Με αφορμή τη συνδιάσκεψη για το κλίμα στη Ντόχα του Κατάρ: Η ιστορία αρχίζει πριν από 20 και πλέον χρόνια, με το που έγινε ευρέως γνωστό ότι οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα(CO2) από τις ανθρώπινες δραστηριότητες υπερθερμαίνει τον πλανήτη. Οι κλάδοι της  βιομηχανίας που πρωτοστατούν στις εκπομπές CO2 κατάλαβαν αμέσως ότι αν παρθούν τυχόν μέτρα για μείωση των εκπομπών, αυτό θα τους κόστιζε δισεκατομμύρια.

Ads

Έπρεπε να αντιδράσουν ακολουθώντας την τακτική της διάδοσης της αμφιβολίας ως προς τα ευρήματα και τα δεδομένα της επιστημονικής κοινότητας πάνω στο θέμα:

«Ίσως τα δεδομένα να είναι λάθος, ίσως η γη δεν υπερθερμαίνεται. Αλλά και αν αυτό συμβαίνει πράγματι, να μην έχει αρνητικές επιπτώσεις, μπορεί να είναι ένα φυσικό φαινόμενο που δεν έχει σχέση με τα εργοστάσια άνθρακα και τους κινητήρες εσωτερικής καύσης».

Έπρεπε να βρεθούν και οι «ειδικοί» για να προωθήσουν πλατιά αυτά τους τα επιχειρήματα μέσα από όλα τα είδη των ΜΜΕ στους δημοσιογράφους, στους πολίτες και στους πολιτικούς που ψηφίζουν, ώστε οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια να μη μπορούν να τα «βρίσκουν» και να ψηφίζουν ή να αποφασίζουν αντίστοιχους νόμους για μείωση των εκπομπών.

Ads

Και δυστυχώς τέτοιοι νόμοι πρέπει να εφαρμοσθούν σε όλο τον κόσμο, γιατί αν επιβληθούν σε μια ή σε λίγες χώρες το αποτέλεσμα θα είναι «μια σταγόνα στον ωκεανό».

Ξεκινώντας λοιπόν από τις ΗΠΑ, το «λόμπυ των πρωταίτιων των εκπομπών» βάλανε μπροστά μια καμπάνια μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Δημιούργησαν μερικές ντουζίνες οργανώσεων, που ανέλαβαν τον «αγώνα» ενάντια στη διεθνή επιστημονική έρευνα για τη κλιματική αλλαγή. «Θα πρέπει να γονατίσουμε τους κλιματολόγους επιστήμονες.

Τους αξίζει το δημόσιο μαστίγωμα», έλεγε πριν χρόνια ο Marc Morano, ένας πολύ καλοπληρωμένος «στρατηγός» της εκστρατείας, μάνατσερ της οργάνωσης Committee for a Constructive Tomorrow, που χρηματοδοτούταν μεταξύ άλλων και από την αυτοκινητοβιομηχανία Chrysler και τις πολυεθνικές ExxonMobil και Chevron [1].

Ο  Michael Mann είναι διευθυντής του κέντρου γεω-επιστημών του πανεπιστημίου της Pennsylvania, του σημαντικότερου αμερικάνικου μετεωρολογικού Ινστιτούτου.  Η ομάδα του στο Ινστιτούτο, από το 1998, δημοσίευσε στο επιστημονικό περιοδικό Nature την εργασία της με τίτλο: «Η ρακέτα του Χόκεϋ».

Η χρήση του όρου από το Χόκεϋ οφείλεται στη μορφή της ρακέτας με την οποία έμοιαζε το διάγραμμα της μέσης θερμοκρασίας:

μέχρι το 1850 η καμπύλη της εξελίσσεται οριζόντια, μετά όμως από αυτό το σημείο-όπου η ανθρωπότητα άρχισε την καύση κάρβουνου, πετρελαίου και γκαζιού- η καμπύλη της ανεβαίνει απότομα προς τα πάνω. Γι αυτό θυμίζει τη ρακέτα του χόκεϋ: έχει ένα μεγάλο ευθύγραμμο τμήμα που καταλήγει σε ένα σχεδόν κάθετο «μυστρί» στο τέλος της.

