Φίλη ψυχολόγος, προσπαθώντας να μου εξηγήσει τη δύναμη της τηλεόρασης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, της δημόσιας αντίληψης για τα πράγματα, αλλά και της αισθητικής των τηλεθεατών, μου αφηγήθηκε μια προσωπική της ιστορία.

Ads

Μου περιέγραψε, λοιπόν, την ιστορία της μητέρας μιας φίλης της, η οποία ήθελε να ψηφίσει ένα συγκεκριμένο κόμμα. Δεν έβρισκε όμως κανέναν υποψήφιο της αρεσκείας της. Μάταια οι δικοί της της πρότειναν διάφορα ονόματα υποψηφίων με σημαντική συμβολή στα κοινά της πόλης τους και μεγάλη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο. Εκείνη επέμενε ότι δεν τους γνωρίζει. Και εξηγούσε ότι θα ήθελε να ψηφίσει κάποιον/κάποιαν που να τον/την ξέρει προσωπικά.

Με τα πολλά, ζήτησε να δει το ψηφοδέλτιο του κόμματος της προτίμησής της, για να αναζητήσει μεταξύ των υποψηφίων κάποιον/κάποια που πιθανόν να γνώριζε. Ξαφνικά, σταματά στο όνομα ενός γνωστού τηλεπαρουσιαστή, που κατέβαινε για πρώτη φορά στην πολιτική και είχε ελάχιστη σχέση μέχρι σήμερα με αυτήν.

«Αυτόν θα ψηφίσω», δήλωσε περιχαρής.

«Μα αυτόν δεν τον ξέρεις», αντέτειναν τα παιδιά της.

Και τότε η γιαγιά είπε το αμίμητο.

«Πώς δεν τον ξέρω. Κάθε μέρα μπαίνει στο σπίτι μου…».

Αυτό είναι το σύνδρομο της τηλεόρασης. Δημιουργεί εικονικές σχέσεις με τους πρωταγωνιστές της, φτιάχνει πανίσχυρα είδωλα και κατασκευάζει σχέσεις… οικειότητας με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε και που πιθανόν δεν πρόκειται και να γνωρίσουμε ποτέ.

Ads

Αυτό το σύνδρομο εξηγεί σε ένα βαθμό το ακατανόητο αποτέλεσμα των εκλογών. Ένα αποτέλεσμα που όσο κι αν το ψάχνεις με όρους πολιτικούς, δεν μπορείς να το εξηγήσεις.

Η χειρότερη κυβέρνηση που υπήρξε ποτέ, η μόνη στην Ευρώπη που στην ενεργειακή κρίση δεν πήρε μέτρα για την ακρίβεια, ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη και ταυτόχρονα βυθίζοντας τη χώρα και τους πολίτες στη φτώχεια, μοιράζοντας στις μετρημένες στα δάχτυλα ενεργειακές επιχειρήσεις και τα διυλιστήρια τεράστια υπερκέρδη, τα οποία μάλιστα δεν φορολόγησε ποτέ, κέρδισε τις εκλογές.

Η μόνη κυβέρνηση στην Ευρώπη που, επειδή δεν στήριξε το δημόσιο ΕΣΥ στην πανδημία, παραμυθιάζοντας τους πολίτες με αντικοινωνικές ατάκες και αντιεπιστημονικές τερατολογίες, όπως ότι η επένδυση σε περισσότερες ΜΕΘ θα ήταν πεταμένα λεφτά, ότι οι περισσότερες ΜΕΘ δήθεν θα προκαλούσαν περισσότερους θανάτους, αλλά και με τον ίδιο τον χειρότερο πρωθυπουργό της χώρας να ψεύδεται ανερυθρίαστα στη Βουλή, υποστηρίζοντας ότι τάχα δεν γνώριζε μελέτη που να διαβεβαιώνει το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι νοσηλευόμενοι σε ΜΕΘ έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από όσους νοσηλεύονται εκτός ΜΕΘ, η κυβέρνηση που με αυτή την παραπειστική και υποκριτική τακτική οδήγησε τελικά τη χώρα να καταγράψει τις περισσότερες απώλειες από την πανδημία ανά πληθυσμό στην Ευρώπη, όχι μόνο κέρδισε τις εκλογές, αλλά το πέτυχε με μια πρωτοφανή και θηριώδη διαφορά 21 ποσοστιαίων μονάδων από το δεύτερο κόμμα.

Κι ακόμη, ο πρωθυπουργός που κατηγορεί σύσσωμος ο διεθνής τύπος για αυταρχισμό, ολοκληρωτικές και αντιδημοκρατικές πρακτικές, εκθέτοντας την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός που μετέτρεψε την ΕΥΠ από υπηρεσία προάσπισης εθνικών συμφερόντων σε παρακρατικό προσωπικό του μηχανισμό, ο πρωθυπουργός που παρακολουθούσε μέσω της ΕΥΠ από τους υπουργούς του, μέχρι στρατηγούς, δημοσιογράφους, στελέχη της αντιπολίτευσης και την ίδια την αδελφή του ακόμη, είναι ο πρωθυπουργός που επιβραβεύεται πανηγυρικά για τις επιδόσεις του από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.

Οι οποίοι πολίτες εντωμεταξύ, όταν ερωτώνται σε σχετική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, απαντούν σε ποσοστό 85% ότι δυσανασχετούν με την οικονομική πολιτική αυτής της κυβέρνησης, δηλώνοντας δυσαρέσκεια για τις επιλογές της.

Και ενώ το 85% των Ελλήνων δηλώνουν και ευλόγως, την απόλυτη αντίθεσή τους με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, στις εκλογές παθαίνουν όλοι μαζί μια ομαδική παράκρουση και υπερψηφίζουν σε πρωτοφανές για εκλογές ευρωπαϊκής χώρας ποσοστό, ακριβώς αυτήν την κυβέρνηση που στις έρευνες καταδικάζουν με μεγάλη πλειοψηφία.

