Οι πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών έχουν οδηγήσει σε διεθνείς σχέσεις με αυξημένη ένταση και αστάθεια. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών αναζητά τρόπους για να ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας, που είναι απαραίτητο σε όλους. Αυτή ίσως είναι μία ερμηνεία για την τυφλή υποστήριξη της CETA, της επικίνδυνης συμφωνίας εμπορίου και επενδύσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά.

Ads

Η ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διατηρήσει καλές σχέσεις με τους συμμάχους της υπερισχύει της ευθύνης που έχουν πολλοί Ευρωβουλευτές απέναντι στους κινδύνους που κρύβει η συμφωνία αυτή.

Οι Ευρωβουλευτές έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν με τις πολιτικές εξελίξεις που πυροδοτεί το Brexit και η εκλογή του Τραμπ στις Η.Π.Α., που ήδη προκαλούν γεωπολιτική αστάθεια. Η υπερψήφιση όμως της CETA για «προοδευτικούς» λόγους μοιάζει με τη διγλωσσία του νέου Προέδρου των Η.Π.Α. όταν λέει ότι θα διορθώσει τα προβλήματα στην κυβέρνηση της Ουάσινγκτον και ταυτόχρονα στελεχώνει το υπουργικό του συμβούλιο με λομπίστες και δισεκατομμυριούχους. Πολλοί Ευρωβουλευτές, αντί να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον από την επιχειρηματική απληστία, σκοπεύουν να υπερψηφίσουν τη CETA, που θα γίνει άλλο ένα εργαλείο στα χέρια των βιομηχανιών για να υπονομεύσουν τα πρότυπα υγείας και ασφάλειας που ισχύουν στην Ευρώπη.

Οι υποστηρικτές της συμφωνίας ισχυρίζονται ότι σηματοδοτεί διεθνείς σχέσεις φιλίας. Όμως, η μόνη σχέση φιλίας στο κείμενο της συμφωνίας είναι με τις μεγάλες βιομηχανίες, εις βάρος των πολιτών και του πλανήτη. Η συζήτηση γύρω από την έγκρισή της δεν είναι μία συζήτηση υπέρ ή κατά του εμπορίου, αλλά αφορά τους κανόνες που θέλουμε να διέπουν την κοινωνία μας.

Ads

Εάν οι Η.Π.Α. αρχίζουν να απομακρύνονται από τέτοιου είδους συμφωνίες, είναι μία μεγάλη ευκαιρία για την Ε.Ε. να θέσει υψηλά πρότυπα στην εμπορική της ατζέντα. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να είναι περήφανοι για τα ισχύοντα πρότυπα προστασίας της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος και του κλίματος και για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Αυτά τα καθόλου αυτονόητα επιτεύγματα πρέπει να αποτελούν τη βάση για κάθε εμπορική συμφωνία, η CETA όμως τα υπονομεύει προς όφελος των ξένων επενδυτών και με την τυφλή προώθηση του εμπορίου.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υποσχεθεί ότι η αρχή της προφύλαξης που ισχύει στην Ε.Ε. και κατοχυρώνει το δικαίωμα της λήψης προληπτικών μέτρων για την αποφυγή περιβαλλοντικής βλάβης, δεν θα θιγεί υπέρ του εμπορίου. Καμία από τις προβλέψεις της CETA όμως δεν περιλαμβάνει μία εφαρμόσιμη αρχή της προφύλαξης. Αυτό είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην εισαγωγή περισσότερων μεταλλαγμένων στην Ε.Ε. και σε περισσότερα χημικά σε προϊόντα καθημερινής χρήσης. Η Greenpeace εργάζεται με πολιτικούς και εταιρίες για να κρατήσουμε τα τοξικά χημικά έξω από την ευρωπαϊκή αγορά, όμως η προσπάθειά μας θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη, καθώς για τη CETA θα αποτελεί ένα «περιττό φραγμό στο εμπόριο».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δείξει την πρόθεσή της να βάλει σε κίνδυνο την προστασία των καταναλωτών για χάρη του εμπορίου. Ήδη αποδυναμώνει τα ευρωπαϊκά πρότυπα για την προστασία από τους χημικούς ενδοκρινικούς διαταράκτες (EDCs) στη νομοθεσία της Ε.Ε. για τα φυτοφάρμακα, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Καναδά και των Η.Π.Α. Οι χημικοί ενδοκρινικοί διαταράκτες είναι βλαβερές χημικές ουσίες που σχετίζονται με γενετικές ανωμαλίες και καρκίνο, ενώ κοστίζουν στην Ε.Ε. περισσότερα από 160 δις ευρώ το χρόνο σε επιπλέον δαπάνες υγείας.

Ο Καναδάς ασκεί πιέσεις και σε σχέση με άλλα πρότυπα προστασίας της δημόσιας υγείας, ενώ έχει αμφισβητήσει το ευρωπαϊκό σύστημα για προστασία από τα χημικά περισσότερες από 20 φορές μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου. Η εφαρμογή της CETA θα κάνει αυτές τις επιθέσεις στην προστασία των καταναλωτών ακόμα πιο επικίνδυνες για την Ε.Ε.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ενώ οι φίλοι και εταίροι της έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για τη διεξαγωγή συναλλαγών σε μία αγορά με περισσότερους από 500 εκατομμύρια καταναλωτές.

Στις ταραγμένες εποχές που ζούμε, η Ε.Ε. έχει την ευκαιρία να ηγηθεί της προσπάθειας και να εξασφαλίσει ότι η παγκοσμιοποίηση δεν θα προκαλέσει την καταστροφή των οικοσυστημάτων και του κλίματος, πάνω στα οποία βασίζεται η οικονομία μας, δεν θα θέσει σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των ανθρώπων και δεν θα υπονομεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων. Τώρα που χώρες από όλο τον κόσμο προσεγγίζουν ενεργά την Ε.Ε. μετά την εκλογή του Τραμπ, η Ε.Ε. και οι ηγέτες των κρατών μελών της οφείλουν να πάρουν στα σοβαρά την ευθύνη που τους αναλογεί.

Ο φόβος για παγκόσμια αστάθεια δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε τους στόχους της CETA. Δεν στοχεύει στη διεθνή ενότητα, αλλά σε πιο χαλαρούς κανόνες για τη δημόσια υγεία, τα δικαιώματα των εργαζομένων και το περιβάλλον.

Ο Τραμπ δήλωσε στους ψηφοφόρους ότι ο στόχος του ήταν η ελίτ, αλλά στην πραγματικότητα στόχος του είναι οι νόμοι που οι μεγάλες βιομηχανίες θεωρούν περιττούς και ενοχλητικούς, ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι αποτελούν ουσιώδη μέτρα προστασίας. Η CETA έχει ακριβώς τους ίδιους στόχους αλλά με διαφορετικά μέσα. Οι άνθρωποι και ο πλανήτης θα υποφέρουν εξίσου και από τα δύο.

* Η Jennifer Morgan είναι διευθύντρια της διεθνούς Greenpeace και η Joanna Kerr είναι διευθύντρια του καναδικού γραφείου της Greenpeace.