Τη «ρακέτα του χόκεϋ» επιβεβαίωσε και η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ με 928 ειδικές έρευνες-δοκίμια, μεταξύ 1993 και 2003. Όλες κατέληγαν στο ίδιο αποτέλεσμα: η γη υπερθερμαίνεται από ανθρώπινη επίδραση. Το επιστημονικό περιοδικό Science το διατύπωσε καθαρά: στο θέμα υπάρχει μια σπάνια στην ιστορία των επιστημών ομοφωνία!

Αυτό έπεισε ακόμα και τους συντηρητικούς στο Κογκρέσο. Ο τότε ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής McCain μαζί με τον δημοκρατικό Lieberman ετοίμασαν ένα νόμο, ο οποίος είχε στόχο τη μείωση των εκπομπών των αερίων του «θερμοκηπίου» (τον είχαν ονομάσει Climate Stewardship Act, νόμος για την κλιματική υπευθυνότητα).

Τα αποτελέσματα στα οποία θα οδηγούσε αυτός ο νόμος δεν άρεσαν καθόλου στη βιομηχανία.

Έτσι το έτος 2002 ένας σύμβουλος επικοινωνίας του τότε αμερικανού προέδρου Τζωρτζ Μπους έγραψε μια εσωτερική αναφορά για τον Λευκό Οίκο, που έγινε και το σενάριο για ανταπόδοση του κτυπήματος από τη μεριά της βιομηχανίας: «το θέμα του περιβάλλοντος είναι το αδύνατο σημείο των ρεπουμπλικάνων και του προέδρου τους».

Θα πρέπει για αντιπερισπασμό να αντεπιτεθούμε κατά μέτωπο στους επιστήμονες, ώστε να προωθηθεί στους εκλογείς η αμφιβολία για τις διαπιστώσεις τους. Η δημόσια συζήτηση έχει κλείσει βέβαια «ενάντιά μας»(διατυπώνεται στην αναφορά), αλλά υπάρχει πάντα χρόνος για να βρούμε και ειδικούς, που είναι «συμπαθούντες της δικής μας στάσης».

Αμέσως μετά ο Μπους δημιουργεί μια ομάδα συμβούλων, στην οποία συμμετέχουν οι πιο ισχυροί εκπρόσωποι της πετρελαιοβιομηχανίας. Ταυτόχρονα η ηγεσία των ρεπουμπλικάνων  όρισε τον γερουσιαστή James Inhofe σαν πρόεδρο της Επιτροπής Περιβάλλοντος, έναν 70χρονο ρεπουμπλικάνο από την Οκλαχόμα, ο οποίος είχε την άποψη ότι η επιτροπή περιβάλλοντος είναι «γραφειοκρατική γκεστάπο» και είχε εκλεγεί χρηματοδοτούμενος από τις πολυεθνικές της ενέργειας. Αυτός στη συνέχεια όρισε τον νέο σύμβουλο στρατηγικής, τον πιο πάνω αναφερόμενο  Marc Morano.

Με τη βοήθειά του ο Ιnhofe οργάνωσε ακροάσεις στη Γερουσία, στις οποίες τα ερωτήματα δεν ήταν ερωτήματα γνώσης, αλλά πίστης. Με τις ακροάσεις αυτές προσπαθούσε να «στριμώξει» τους καλεσμένους κλιματολόγους επιστήμονες με την παρουσία όχι διαφωνούντων αντίστοιχων επιστημόνων, αλλά λαϊκών ομοιδεατών του, όπως ο συγγραφέας Michael Crichton( που είχε γράψει ένα θρίλερ με κλιματολόγους «λαμόγια», οι οποίοι οδηγούν τον κόσμο στη καταστροφή).

Κάλεσε βέβαια και τον πιο πάνω αναφερόμενο Michael Mann σε ακρόαση, αλλά είχε απέναντί του δύο άλλους «ερευνητές», τον Willie Soon και David Legates,  κάθε άλλο παρά ανεξάρτητους, αφού οι «έρευνές» τους χρηματοδοτήθηκαν κατόπιν παραγγελίας της πετρελαιοβιομηχανίας και του American Petroleum Institute και ισχυρίζονται ότι τα δεδομένα του Mann είναι λανθασμένα.