Πέρα από πιθανά λάθη στρατηγικής και επικοινωνιακής τακτικής της αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα, πέρα από αντιφάσεις και λάθος δηλώσεις στελεχών και ό,τι άλλο μπορεί να σκεφτεί κανείς που να δικαιολογεί την επικράτηση της ΝΔ, η έκταση της νίκης της και ιδίως η θηριώδης απόσταση των 21 ποσοστιαίων μονάδων από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι χρήζει εκτός της πολιτικής και ψυχολογικής εξήγησης.

Πώς εξηγείται με όρους πολιτικούς ότι ξεχάστηκαν ξαφνικά, την ημέρα των εκλογών, η ολέθρια διαχείριση της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης, οι παρακολουθήσεις και η κατάρρευση του κράτους, όπως εκδηλώθηκε με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη;

Πώς γίνεται και κάθε μέρα καταγράφεται ένας νέος θάνατος πολίτη από τραγικές ελλείψεις ασθενοφόρων, γιατρών και νοσοκόμων και αυτό θεωρείται φυσιολογικό και αυτονόητο;

Πώς γίνεται και 20.000 νέοι περισσότεροι κάθε χρόνο μένουν εκτός δημόσιων πανεπιστημίων, ενώ υπάρχουν θέσεις διαθέσιμες, και δεν ξεσηκώνονται τα χαμηλά στρώματα που βλέπουν το όνειρο της μόρφωσης των παιδιών τους να γίνεται ατμός, στο όνομα μιας νέας ταξικής επέλασης με όχημα την κυβέρνηση Μητσοτάκη;

Η πρώτη εξήγηση αυτού του φαινομένου που ανάγεται όχι σε πολιτικά, αλλά σε ψυχολογικά κίνητρα και αιτίες, δείχνει προς την κατεύθυνση της τηλεόρασης.

Η ισχύς του μέσου και η πειστικότητα που αποκτούν αυτοί που καθημερινά μπαίνουν στα σπίτια των τηλεθεατών, καθώς και η επιδραστικότητα που αποκτά η καθημερινή επανάληψη της κυβερνητικής προπαγάνδας από όλα τα λεγόμενα συστημικά ΜΜΕ επί τέσσερα συνεχή χρόνια, είναι μια εξήγηση για την εκτεταμένη επικράτηση της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη.

Η κυβέρνηση του οποίου, επί τέσσερα συναπτά έτη, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την ισχύ του μέσου, χρηματοδοτώντας τα κανάλια και παρέχοντας λογής εξυπηρετήσεις στους ιδιοκτήτες τους.

Τους οποίους, ας μην ξεχνάμε, για πρώτη φορά τους έβαλε να πληρώσουν για τις δημόσιες συχνότητες που εκμεταλλεύονται δωρεάν επί δεκαετίες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Κάτι που όπως φαίνεται δεν θα το συγχωρήσουν ποτέ.

Η συστηματική λοιπόν, καθημερινή και μάλιστα και χωρίς αντίλογο προπαγάνδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη από τα ΜΜΕ επηρέασε, όπως φαίνεται, βαθιά τους πολίτες, κάνοντάς τους να ενστερνιστούν απολύτως τις κυβερνητικές θέσεις.

Έτσι, οι πολίτες μπορεί από τη μια να δυσανασχετούν για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά από την άλλη πείστηκαν από την καθημερινή προπαγάνδα ότι όλα αυτά που υφίστανται είναι μονόδρομος και δεν θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς.

Κι ακόμη, πείστηκαν όχι μόνον ότι η κυβερνητική πολιτική είναι κάτι σαν μοιραίο φαινόμενο, αλλά και ότι ο κακός ΣΥΡΙΖΑ θα τα έκανε όλα πολύ χειρότερα.

Η καθημερινή, επί τέσσερα χρόνια, συνεχής τηλεοπτική κυβερνητική προπαγάνδα απέδωσε καρπούς.

Και η σχεδόν απόλυτη, χωρίς σύγκριση και χωρίς ανταγωνισμό προβολή που έτυχαν τα υπέρ εκτεθειμένα στο μέσον κυβερνητικά στελέχη, φαίνεται, έκανε καλή δουλειά. Οι τηλεθεατές εξοικειώθηκαν και με τον κ. Γεωργιάδη και με τον κ. Βορίδη και με τον κ. Πλεύρη. Κι ακόμη ξέχασαν τις πολιτικές ευθύνες του πρώην υπουργού Μεταφορών κ. Καραμανλή που διαβεβαίωνε λίγες μέρες πριν το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη ότι όλα βαίνουν καλώς με την ασφάλεια των τρένων, κατακεραυνώνοντας όσους δικαίως ανησυχούσαν και κατηγορώντας τους για έλλειψη ντροπής.

Κάτι ήξερε, λοιπόν, ο Γκέμπελς. «Λέγε λέγε», έλεγε, «κάτι θα μείνει».

Αν τώρα αυτό το διαρκές «λέγε λέγε» γίνεται αφενός μέσω ενός πανίσχυρου μέσου, μιας σύγχρονης Κίρκης, και αφετέρου μέσω γοητευτικών τηλεπερσόνων που έχουν αποκτήσει μεγάλη οικειότητα με τους τηλεθεατές, τότε η δύναμη της τηλεοπτικής προπαγάνδας μπορεί να οδηγήσει σε κυριολεκτικά απίστευτα εκλογικά αποτελέσματα.

Όπως εύστοχα έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο:

«Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν  δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση».