Έπειτα από μια 25ετία ατελέσφορης διαμάχης Αθηνών-Σκοπίων για το όνομα «Μακεδονία», αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα η προοπτική της τελικής λύσης. Καθώς οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τον τελευταίο χρόνο, όλοι δείχνουν όλο και πιο διατεθειμένοι να απομακρύνουν το τελευταίο «αγκάθι» που εμποδίζει την περαιτέρω ενίσχυση των διμερών σχέσεων: το Ονοματολογικό. Όμως το πρόβλημα της ονομασίας συνεχίζει να είναι περίπλοκο και να προκαλεί ποικίλα συναισθηματικά αντανακλαστικά και στις δύο πλευρές. Αν τελικά επικρατήσουν ο πολιτικός ρεαλισμός, ο αμοιβαίος συμβιβασμός και τα κοινά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα μια αμοιβαία αποδεκτή λύση θα έρθει σύντομα.

Ads

Στη Νέα Υόρκη την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου το 2018 ο ειδικός μεσολαβητής του ΟΗΕ για το ζήτημα, Μάθιου Νίμιτς κετέθεσε πέντε υποψήφια ονόματα στους διαπραγματευτές Ελλάδος και ΠΓΔΜ:

  • Republika Nova Makedonija (Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας)
  • Republika Severna Makedonija (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας)
  • Republika Gorna Makedonija (Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας)
  • Republika Vardarska Makedonija (Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη)
  • Republika Makedonija (Skopje) [Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια).

Η σύντομη γραφή των ονομάτων προτείνεται αντιστοίχως να είναι Nova Makedonija, Severna Makedonija, Gorna Makedonija, Vardarska Makedonija και Makedonija (Skopje). Η χρήση του ονόματος πρέπει να είναι erga omnes, δηλαδή θα ισχύει διεθνώς τόσο σε διεθνείς οργανισμούς όσο και για τις διμερείς σχέσεις της χώρας.

Προτού ωστόσο διαφανεί ποια θα είναι η τελική κατάληξη των διαπραγματεύσεων και πιο θα είναι πιθανότερο υποψήφιο όνομα για την ονομασία της γειτονικής μας χώρας, είναι σκόπιμο να κάνουμε μια απαραίτητη ιστορική αναδρομή και ανακεφαλαίωση της περιπέτειας του λεγόμενου «Μακεδονικού ζητήματος» από την εμφάνιση του ως σήμερα καθώς και της διένεξης Αθηνών-Σκοπίων γύρω από το όνομα Μακεδονία και όχι μόνόν…

Ads

Έχουν περάσει 27 χρόνια από την έναρξη της διαδικασίας αιματηρής διάλυσης και κατακερματισμού της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας (SFRJ) και το ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους της ΠΓΔΜακεδονίας συνεχίζει ν’ αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για την ανάδειξη της Ελλάδας σε υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη στα Βαλκάνια. Από τη στιγμή που τα Σκόπια κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, η Αθήνα, ενώ θα έπρεπε να αισθάνεται ικανοποιημένη από το νέο γεωπολιτικό πλουραλισμό των Βαλκανίων που ολοφάνερα την ευνοούσε, αντέδρασε αμήχανα, σχεδόν σπασμωδικά, προβάλλοντας μια έντονα εχθρική στάση απέναντι στον μικρό και νεότευκτο γείτονα της, που έδειχνε να την αψηφεί. Αιτία ήταν το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, που τα Σκόπια επέλεξαν για να δώσουν στο νέο τους κράτος.

Από το «Ρούμ Μιλετί» στα εδαφικά έθνη: Η περίπτωση της Μακεδονίας

Για την ελληνική πλευρά το όνομα Μακεδονία συνδέονταν άρρηκτα με την ελληνική ιστορία και συγκεκριμένα με την ένδοξη εποποιία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποτελώντας έτσι αναπαλλοτρίωτο «κτήμα ες αεί» του Ελληνισμού. Μια χώρα διεθνώς αναγνωρισμένη με το όνομα «Μακεδονία» θα αποτελούσε απειλή όχι μόνον για την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά του ελληνικού έθνους, αλλά και για την εδαφική ακεραιότητα της βόρειας Ελλάδας, το μεγαλύτερο τμημα της οποίας ονομάζεται επίσης Μακεδονία. Πόσο μάλιστα όταν αυτή η χώρα χρησιμοποιούσε σύμβολα και χάρτες, που καλλιεργούσαν διεκδικήσεις ελληνικών εδαφών.

Για τους κατοίκους όμως της γειτονικής μας χώρας το όνομα Μακεδονία αποτελούσε το μόνο ασφαλή αυτοπροσδιορισμό που επέτρεπε σ’ αυτό το νεόκοπο βαλκανικό έθνος να οικοδομήσει μια ανεξάρτητη εθνική ταυτότητα, μακριά από τις αφομοιωτικές επιρροές των Βουλγάρων και των Σέρβων. Χρησιμοποιήθηκε έντεχνα, ώστε να μεταγραφεί η ιστορία της περιοχής προς την κατεύθυνση νομιμοποίησης του λεγόμενου «μακεδονικού λαού», που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε αντικείμενο διεκδίκησης τριών ανταγωνιστικών μεταξύ τους βαλκανικών εθνικισμών.Πριν από έναν αιώνα οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας θεωρούνταν από τους Βούλγαρους «Βούλγαροι της δύσης», από τους Σέρβους «Σέρβοι του νότου» και από τους Έλληνες «εκσλαβισμένοι Έλληνες».

Στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας διαμοιράστηκε ανάμεσα στα νικηφόρα βαλκανικά κράτη, με τη χώρα μας να παίρνει τη «μερίδα του λέοντος»: το 51% του συνολικού εδάφους. Όταν απελευθερώθηκε η ελληνική Μακεδονία και πριν λάβει χώρα η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 που άλλαξε μια για πάντα το εθνογραφικό τοπίο στη βόρεια Ελλάδα, ο πληθυσμός της περιοχής αποτελούνταν κατά 43% από Eλληνoρθόδοξους, 40% από μουσουλμάνους, 10% από Βούλγαρους Εξαρχικούς και 7% διάφορους (Αγγελόπουλος 1979). Βέβαια, οι ελληνικές απογραφές δεν λάμβαναν υπόψιν τους τη μητρική γλώσσα και την εθνοτική καταγωγή αυτών των πληθυσμών, αλλά τη σχέση τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την ελληνική εκπαίδευση και, κυρίως, την ελληνική εθνική συνείδηση. Και πολύ καλά έκαναν. Μέχρι το 1912 στο χώρο της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί κυριαρχούσαν στα νότια και οι σλαβόφωνοι στα βόρεια. Ο Ελληνισμός όμως διέθετε ισχυρά ερείσματα στα αστικά κέντρα ολόκληρης της Μακεδονίας, εξ αιτίας των εμπορικών και εκπαιδευτικών του δικτύων και χάρη στην εξελληνιστική πολιτική του Πατριαρχείου που παρά τις αντιξοότητες και τα εμπόδια συνεχίζονταν.

Αξιοσημείωτο είναι πως μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, απουσία ανάπτυξης οποιασδήποτε εθνικής ιδεολογίας, όλοι οι ορθόδοξοι κάτοικοι των Βαλκανίων αποκαλούνταν από τις Οθωμανικές αρχές «Ρουμ» (δηλαδή Ρωμιοί), επειδή άνηκαν στο Ρουμ Μιλετί (στους πιστούς του Πατριαρχείου). Την ίδια περίοδο όλοι οι έμποροι και οι μορφωμένοι κάτοικοι των βόρειων Βαλκανίων, ανεξαρτήτου εθνοτικής καταγωγής και γλώσσας, αποκαλούνταν «Έλληνες». Ακόμη και τον 19ο αιώνα σχεδόν κάθε έμπορας των Βαλκανίων αποκαλούνταν Γκρκ, δηλαδή «Έλληνας», γεγονός που, όπως σωστά επισημαίνει και ο Έλληνας γεωπολιτικός Γεώργιος Πρεβελάκης, συνδέει τη συλλογική ταυτότητα του μεταγενέστερου νεωτερικού έθνους με την επαγγελματική εξειδίκευση, την οικονομική δραστηριότητα στις πόλεις και γενικώς την προσαρμογή στο περιβάλλον.Αντίστοιχα με τους «εμπόρους Έλληνες», όλοι οι αγρότες των κεντρικών και βόρειων Βαλκανίων αποκαλούνταν «Σλάβοι» –μάλιστα οι χωρικοί των Βαλκανίων αποκαλούνταν αδιακρίτως «Βούλγαροι»– και όλοι οι νομάδες βοσκοί της χερσονήσου μας «Βλάχοι».

Η επέλαση του εθνικισμού τον 19ο αιώνα και η συγκρότηση των πρώτων εθνικών κρατών στα Βαλκάνια κλόνισε αυτές της συλλογικές ταυτότητες προς όφελος της δημιουργίας των εδαφικών εθνών, που τελικά κυριάρχησαν. Από τη μια άκρη των Βαλκανίων ως την άλλη οι διανοούμενοι άρχισαν να οικοδομούν ξεχωριστές εθνικές ταυτότητες βασισμένες κυρίως στη γλώσσα και στην κοινή ιστορία. Αυτές οι εθνικιστικές ιδεολογίες γρήγορα εξαπλώθηκαν και δεν άργησαν να προσβάλουν και τους σλαβόφωνους κατοίκους της Μακεδονίας, που μέχρι τότε βρισκόντουσαν σε μια «γκρίζα ζώνη», μετέωροι και διεκδικούμενοι από τους άλλους βαλκανικούς εθνικισμούς, που ορέγονταν την εξέχουσα γεωπολιτική θέση της Μακεδονίας: «Όποιος ελέγχει τη Μακεδονία κρατά τα κλειδιά της Βαλκανικής» (Γιόβαν Τσβίιτς, Σέρβος εθνολόγος).

Η κατασκευή της «μακεδονικής» ταυτότητας

Η κατασκευή της λεγόμενης «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και αποκρυσταλλώθηκε την τιτοϊκή περίοδο με την ίδρυση της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της «Μακεδονίας». Επειδή οι Σλάβοι κάτοικοι της κεντρικής και βόρειας Μακεδονίας συνδέονταν γλωσσικά και πολιτιστικά με τους Βούλγαρους, έπρεπε να βρεθεί ένα ισχυρό στοιχείο διαφοροποίησης, πάνω στο οποίο θα οικοδομούνταν μια ανεξάρτητη ταυτότητα. Και το στοιχείο αυτό επιλέχθηκε να είναι η σύνδεση αυτού του λαού όχι μόνον με το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, αλλά και με την προ-σλαβική ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας.

Επρόκειτο για μια περίπλοκη επιχείρηση, για την οποία έπρεπε να επιστρατευτούν οι επιλεκτικές γνώσεις των ιστορικών, διαγράφοντας μεγάλα τμήματα της ιστορίας της Μακεδονίας και κατασκευάζοντας επιμελώς ορισμένα άλλα. Έτσι, η εθνογένεση των νέων «Μακεδόνων» όχι μόνον ανάχθηκε στην εποχή της εγκατάστασης των Σλάβων στα Βαλκάνια (5ος-7ος μ.Χ. αιώνας), αλλά πήγε ακόμη πιο πριν, στους αρχαίους Θράκες, τμήμα των οποίων υποστήριζαν πως αποτελούσαν και οι αρχαίοι Μακεδόνες. Μια ολόκληρη βαλκανική μυθολογία επινοήθηκε από την αρχή για να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός ακόμη «έθνους» κι ενός νέου κράτους στα πλαίσια της ομόσπονδης σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Το όλο σχέδιο της κατασκευής της ιστορίας του λεγόμενου «μακεδονικού έθνους» σχεδιάστηκε και υποστηρίχτηκε από το τιτοϊκό καθεστώς της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ως ένα όχημα προώθησης των αλυτρωτικών ή μεγαλογιουγκοσλαβικών βλέψεων σε βάρος των γειτονικών βαλκανικών κρατών και συγκεκριμένα της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, στις οποίες υποστήριζαν πως διαβιούσαν μεγάλοι πληθυσμοί αλύτρωτων «Μακεδόνων».

Δεν ήταν όμως μόνον ο Τίτο που βοήθησε στην κατασκευή του «μακεδονικού έθνους». Πρέπει να σημειωθεί πως στις αρχές του 20ου αιώνα τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Σέρβοι, υποστήριζαν με διάφορους τρόπους την ύπαρξη ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας για τους Σλάβους της Μακεδονίας, προκειμένου να αποτρέψουν την ενσωμάτωση τους στο δυναμικά ανερχόμενο βουλγαρικό έθνος, με το οποίο συνδέονταν γλωσσικά και ιστορικά. Προς αυτή την κατεύθυνση οι Έλληνες δημοσίευαν στις αρχές του 20ου αιώνα προπαγανδιστικά έντυπα με ελληνικό αλφάβητο αλλά στη «σλαβομακεδονική διάλεκτο», υποστηρίζοντας πως οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της περιοχής δεν ήταν Βούλγαροι, δηλαδή δεν ήταν Σλάβοι, αλλά απόγονοι των ένδοξων αρχαίων Μακεδόνων!

Σε χάρτες μάλιστα που εξέδωσε το 1918 η κυβέρνηση Βενιζέλου αρκετές βόρειες περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας φέρονται να κατοικούνται από «Macedonian Slavs». Το αστείο στην υπόθεση ότι μεταξύ 1918-1926 το ελληνικό κράτος άλλαξε τρεις φορές την επίσημη ονομασία των σλαβόφωνων μειονοτικών της Μακεδονίας! Ενώ το 1918 τους αποκαλούσαν «Μακεδόνες Σλάβους», το 1924, με το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, τους αναγνώρισαν ως βουλγαρική μειονότητα και το 1926, ο Θ. Πάγκαλος συμφώνησε με το Βελιγράδι να αναγνωρίσει τη μειονότητα ως… σερβική!

Οι Σέρβοι από την πλευρά τους, προσπαθώντας να αποκτήσουν ερείσματα στην εθνολογική διεκδίκηση της Μακεδονίας, υποστήριζαν πως οι Σλάβοι αυτής της περιοχής ήταν μια «μεταβατική ομάδα» ανάμεσα σε Σέρβους και Βούλγαρους. Μάλιστα, ο περίφημος Σέρβος εθνολόγος Γιόβαν Τσβίιτς ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε χάρτη, όπου απεικονίζονταν ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα με το ουδέτερο όνομα «Μακεδονοσλάβοι».

Στη διάρκεια του μεσοπολέμου οι «Μακεδονοσλάβοι» του Γιουγκοσλαβικού βασιλείου, παρά την εκσερβιστική πολιτική του Βελιγραδίου, ανέπτυξαν ακόμη περισσότερο την ξεχωριστή εθνική τους ταυτότητα σε σημείο ώστε να είναι αδύνατον να ταυτιστούν πλέον με τους Σέρβους ή τους Βουλγάρους.

Αργότερα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας, με παρέμβαση του ίδιου του Τίτο, αναγνώρισε πως είχε σημαντικούς πολιτικούς λόγους να διακηρύξει την ύπαρξη των «Μακεδόνων» ως ξεχωριστό έθνος και να τους χρησιμοποιήσει ως συστατικό στοιχείο για την οικοδόμηση της ομόσπονδης σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Με την κίνηση αυτή ο πραγματιστής Τίτο πετύχαινε πολλά. Εμπόδιζε τους Σέρβους να απορροφήσουν την περιοχή. Προσέφερε άλλοθι στους βουλγαρίζοντες πληθυσμούς της Γιουγκοσλάβικης Μακεδονίας, που είχαν σε μεγάλο βαθμό δεχθεί τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής ως «απελευθερωτές». Τους νομιμοποιούσε αναβαπτίζοντας τους σε «Μακεδόνες», κερδίζοντας μ΄ αυτό τον τρόπο την αφοσίωση τους.

Για να το πετύχει όμως αυτό έπρεπε πρώτα να εξαλείψει κάθε αίσθημα βουλγαρικής εθνικής συνείδησης των κατοίκων της περιοχής, που ήταν ακόμη αρκετά διαδεδομένο. Ανομολόγητος βέβαια στόχος της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας ήταν να χρησιμοποιήσει την ύπαρξη του νεόκοπου «μακεδονικού έθνους» ως μηχανισμού επέκτασης του γιουγκοσλαβικού ελέγχου στη Βουλγαρία και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου υποτίθεται πως ζούσαν σημαντικοί πληθυσμοί «αλύτρωτων Μακεδόνων». Και θα το πετύχαινε αν η έκβαση του ελληνικού Εμφύλιου Πόλεμου (1944-1949) ήταν διαφορετική…

Η διαμάχη Αθήνας-Σκοπίων: το νέο «Μακεδονικό Ζήτημα»

Στα 47 χρόνια (1944-1991) της ύπαρξης του στα πλαίσια της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (SFRJ) το ομόσπονδο κρατίδιο των Σκοπίων υπάκουε γενικώς στην πολιτική του Βελιγραδίου, που κατέπνιγε τους επιμέρους εθνικισμούς. Δεν ασκούσε αυτόνομη πολιτική αλυτρωτισμού και δεν υποστήριζε φανερά τουλάχιστον τις σλαβομακεδονικές οργανώσεις της διασποράς. Στα πλαίσια της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας ο σλαβομακεδονικός αλυτρωτισμός χρησιμοποιούνταν κατά διαστήματα και όχι συστηματικά ως μέσο πίεσης κατά της Ελλάδας με στόχο την εξασφάλιση διευκολύνσεων στο σημαντικό για τη βαλκανική ενδοχώρα λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Όλη αυτή την περίοδο οι Σλάβοι κάτοικοι της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας πέτυχαν αρκετά.Κατάφεραν να αναγνωριστούν ως ξεχωριστός λαός και «έθνος», να αναγνωριστεί η γλώσσα τους, ακόμη και η αυτονομία της λεγόμενης «μακεδονικής» εκκλησίας. Κατάφεραν να στήσουν έναν προπαγανδιστικό μηχανισμό, που διακήρυττε διεθνώς πως αυτοί ήταν οι «πραγματικοί Μακεδόνες» και πως οι Έλληνες κατείχαν εδάφη τους και καταπίεζαν μια πολυάριθμη μειονότητα τους, τους «Αιγαιάτες Μακεδόνες», που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους ανέρχονταν στις 200.000-300.000! Κατάφεραν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους διεθνώς σε σημείο ώστε το όνομα Μακεδονία να ταυτίζεται από τρίτους με τα Σκόπια και όχι με τη Θεσσαλονίκη.

Μέσα σ’ αυτά τα 47 χρόνια μεγάλωσαν δύο γενιές Σλάβων των Σκοπίων πιστεύοντας πως είναι «Μακεδόνες» και τίποτε άλλο. Η εμβρυακή εθνική ταυτότητα των «Μακεδόνων», που έφερε στο φως ο Τίτο, είχε πλέον ενηλικιωθεί και παγιωθεί. Όταν μια μέρα το ελληνικό κράτος «ξύπνησε» και προσπάθησε να αντιδράσει π.χ. μετονομάζοντας το 1988 το Υπουργείο Βορείου Ελλάδος σε «Μακεδονίας-Θράκης» ή βαπτίζοντας το διεθνές αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης σε «Αεροδρόμιο Μακεδονία», ήταν πλέον αργά. Οι κάτοικοι της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας σχεδόν μονοπωλούσαν διεθνώς το όνομα Μακεδονία.

Όταν στις 17 Σεπτεμβρίου του 1991 η βουλή των Σκοπίων ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας, αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της Γιουγκοσλαβίας, με το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», η Ελλάδα και η ελληνική κοινή γνώμη παρακολουθούσε αμήχανη και μουδιασμένη τις εξελίξεις. Το όνομα της χώρας, οι αναφορές στο νεόκοπο σύνταγμα της για «τμήματα του ‘’μακεδονικού λαού’’ που ζουν ως εθνικές μειονότητες στις γειτονικές χώρες», η υιοθέτηση του δεκαεξάκτινου αστέρα της Βεργίνας ως σημαίας του κράτους, η έκδοση γραμματοσήμων με το Λευκό Πύργο και η δημοσίευση χαρτών της «Ενιαίας Μακεδονίας» με την ελληνική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη ως φυσική «πρωτεύουσα» της, εξόργισαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την ελληνική πλευρά. Η ελληνο-«μακεδονική» διαμάχη είχε πλέον ξεσπάσει.

Στις εθνικιστικές προκλήσεις των Σκοπίων οι ελληνικές αντιδράσεις ήρθαν καθυστερημένα ήταν σπασμωδικές, υπερβολικές και συχνά παράλογες, όπως π.χ. η πρόταση να μετονομαστεί η χώρα μας σε «Ελλάδα-Μακεδονία» ή η πρόταση κάποιων βουλευτών της ΝΔ για άμεση μεταφορά της πρωτεύουσας στη Θεσσαλονίκη! Διαδηλώσεις κατά της πολιτικής των Σκοπίων πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες ελληνικές πόλεις, με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Νομίσματα κόπηκαν με το Αστέρι της Βεργίνας και την κεφαλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το ελληνικό κράτος τύπωσε και μοίρασε εκατομμύρια έντυπα και αυτοκόλλητα με το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι Ελληνική». Ομογενειακές οργανώσεις του εξωτερικού κινητοποιήθηκαν για να πείσουν τις κυβερνήσεις των χωρών τους να μην αναγνωρίσουν τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία. Η Ελλάδα εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη στην ιστορία της διεθνή διαφημιστική εκστρατεία προκειμένου να πείσει τον υπόλοιπο κόσμο να μην αναγνωρίσει το νεοσύστατο γειτονικό κράτος με το συνταγματικό του όνομα, προβάλλοντας επιχειρήματα ότι το όνομα Μακεδονία και ό,τι σχετίζεται μ’ αυτό άνηκαν αποκλειστικά στην Ελλάδα και στον Ελληνισμό.

Παρά την τεράστια και πρωτοφανή διαφημιστική της εκστρατεία η Ελλάδα δεν πέτυχε παρά πενιχρά αποτελέσματα. Ελάχιστες κυβερνήσεις αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα, ενώ μέχρι το 2015 σχεδόν 140 χώρες (ανάμεσα τους ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Μ. Βρετανία, Γερμανία κλπ.) αναγνώρισαν τη χώρα με το συνταγματικό της όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δείχνοντας απροθυμία να ασπαστούν τους ελληνικούς φόβους σχετικά με την ‘επεκτατικότητα» του γειτονικού κρατιδίου. Αντίθετα πολλοί άρχισαν να μιλούν για «παραλογισμό» των Ελλήνων και για πιθανή εμπλοκή της χώρας μας στους γιουγκοσλαβικούς πολέμους που φούντωναν. Στα μάτια των ξένων αναλυτών η Ελλάδα, με την υπερβολική στάση της στο ζήτημα των Σκοπίων, καθίστατο αυτομάτως τμήμα του «βαλκανικού προβλήματος». Πολλοί μάλιστα συνιστούσαν στην ελληνική πλευρά «ψυχραιμία», υποστηρίζοντας πως το όνομα Μακεδονία δεν συνδέονταν απαραίτητα με εδαφικές βλέψεις.

Ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών

Εκνευρισμένη από την αδιάλλακτη στάση των Σκοπιών και αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο να απομονωθεί και να χάσει την αξιοπιστία της, η Αθήνα αποφάσισε να μεταφέρει τη διένεξη της με τα Σκόπια σε επίπεδο ΟΗΕ και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το «όπλο» της σ’ αυτή την περίπτωση ήταν το βέτο. Τα υπόλοιπα 11 μέλη της ΕΕ δεν αρνήθηκαν στην Ελλάδα τη νόμιμη διεκδίκηση ενός εθνικού της συμφέροντος. Για να μη δυσαρεστήσουν λοιπόν τη χώρα μας επέδειξαν την περιβόητη «κοινοτική αλληλεγγύη» μη αναγνωρίζοντας τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα –ουσιαστικά όμως αποδέχονταν το όνομα Μακεδονία στις διμερείς τους σχέσεις με τα Σκόπια– αλλά συνέστησαν στις δύο πλευρές να δείξουν μετριοπάθεια και να διαπραγματευτούν μια κοινά αποδεκτή λύση. Αξιωματούχοι μάλιστα της ΕΕ προθυμοποιήθηκαν να μεσολαβήσουν για την εξεύρεση προτάσεων και λύσεων που θα ικανοποιούσαν και τις δύο πλευρές, ώστε να σταματήσει αυτή η «άνευ ουσίας» διένεξη που απειλούσε με αποσταθεροποίηση τα κεντρικά Βαλκάνια.

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 η Ελλάδα πέτυχε στις Βρυξέλλες τη δέσμευση των υπολοίπων χωρών της ΕΕ να μην αναγνωρίσουν την αποσχισθείσα Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, προτού εξασφαλιστούν εγγυήσεις ότι δεν τρέφει εδαφικές διεκδικήσεις ούτε κι ασκεί εχθρική προπαγάνδα κατά της Ελλάδας. Για την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη επρόκειτο για ελληνικό «θρίαμβο». Υπήρχαν όμως και «κεραυνοί» από την πλευρά της Ευρώπης. Στις 11/1/1992 η επιτροπή Μπανταντέρ από το Παρίσι αποφάνθηκε πως «η χρήση του ονόματος ‘’Μακεδονία’’ δεν θα μπορούσε να συνεπάγεται εδαφική διεκδίκηση έναντι άλλου κράτους», ανοίγοντας έτσι το δρόμο για έμμεση αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με το συνταγματικό του όνομα.

Η Ελλάδα απάντησε με μαζική διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη τις 14 Φεβρουάριου του 1992, εικόνες της οποίας μεταδόθηκαν από όλα τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων. Τρεις μέρες αργότερα στη Λισσαβόνα οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ολλανδίας και της Δανίας πίεσαν την Ελλάδα για αναγνώριση της ΠΓΔΜ. Η στάση τους ώθησε τον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Αντώνη Σαμαρά να ανεχθεί το μποϊκοτάζ εναντίον ολλανδικών και δανέζικων προϊόντων, που προωθούσαν τότε τα ελληνικά ΜΜΕ. Ο κίνδυνος του εμπορικού πολέμου, των κυρώσεων και της απομόνωσης της Ελλάδας μέσα στην ΕΕ ήταν πλέον ορατός. Αξιωματούχοι της ΕΕ αποφάσισαν να μεσολαβήσουν.

Την 1η Απριλίου του 1992 ο προεδρεύον της ΕΕ Υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας Α. Ντ. Πινέιρο κατέθεσε στον Α. Σαμαρά προτάσεις για τη ρύθμιση του προβλήματος με τα Σκόπια. Οι προτάσεις αυτές, γνωστές και ως «πακέτο Πινέιρο», περιλάμβαναν σχέδια για μια «Συνθήκη επιβεβαίωσης των συνόρων», αποκήρυξη εδαφικών βλέψεων και προπαγάνδας εκ μέρους των Σκοπίων και πρόταση για την ονομασία «Νέα Μακεδονία». Αν και οι προτάσεις αυτές ήταν ευνοϊκές για την ουσία των ελληνικών θέσεων, δεν έγιναν αποδεκτές από την ελληνική κυβέρνηση που είχε επιλέξει τη λεγόμενη «γραμμή Σαμαρά», δηλαδή την αδιάλλακτη εθνικιστική στάση, που αρνούνταν αναγνώριση των Σκοπίων με το όνομα «Μακεδονία» ή παράγωγά του. Η ελληνική πλευρά πρότεινε διάφορες ονομασίες για το κράτος των Σκοπίων όπως «Δαρδανία», «Παιονία», «Κεντρική Βαλκανική Δημοκρατία», «Νοτιοσλαβία», «Μακεδονική Δημοκρατία των Σκοπίων», «Δημοκρατία των Σκοπίων» κ.α. Η κυβέρνηση των Σκοπίων δεν δέχθηκε να συζητήσει καμιά από αυτές τις προτάσεις θεωρώντας τες γελοίες και απαράδεκτες. Τα τρίτα μέρη από την άλλη, που επιθυμούσαν διευθέτηση του προβλήματος με αμοιβαίες υποχωρήσεις, πρότειναν στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές ονόματα όπως «Νέα Μακεδονία», «Βόρεια Μακεδονία», «Άνω Μακεδονία» και «Μακεδονία του βαρδάρη». Όμως, όπως αναφέραμε η θέση της Ελλάδας ήταν να μην δεχθεί ονομασία των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία ή παράγωγα του. Το χάσμα των δύο πλευρών ήταν αγεφύρωτο.

Στις 14 Ιουνίου του 1992, κι ενώ οι άλλες χώρες της ΕΕ με πρώτες τη Γερμανία και τη Μ. Βρετανία είχαν ήδη προχωρήσει σε μονομερή αναγνώριση των Σκοπίων, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταβτίνος Μητσοτάκης πρότεινε στους ομολόγους του τη φόρμουλα της «διπλής ονομασίας» των Σκοπίων: ένα «ουδέτερο» επίσημο διεθνές όνομα, που δεν θα θίγει τις ελληνικές θέσεις και στο εσωτερικό, αποκλειστικά για «εγχώρια» χρήση, το όνομα «Μακεδονία». Η πρόταση αυτή, που παρουσιάστηκε ως συμβιβαστική από τον ελληνικό τύπο, έδινε το δικαίωμα στους κατοίκους των Σκοπίων να αποκαλούνται «Μακεδόνες» αλλά μόνον στο εσωτερικό της χώρας τους.

Ένα χρόνο αργότερα η κυβέρνηση του Κίρο Γκλιγκόροφ αντιπρότεινε το δικό της σχέδιο «διπλής ονομασίας»: Η Ελλάδα θα μπορούσε να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε όνομα επιθυμούσε αναφερόμενη στα Σκόπια, όμως η διεθνής κοινότητα θα την αποκαλούσε με το συνταγματικό της όνομα. Σε συνέντευξη (22/1/2002), που έδωσε ο τέως πρόεδρος της ΠΓΔΜ Κίρο Γκλιγκόροφ (1917-2012), ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της προεδρίας του δεν υπήρξε ποτέ πρόταση στον ίδιο εκ μέρους της Ελλάδας αναφορικά με το όνομα: «Όταν εμείς προτείναμε τη χρήση διπλής ονομασίας, διότι δεν μπορούμε να επιβάλλουμε στην Ελλάδα να μας αποκαλεί όπως εμείς θέλουμε, ο τότε εκπρόσωπός της είπε ότι πρέπει να συνεννοηθεί με την κυβέρνηση. Στην επόμενη συνάντηση είπε ότι η Ελλάδα επιθυμεί γραπτή πρόταση. Δώσαμε και γραπτή πρόταση αλλά απάντηση δεν πήραμε».

To όνομα μας είναι η ψυχή μας, υποστήριζαν τότε οι λεγόμενοι «Μακεδόνες», που δεν ήθελαν να κάνουν την παραμικρή υποχώρηση στο ζήτημα του ονόματος. «Χάνοντας αυτό το όνομα, χάνουμε την ταυτότητα μας… Αν παραμείνουμε δίχως όνομα θα αναζωπυρωθούν οι παλιές διενέξεις και οι παλιές ορέξεις…», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρώην Πρόεδρος των Σκοπίων Κίρο Γκλιγκόροφ. Για να αμβλύνει ωστόσο τις ελληνικές αντιδράσεις ο ίδιος είχε δηλώσει ότι «είμαστε Σλάβοι και ήρθαμε σε αυτή την περιοχή τον 6ο αιώνα… δεν είμαστε απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων».

Στη σύνοδο κορυφής πάντως της Λισσαβόνας (26-27/6/1992) η Ελλάδα, έχοντας άρει προηγουμένως το βέτο για τη χρηματοδότηση της Τουρκίας με πόρους της ΕΕ, εξασφάλισε μια ευνοϊκή γι’ αυτήν απόφαση: ΄το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να αναγνωρίσει τα Σκόπια με μια ονομασία που δεν θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία». Η κυβέρνηση καυχιόταν για «εθνική επιτυχία», ενώ το ΠΑΣΟΚ την κατηγόρησε για «μειοδοσία». Στα Σκόπια ξέσπασε κυβερνητική κρίση και η Βουλή της χώρας ψήφισε διακήρυξη που απέρριπτε ως απαράδεκτη την απόφαση της Λισσαβόνας. Στις αρχές Ιουλίου παρεμβαίνει και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ζητώντας να αναιρεθεί η απόφαση της Λισσαβόνας. Ενθαρρυμένος ο πρόεδρος Γκλιγκόροφ ζητεί στις 30/7/1992 με επιστολή του στον γ.γ. του ΟΗΕ άμεση ένταξη της χώρας του με το όνομα «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Και στις 11 Αυγούστου του 1992 η Βουλή των Σκοπίων προβαίνει σε μια προκλητική κίνηση αποφασίζοντας να υιοθετήσει το Αστέρι της Βεργίνας ως εθνόσημο και σημαία της χώρας.

Η Ελλάδα αντέδρασε με κήρυξη εμπάργκο πετρελαίου κατά της ΠΓΔΜ, πράγμα που οδήγησε στην αύξηση του λαθρεμπορίου ανάμεσα στις δύο χώρες. Λίγους μήνες αργότερα ο Βρετανός απεσταλμένος της προεδρίας της ΕΕ Ρόμπιν ο’ Νηλ συντάσσει έκθεση όπου αναφέρει πως τα Σκόπια είναι πρόθυμα να αλλάξουν το όνομα τους σε «Δημοκρατίας της Μακεδονίας (Σκόπια)» και πως αυτό πρέπει να γίνει γρήγορα ώστε να σταθεροποιηθεί η χώρα που κινδυνεύει από το «σημερινό στάτους της μη αναγνώρισης της Δημοκρατίας». Τον Δεκέμβριο του 1992 η απόφαση της Λισσαβόνας είχε ενταφιαστεί και στις 7 Απριλίου του 1993 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφασίζει να εντάξει στους κόλπους του τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Αντιλαμβανόμενος ότι το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων έπρεπε να κλείσει πριν να είναι πολύ αργά για την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ήρθε σε ρήξη με τη «σκληρή γραμμή» στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος και ιδιαίτερα με τον Α. Σαμαρά, που αργότερα θα αποσκιρτούσε και θα ίδρυε δικό του πολιτικό κόμμα, την «Πολιτική Άνοιξη». Στις 14 Μαίου του 1993οι διαπραγματευτές του ΟΗΕ Βανς και Όουεν πρότειναν σχέδιο σύμφωνα με το οποίο η ΠΓΔΜ θα ονομαζόταν επίσημα «Nova Makedonija», θα άλλαζε το σύνταγμα της αρνούμενη κάθε εδαφική διεκδίκηση και θα αναλάμβανε την υποχρέωση να σύμβολα, σημαίες και εμβλήματα που αποτελούν τμήμα της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρότι η ονομασία που προτείνονταν ήταν σλάβικη, ο Κ. Μητσοτάκης απέρριψε δίχως δεύτερη σκέψη την πρόταση επειδή θα «δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες στην Ελλάδα». Λίγες βδομάδες μετά την απόρριψη του σχεδίου Βανς-Όουεν Αμερικανοί στρατιώτες εγκαθίστανται στα Σκόπια για να σταθεροποιήσουν τη χώρα…