Η εικόνα που μεταδόθηκε από τα ΜΜΕ ήταν η εικόνα ενός επιστήμονα που υποστηρίζει ότι η παγκόσμια υπερθέρμανση είναι δεδομένη και δύο άλλων που αμφιβάλλουν και πιστεύουν το αντίθετο. Η πραγματική εικόνα του ενός που στηρίζει τις απόψεις του σε δεδομένα και μετρήσεις, ενώ οι δύο άλλοι ήταν αργυρώνητοι «ερευνητές» των οποίων τις δοξασίες δεν αναγνωρίζει η επιστημονική κοινότητα, δε μπορούσε να αναδειχθεί από τις «στημένες ερωτήσεις» του προέδρου Ιnhofe.

Έτσι στις 30 Οκτωβρίου του 2003 η Γερουσία απέρριψε τον νόμο Climate Stewardship Act των McCain και Lieberman με ψήφους 55 κατά και 43 υπέρ του νόμου. Τώρα, σχεδόν 10 χρόνια μετά, ο Marc Morano λέει με υπερηφάνεια: «καταφέραμε τότε μέσα σε 3 χρόνια να σταματήσουμε τους νόμους για τη προστασία του κλίματος».

Το 2006 όμως ο Al Gore –πρώην υποψήφιος πρόεδρος των δημοκρατικών-πρόβαλε παντού, σε κινηματογράφους και σχολεία, τη ταινία του «μια άβολη αλήθεια», όπου με τον ίδιο τρόπο με τον Morano προβάλλει εικόνες απλουστευτικές: πάγοι που λιώνουν, έρημοι που μεγαλώνουν, πόλεις που πλημμυρίζουν. Με τη μια, 84% των Αμερικάνων τάσσονται υπέρ της άποψης ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια απειλή.

Ο Morano έπρεπε να βρει ένα τρόπο να αντιδράσει: στις 20 Δεκέμβρη του 2007 όλοι οι αρχισυντάκτες των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών στις ΗΠΑ παίρνουν μια καλοδουλεμένη «αναφορά» 175 σελίδων, γραμμένη από τον ίδιο, αλλά με το λογότυπο της Επιτροπής Περιβάλλοντος και το οικόσημο της Γερουσίας.

Ο τίτλος της: «400 επιφανείς επιστήμονες αμφισβητούν την ανθρωπογενή υπερθέρμανση του κλίματος». Είναι Χριστούγεννα και σχεδόν όλες οι συντακτικές επιτροπές των ΜΜΕ(τραβάτε με και ας κλαίω) δεν ασχολήθηκαν με το να ελέγξουν τα 413 ονόματα και τις δηλώσεις τους. Απλώς παραθέτουν και επαναλαμβάνουν συχνά στις εφημερίδες και στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς την «αναφορά».

Αλλά 44 από τους αναφερόμενους επιστήμονες ήταν απλώς παρουσιαστές ειδήσεων καιρού, 84 ήταν πρώην στελέχη της πετρελαιοβιομηχανίας, 49 ήταν ήδη συνταξιούχοι, 90 δεν είχαν καμιά σχέση με την κλιματολογία.

Οι υπόλοιποι αναφερόμενοι είναι ερευνητές, που δεν αμφισβητούν την ανθρωπογενή υπερθέρμανση, αλλά έχουν κάποια επιμέρους ερωτήματα που τους απασχολούν, όπως π.χ. ποια είναι η συγκεκριμένη ταχύτητα με την οποία ανεβαίνει η στάθμη της θάλασσας. Οι σημαντικότεροι μάρτυρες του Morano ήταν ο τότε 83-χρονος φυσικός της ατμόσφαιρας Fred Singer και ο 96-χρονος φυσικός Frederick Seitz.

