδα του Καλογρίτσα και του Σαράφη που επιχειρήθηκε αντί απάντησης στις κατηγορίες, ούτε οι άσφαιροι αντιπερισπασμοί και οι κούφιοι συμψηφισμοί που η κυβερνητική προπαγάνδα παρουσίασε αντί να απαντήσει στην ουσία των κατηγοριών, μπόρεσαν να εμποδίσουν να φανεί το μεγάλο κενό της πολιτικής επιχειρηματολογίας που θα ήταν ικανή να αποδομήσει τις βαριές κατηγορίες.

Κι ακόμη περισσότερο, οι άστοχες… μαγκιές τύπου «καλά έκανε και τους παρακολουθούσε», όπως και οι επικίνδυνες για τους θεσμούς αναφορές υπουργών με ακροδεξιό παρελθόν σε δήθεν νόμιμες επισυνδέσεις, σε μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί η κατάχρηση εξουσίας από πλευράς ΕΥΠ να παρακολουθεί χωρίς τη νόμιμη τεκμηρίωση και αιτιολογία υπουργούς και αρχηγούς στρατού σαν να ήταν ύποπτοι για κατασκοπεία σε βάρος της πατρίδας, επιδείνωσαν την κατάσταση. Πολύ περισσότερο που οι παρακολουθούμενοι όχι απλώς βρίσκονται στις θέσεις τους σήμερα, αλλά αξιολογήθηκαν και ικανοί για να αναβαθμιστούν.

Το γεγονός λοιπόν ότι εμπεδώθηκε στο εκλογικό σώμα η ενοχή του πρωθυπουργού στην υπόθεση της δημοκρατικής εκτροπής, αλλάζει άρδην τα πολιτικά δεδομένα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ακόμη και αν παραμείνει για 2-3 μήνες ακόμη στη θέση του, θα είναι στη συνείδηση όλων ένοχος για κορυφαία θεσμικά αδικήματα και γι’ αυτό ένας επικίνδυνος  και αποτυχημένος πρωθυπουργός.

Η αλλαγή των πολιτικών δεδομένων και η ανάδειξη της ενοχής του πρωθυπουργού μπροστά στις βαριές κατηγορίες που του απευθύνθηκαν και στις οποίες δεν μπόρεσε να απαντήσει, αναδιατάσσει το πολιτικό σκηνικό.

Η αντιπολίτευση συσπειρώνεται απέναντι σε μια κυβέρνηση που υπονομεύει τη Δημοκρατία και προκαλεί ανωμαλία στη λειτουργία των θεσμών.

Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από εκεί που επιδίωκε να εμφανιστεί ότι έχει μια ευρύτερη από τη δική του παράταξη απήχηση και αναγνώριση που ξεκινά από το Κέντρο και φτάνει μέχρι τις παρυφές της ακροδεξιάς, απομονώνεται από το σύνολο του πολιτικού κόσμου.

Και εμφανίζεται να υποστηρίζεται μόνο από εμφορούμενος από αυταρχικές και ακροδεξιές πολιτικές αντιλήψεις.

Με δυο λόγια το πολιτικό σκηνικό αναδιατάσσεται, καθώς το αντί ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο καταρρέει.

Και επιπλέον, η ΝΔ του Μητσοτάκη χάνει την υποστήριξη από το πολυπόθητο γι’ αυτήν Κέντρο. Καθώς είναι γνωστή η ευαισθησία των κεντρώων ψηφοφόρων για τα ζητήματα της Δημοκρατίας, όπως και η δυσανεξία τους απέναντι στις αυταρχικές, αντιθεσμικές και αντιδημοκρατικές πολιτικές πρακτικές του Μητσοτάκη.

Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, ούτε η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στην εκτροπή Μητσοτάκη σαν «αποστασία από τους δημοκρατικούς θεσμούς», ούτε και η αντίδραση του Βαγγέλη Βενιζέλου και άλλων κεντρογενών συνταγματολόγων απέναντι στην ακροδεξιά διολίσθηση του πρωθυπουργού.

Τίποτε δεν θα είναι το ίδιο την επομένη της συζήτησης στη Βουλή της πρότασης δυσπιστίας του Αλέξη Τσίπρα εναντίον κυβέρνησης και πρωθυπουργού.

Ούτε ο Μητσοτάκης θα είναι πλέον ο εγγυητής της σταθερότητας, όπως επιδίωκε να εμφανιστεί προεκλογικά, καθώς το ηγετικό προφίλ που εντέχνως του προετοίμαζαν οι επικοινωνιολόγοι του «κάηκε» στην αφωνία της ΝΔ και του ίδιου του πρωθυπουργού να απαντήσουν και να αποδομήσουν τις βαριές σε βάρος τους κατηγορίες.

Ούτε η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη μπορεί πλέον να προσβλέπει στην αναβίωση της αντί ΣΥΡΙΖΑ συσπείρωσης των Κεντροδεξιών ψηφοφόρων, καθώς η μομφή της δημοκρατικής εκτροπής που τους ακολουθεί συσπειρώνει τον δημοκρατικό κόσμο εναντίον τους.

Ούτε όμως και ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια οι αποσυνάγωγοι του προεκλογικού σκηνικού, όπως το προετοίμαζαν οι επικοινωνιολόγοι στο Μέγαρο Μαξίμου.

Αντίθετα, ο Αλέξης Τσίπρας αναγορεύεται σε κυρίαρχο υπερασπιστή της δημοκρατικής νομιμότητας, του κράτους δικαίου και των θεσμών, απέναντι σε μια κυβέρνηση και έναν πρωθυπουργό που κατηγορούνται, χωρίς να μπορούν να αποσείσουν τις κατηγορίες από επάνω τους, ότι καταρράκωσαν τη Δημοκρατία στην Ελλάδα.

Το προεκλογικό σκηνικό με το οποίο ο Μητσοτάκης επιδίωκε να πάει στις εκλογές ανατρέπεται και οι πολιτικές δυνάμεις αναδιατάσσονται, συνθέτοντας μέτωπο απέναντι σε μια αυταρχική, αντιδημοκρατική και ακροδεξιών πολιτικών τάσεων κυβέρνηση και απέναντι σε έναν πρωθυπουργό που υπονόμευσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και κατήργησε το κράτος δικαίου.

Το δίλημμα των εκλογών δεν είναι, όπως θα το επιθυμούσε ο Μητσοτάκης, «Σταθερότητα με ΝΔ ή Χάος με ΣΥΡΙΖΑ», ούτε βέβαια μπορεί πλέον να σταθεί σε δημοκρατική βάση η σύγκριση Μητσοτάκη και Τσίπρα, από την οποία ο πρωθυπουργός πίστευε μέχρι πρότινος ότι θα έβγαινε κερδισμένος.

Το προεκλογικό δίλημμα:

«Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή Μητσοτάκη»
είναι αμείλικτο για τη Δεξιά και προοιωνίζεται να αναδείξει μια προοδευτική και δημοκρατική πλειοψηφία στις επόμενες εκλογές.

Γιατί στη Δημοκρατία κανείς δεν είναι με την εκτροπή…