1995: Η Ενδιάμεση Συμφωνία

Στις πρόωρες εκλογές που γίνονται στις 10 Οκτωβρίου του 1993 το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνει και πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας και αποφασίζει να υιοθετήσει «σκληρή στάση» στο ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων. Στις 8 Φεβρουαρίου οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τη ΠΓΔΜ. Οκτώ ημέρες αργότερα το υπουργικό συμβούλιο της Ελλάδας αποφασίζει την κήρυξη οικονομικού αποκλεισμού (εμπάργκο) κατά των Σκοπίων, στερώντας το ζωτικό για την οικονομική επιβίωση της χώρας λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Πριν περάσουν 48 ώρες όλες οι υπόλοιπες χώρες της περιοχής, με πρώτη και καλύτερη την Τουρκία, έστειλαν εκπροσώπους τους στη Σόφια για να συζητήσουν τρόπους εναλλακτικού εφοδιασμού της ΠΓΔΜ. Μέσα σε λίγες ημέρες το γενναίο μερίδιο που καταλάμβανε η χώρα μας στο εμπόριο με τα Σκόπια το απέκτησαν οι άλλες γειτονικές χώρες. Με μια απερίσκεπτη κίνηση η ΠΓΔΜ κινδύνεψε να βρεθεί στη «γεωπολιτική αγκαλιά» της Τουρκίας…

Όπως ήταν αναμενόμενο η ελληνική πρωτοβουλία για την κήρυξη εμπάργκο βρήκε κάθετα αντίθεση την ΕΕ. Η Ελλάδα βρέθηκε έτσι κατηγορούμενη και στις 13 Απριλίου του 1994 η Κομισιόν την παρέπεμψε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο ευτυχώς απέρριψε τις αιτήσεις λήψης προσωρινών ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της χώρας μας. Μέσα στην τότε κυβέρνηση κάποιες «λογικές φωνές», όπως εκείνη του Θ. Πάγκαλου, υποστήριζαν την άρση του εμπάργκο λέγοντας ότι αυτό που στην ουσία συνέβαινε ήταν ένα «εκτεταμένο λαθρεμπόριο κατά μήκος των συνόρων». Το εμπάργκο δεν έβλαπτε μόνον την ΠΓΔΜ αλλά και την Ελλάδα και δεν φαινόταν να αμβλύνει τη σκληροπυρηνική στάση των Σκοπίων. Δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Έπρεπε να βρεθεί ένας δρόμος για συμβιβασμό.

Έπειτα από έντονη παρασκηνιακή δράση και ενεργό παρέμβαση των ΗΠΑ οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές υπέγραψαν στις 13 Σεπτεμβρίου του 1995 στη Νέα Υόρκη τη λεγόμενη «Ενδιάμεση Συμφωνία», που άνοιγε τον δρόμο για έναν ιστορικό συμβιβασμό. Η Ενδιάμεση Συμφωνία είχε υιοθετήσει πολλές προτάσεις του σχεδίου Βανς-Όουεν αλλά ήταν περισσότερο εις βάρος της Ελλάδας, αντανακλώντας το διαμορφωμένο εις βάρος της χώρας μας συσχετισμό δυνάμεων. Βέβαια και οι δύο πλευρές προέβησαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις. Η Αθήνα ήρε το εμπάργκο και τα Σκόπια έβγαλαν το Αστέρι της Βεργίνας από τη σημαία τους. Τα Σκόπια δεσμεύτηκαν να αλλάξουν άρθρα του Συντάγματος τους, που υπονοούσαν εδαφικές διεκδικήσεις και αλυτρωτικές βλέψεις. Αν και πουθενά στο κείμενο της συμφωνίας δεν αναφέρθηκε το όνομα των Σκοπίων εντούτοις το προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», με το οποίο τα Σκόπια έγιναν δεκτά στον ΟΗΕ το 1993, έγινε επίσημα αποδεκτό κι από την ελληνική πλευρά. Οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν να ομαλοποιήσουν και να διευρύνουν τις σχέσεις τους σε όλους τους τομείς. Όσο για το τελικό όνομα των Σκοπίων αυτό παραπέμφθηκε στους διαπραγματευτές-πρεσβευτές των δύο χωρών στον ΟΗΕ, που θα προετοίμαζαν το δρόμο για την τελική λύση. Ο δρόμος για τη συμφιλίωση των δύο χώρών είχε ανοίξει.

Αν θελήσουμε σήμερα, από την ασφαλή απόσταση των ετών που μεσολάβησαν, να δούμε τη διαμάχη Αθήνας-Σκοπίων με πιο ψύχραιμη ματιά και να κάνουμε τον απολογισμό της θα πρέπει να παραδεχτούμε πως επρόκειτο για μια άσκοπη πολυτέλεια, για μια τεράστια σπατάλη που γελοιοποίησε την Ελλάδα διεθνώς, αποδυνάμωσε τον γεωπολιτικό της ρόλο στα Βαλκάνια, ενίσχυσε τους αντιπάλους της (π.χ. Τουρκία), ενώ αποτέλεσε τροχοπέδη στην οικονομική ανασυγκρότηση της γειτονικής μας χώρας, ενισχύοντας παράλληλα την εγγενή της αστάθεια. Σπατάλη και πολυτέλεια γιατί, αν υπάρχουν στα Βαλκάνια δύο χώρες που τα γεωπολιτικά, στρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα συμπίπτουν σχεδόν απόλυτα, αυτές είναι αναμφισβήτητα η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ. Αυτές οι δύο γειτονικές χώρες είναι καταδικασμένες να είναι στρατηγικοί σύμμαχοι και συνεργάτες. Και προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση κινήθηκαν στα χρόνια που μεσολάβησαν από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.