Μέχρι τον θάνατο του Seitz το 2008 οι δύο φυσικοί ήταν φίλοι: ήταν αντικομμουνιστές στρατιώτες του Ronald Reagan στη δεκαετία του `80 και εργάζονταν ο μεν πρώτος στο εθνικό πρόγραμμα πυραυλικών συστημάτων των ΗΠΑ, ο δε δεύτερος στο πρόγραμμα ατομικών όπλων. Σε αυτή την περίπτωση βοήθησαν τον Morano να αντισταθεί στον «οικοφασισμό». Τα άρθρα τους δημοσιεύθηκαν στους New York Times, στη Wall Street Journal, στην Washington Post. Οι εφημερίδες ανακάλυψαν τώρα- σε αντιπαράθεση με «ρακέτα του Χόκεϋ»- τη νέα αλήθεια:  «δεν είναι και τόσο άσκημα τα πράγματα».

Παρότι το 2007 η επιτροπή του ΟΗΕ για το κλίμα βραβεύθηκε για την εργασία της συνολικά με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, στις ΗΠΑ δεν γίνεται καθόλου λόγος για αυτό( έχουν τον δικό τους νομπελίστα τον Ομπάμα που φροντίζει για την ειρήνη).

Αντίθετα μάλιστα, ο Michael Mann βρίσκεται «κατηγορούμενος» στα έδρανα της επιτροπής ενέργειας αυτή τη φορά στην Ουάσιγκτον για ακρόαση «στα ανοικτά ερωτήματα της ρακέτας του χόκεϋ».

Ποια ερωτήματα; Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν αμφισβητεί πλέον τα δεδομένα για την αλλαγή του κλίματος. Εδώ και η ίδια η Παγκόσμια τράπεζα, σύμφωνα με επιστημονική της μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, δέχεται ‘ότι η παγκόσμια οικονομία οδηγεί τον πλανήτη σε  αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4ο C ως το τέλος του αιώνα,  αν η παγκόσμια κοινότητα αποτύχει να δράσει στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. 

Η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει εδώ και χρόνια  θέσει το όριο των 2ο C ως ανώτατο όριο αύξησης της θερμοκρασίας για να μην έχουμε κλιματική καταστροφή. Από κει και πάνω οι εξελίξεις στο κλίμα αναμένονται να είναι μη γραμμικές με απρόβλεπτες συνέπειες.

Όμως αυτό δεν ενδιαφέρει την παγκόσμια και τις τοπικές οικονομικές ελίτ, που είναι συνδεδεμένες με τη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Αυτό που ενδιαφέρει την οικονομία των ορυκτών καυσίμων είναι να αφεθεί ελεύθερη να «κάψει» και τα τελευταία αποθέματά τους, που βρίσκονται στη λιθόσφαιρα του πλανήτη και να κερδίζει από αυτό(και από τις αυξημένες τιμές λόγω του μεγαλύτερου βάθους των τελευταίων αποθεμάτων).

Δεν την ενδιαφέρει αν μετατρέποντας τον άνθρακα που έχει αποθηκευθεί στον φλοιό –σε προηγούμενες γεωλογικές εποχές-σε διοξείδιο του άνθρακα, τον μεταφέρει στην ατμόσφαιρα.

Δεν την ενδιαφέρει το γεγονός ότι την μετατρέπει σε ατμόσφαιρα με μεγαλύτερη περιεκτικότητα διοξειδίου, πράγμα που ήταν πριν εμφανισθεί η ζωή στη γη.

Μέρος του παγκόσμιου κεφαλαίου -το πιο «έξυπνο»- έχει καταλάβει ότι και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του συνδέονται με τη σταθεροποίηση του κλίματος και με την σε ένα βαθμό αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα.

Είναι το λεγόμενο «πράσινο» κεφάλαιο. Αυτό πιέζει τις κυβερνήσεις-εκτός από τα κοινωνικοπολιτικά και οικολογικά κινήματα προστασίας του κλίματος και της φύσης-να πάρουν μέτρα για τη σταθεροποίηση του κλίματος. Η πάλη μεταξύ των δύο μορφών κεφαλαίων φαίνεται και στις διεθνείς συναντήσεις για το κλίμα, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

Τι συνέβη π.χ. πριν τη συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης το Δεκέμβριο του 2009 στην οποία υπήρξε ελπίδα και από τα κοινωνικο-οικολογικά κινήματα ότι πράγματι θα παρθούν μέτρα από τη «διεθνή κοινότητα»;

Η Ευρώπη-στην οποία τα συμφέροντα τα συνδεμένα με τα ορυκτά καύσιμα είναι υποδεέστερα σε σχέση με τα συμφέροντα τα συνδεδεμένα με το «πράσινο κεφάλαιο»-με προεξάρχουσα τη Γερμανία απαιτούσε να παρθούν μέτρα που θα είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2020 κατά 20%.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ-των δημοκρατικών πια του Ομπάμα- προσπαθούσε να «περάσει» στο κογκρέσο ένα νόμο για τη μείωση των εκπομπών των ΗΠΑ-όχι στα ποσοστά που απαιτούσε η Ευρώπη βέβαια, αλλά για να πάει στη Κοπεγχάγη με κάτι θετικό.

Όμως η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων αμύνθηκε αντεπιτιθέμενη. Ο Morano μέσω της ιστοσελίδας του climatedepot.com, την οποία έχει συνδέσει με άλλες 1700 ιστοσελίδες, διαμορφώνει στο διαδίκτυο το περιεχόμενο του λεγόμενου σκανδάλου «κλιμαγκέιτ»(Climategate»):

«Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μοντέρνας επιστήμης»! Μέσα σε δύο εβδομάδες η ιστορία για τα μηνύματα των δολίων ερευνητών που παραποιούν τα στοιχεία για το κλίμα, είχε ανέβει σε 25 εκατομμύρια ιστοσελίδες.

Κανένας σχεδόν δημοσιογράφος δεν είχε διαβάσει τα πρωτότυπα των μηνυμάτων των ερευνητών, αλλά σχεδόν όλα τα ΜΜΕ αναπαρήγαγαν με ευχαρίστηση την παρουσίαση του Morano. Το αποτέλεσμα: ο νόμος του Ομπάμα δεν πέρασε, η διάσκεψη της Κοπεγχάγης απέτυχε.

Αργότερα βέβαια, στις αρχές του 2010, ερευνητικές επιτροπές των κοινοβουλίων στις ΗΠΑ και Αγγλία απάλλαξαν τους επιστήμονες από τις κατηγορίες για παραποίηση στοιχείων. Αλλά η είδηση πέρασε στα ψιλά και τις πίσω σελίδες των εφημερίδων. 

Ο Morano έκανε «καλή δουλειά» για τους εργοδότες του. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Michael Mann[2] οι πολέμιοι της κλιματικής αλλαγής πέτυχαν να παρουσιάσουν την ιστορία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι επιστήμονες-ερευνητές να είναι πια υποχρεωμένοι όχι να αποδεικνύουν την ορθότητα των συμπερασμάτων τους, αλλά να απαντούν στις κατηγορίες για απάτη και να αποδεικνύουν την αθωότητά τους. Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης δεν τους πιστεύει πια.

Παρότι έχουν δημιουργήσει και αυτοί μια ιστοσελίδα (realclimate.org) και απαντούν σε κάθε κατηγορία που τους προσάπτεται. Αυτοί πρέπει να αποδεικνύουν κάθε τους θέση με επιστημονικά στοιχεία, ενώ οι αντίπαλοι δεν χρειάζεται να στηρίζουν επιστημονικά τις κατηγορίες τους. Μπορούν να ισχυρίζονται ότι θέλουν στα «ευήκοα αυτιά» των ΜΜΕ.

Ο Morano λέει ότι ο «αγώνας» ενάντια στην επιστημονική επιτροπή του ΟΗΕ έχει κερδηθεί στις ΗΠΑ και αλλού[3]. Έχει μείνει η Ευρώπη, όπου οι άνθρωποι την εμπιστεύονται ακόμα. Ιδίως στη Γερμανία λόγω και της δραστηριότητας των «Πράσινων».[4]

Με όλες αυτές τις εξελίξεις που πέτυχαν «οι πολέμιοι του κλίματος» και η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων από πίσω τους, αλλά και στο διεθνές περιβάλλον της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης οι προσπάθειες για δεσμευτικές συμφωνίες από τις κυβερνήσεις για μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου μένουν άκαρπες. 