Η ελληνική γεωοικονομική διείσδυση

Αμέσως μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας η Αθήνα και τα Σκόπια άρχισαν σταδιακά να παραμερίζουν την παραδοσιακή τους καχυποψία και να αναπτύσσουν σχέσεις καλής γειτονίας. Ειδικότερα οι οικονομικές τους σχέσεις αναπτύχθηκαν εκθετικά. Η αγορά της ΠΓΔΜ άνοιξε για τα ελληνικά προϊόντα και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης άρχισε και πάλι να ανεφοδιάζει τη γειτονική μας χώρα. Οι επιρροές των εθνικιστικών κύκλων και στις δύο χώρες μειώθηκαν. Οι δύο γειτονικοί λαοί άρχισαν να επικοινωνούν καλύτερα μεταξύ τους, σχεδόν ένα εκατομμύριο πολίτες της ΠΓΔΜ περνούσαν τα καλοκαίρια τους στις ακτές της ελληνικής Μακεδονίας, οι πολιτιστικές σχέσεις διευρύνθηκαν και άρχισε να αναπτύσσεται μια διάθεση αλληλοκατανόησης. Ειδικότερα τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι κάτοικοι της ΠΓΜΔ, άρχισαν να συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο πως η μακροπρόθεσμη επιβίωση τους περνούσε μέσα από την Ελλάδα. Και αυτό ήταν κάτι που η εθνικιστική κυβέρνηση του VMRO του Νίκολα Γκρουέφσκι, παρότι προσπάθησε να το ανακόψει ή τουλάχιστον να το περιορίσει, τελικά δεν τα κατάφερε. Κατάφερε όμως να φουντώσει τη λεγόμενη «αρχαιομακεδονική» ιδεολογία και να μετατρέψει το κέντρο των Σκοπίων σε μια «εθνικιστική κιτς Ντίσνεϊλαντ» των Βαλκανίων, ξοδεύοντας πολλά εκατομμύρια ευρώ, που κατευθύνθηκαν κυρίως σε διεφθαρμένους εργολάβους κι επιχειρηματίες φιλικά προσκείμενους προς την κυβέρνησή του.

Κατά τα άλλα από το 1995 ως σήμερα οι σχέσεις Αθηνών-Σκοπίων αναπτύχθηκαν θεαματικά, ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, βρίσκοντας πλέον ένα ευνοϊκό και φιλικό περιβάλλον, προέβησαν σε μεγάλες επενδύσεις και εξαγορές. Τα ΕΛΠΑ εξαγόρασαν το διυλιστήριο της ΟΚΤΑ, η Εθνική Τράπεζα την Stopanska Banka, o τότε ελληνικός ακόμη OTEανέλαβε τη 2η άδεια κινητής τηλεφωνίας, ο Βερόπουλος άνοιξε μια σειρά από σούπερμάρκετ κ.α. Επενδύοντας σχεδόν ένα δισεκατομμύριο Ευρώ η Ελλάδα έγινε κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η 1η και με διαφορά επενδύτρια δύναμη στην ΠΓΔΜ, εξασφαλίζοντας χιλιάδες θέσεις εργασίας και δίνοντας πνοή σε μια ασθενική τοπική οικονομία. Αν υπολογιστούν και οι μελλοντικές επενδύσεις στην  ενέργεια η Ελλάδα ελέγχει πλέον νευραλγικούς τομείς της οικονομίας της ΠΓΔΜ.

Οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών αυξήθηκαν σημαντικά. Αν δεν συνέβαιναν μέσα στο 2001 οι συγκρούσεις με τους Αλβανούς εξτρεμιστές, που στοίχισαν στην οικονομία των Σκοπίων ζημιές  600 εκατομμυρίων Ευρώ, το εμπόριο Ελλάδας-ΠΓΔΜ θα γνώριζε περαιτέρω αύξηση. Πάντως υπολογίζεται πως η αξία των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δυο χωρών ως το 2010 και την έναρξη της ελληνικής Κρίσης ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο Ευρώ κατά μέσο όρο κάθε χρόνο, και η οικονομία της νεαρής δημοκρατίας θα ενταχθεί στο πλέγμα των ελληνικών οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή. Μάλιστα οι ελληνικές επιχειρήσεις σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως εφαλτήριο για τη μαζική τους είσοδο στις αγορές των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και της Ευρωζώνης στα Βαλκάνια, που μπορεί να βοηθήσει την ΠΓΔΜ να ενσωματωθεί στις Ευρωατλαντικές δομές. Η Ελλάδα έχει αρκετή οικονομική ισχύ για στηρίξει με τις επενδύσεις της την αναιμική οικονομία της ΠΓΔΜ. Και το σημαντικότερο είναι πως η Ελλάδα δεν απειλεί τη σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα της ΠΓΔΜ, αντίθετα είναι διατεθειμένη να τη στηρίξει με κάθε τρόπο.

Για την Ελλάδα η ανάπτυξη στενών και μάλιστα στρατηγικών σχέσεων με την ΠΓΔΜ θεωρείται ζωτικής σημασίας για την επιτυχία του γεωπολιτικού της οράματος για επέκταση της ελληνικής επιρροής στη βαλκανική ενδοχώρα. Η ΠΓΔΜ, αν και ευάλωτη, κατέχει κομβική θέση στο νέο γεωπολιτικό χάρτη των Βαλκανίων. Είναι ο «βατήρας» για την περαιτέρω προώθηση προς βορρά και μια «Buffer Zone» για τη μη επέκταση των βαλκανικών κρίσεων προς νότο. Η εδαφική ακεραιότητα της είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα. Πολύ σωστά έχει αναφερθεί πως «αν δεν υπήρχαν τα Σκόπια θα έπρεπε να τα εφεύρουμε». Η ύπαρξη αυτής της χώρας συμφέρει την Ελλάδα, έστω και μ’ ένα ανεπιθύμητο όνομα.

* Ο Γιώργος Στάμκος ([email protected]) είναι συγγραφέας και αναλυτής-δημοσιογράφος, ειδικός για τα βαλκανικά ζητήματα, και δημιουργός του ΖΕΝΙΘ (www.zenithmag.wordpress.com).