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η αναζήτηση νέων αγορών με κάθε κόστος έχει σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται το περιβάλλον σαν κατεξοχήν πεδίο κερδοφορίας και να ιδιωτικοποιούνται περαιτέρω πρωταρχικής σημασίας φυσικά κοινά για όλους αγαθά όπως για την ενέργεια, νερό, δάση κ.λπ.

Η πρόσβαση των λαών σε περιβαλλοντικά αγαθά ελέγχεται πλέον από τους κανόνες της αγοράς.

Η συνάντηση στη Ντόχα με αντικείμενο τη 2η φάση του πρωτοκόλλου του Κυότο, αναμένεται να οδηγήσει σε συμμετοχή ακόμα λιγότερων κρατών από την αρχική συμφωνία του 1997. Πέρα των χωρών όπως οι ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία και Βραζιλία, πρόσφατα και άλλες χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ρωσία, ο Καναδάς και η Ν. Ζηλανδία έχουν δηλώσει ότι δεν πρόκειται να υπογράψουν για δεύτερη δεσμευτική περίοδο.

Δε θα πρέπει να περιμένουμε και πολλά λοιπόν από τη Ντόχα. Και αυτό θα συμβαίνει ενόσω περιμένουμε να δώσουν τη λύση οι κυβερνήσεις «μας».

Τη λύση θα τη δώσουν οι ανθρώπινες κοινότητες, όταν αποφασίσουν να πληρώσουν τα «οικολογικά χρέη» προς τις επόμενες γενιές τους. Όταν αποφασίσουν να αφήσουν πίσω τους τον πολιτισμό της «ανάπτυξης», για να δημιουργήσουν τις δημοκρατικές-όχι δια αντιπροσώπων- κοινωνίες της ισοκατανομής πλούτου και εξουσίας με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα.

Μέχρι να γίνει αυτό-γιατί θα είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, αν ποτέ επιλεχθεί από τις πλειοψηφίες- καλό θα είναι το κίνημα ενάντια στην αλλαγή του κλίματος, συμμαχώντας και με τους εκφραστές του έξυπνου «πράσινου» κεφαλαίου, να πετύχουν να παρθούν μέτρα από όσο γίνεται περισσότερες χώρες. Για να μας δώσουν μια χρονική παράταση να περάσουμε στη παραπάνω γενικότερη λύση.-
Γιώργος Κολέμπας
 
Όλο το εκτενέστερο άρθρο στο:
https://www.topikopoiisi.com/1/post/2012/11/178.html


[1] Τα περισσότερα στοιχεία αντλήθηκαν από άρθρα ενός αφιερώματος της εβδομαδιαίας γερμανικής εφημερίδας Die Zeit: « Die Klimakrieger», στην έκδοση της 22ας Νοεμβρίου 2012.

[2] Ο οποίος απειλείται μάλιστα μαζί με την οικογένειά του από τους ακραίους με μηνύματα, με φάρσες, με απώλεια του ακαδημαϊκού τίτλου και απόλυση από το Πανεπιστήμιο

[3] Ο ίδιος πια αφιερώνεται στον «αγώνα» ενάντια στις Ανανεώσιμες Μορφές Ενέργειας, που είναι αυτή τη στιγμή η «εμπροσθοφυλακή» των πράσινων πολιτικών.

[4] Οι Χριστιανοδημοκράτες και η Μέρκελ έχουν αντιληφθεί ότι το γερμανικό «πράσινο κεφάλαιο» μπορεί να πάρει την πρωτοκαθεδρία στο κόσμο στηριζόμενο στην ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας και τεχνολογίας. Γι αυτό και οι κρατικές επιδοτήσεις προς αυτούς τους τομείς στα πριν της κρίσης χρόνια. Με την έλευση όμως της κρίσης των χρεών της ευρωζώνης και με την ανάληψη της «σωτηρίας» από τη Μέρκελ μέσω της καθολικής λιτότητας, έχουμε σταμάτημα και κάθε πρωτοβουλίας από τη μεριά της Γερμανίας για μέτρα ενάντια στη κλιματική αλλαγή. Αντίθετα  όλο και λιγοστεύουν οι αντίστοιχες επιδοτήσεις π.χ των ΑΠΕ.