Ποιος μιλάει εκ μέρους του ευρώ; Ποιος ενσαρκώνει την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση; Ποια προσωπικότητα διεθνούς εμβέλειας πηγαίνει από το ένα μέσο στο άλλο για να καθησυχάσει επενδυτές και αποταμιευτές; Κανείς.

Ads

Δεν τα βάζουμε εδώ με τον Χέρμαν βαν Ρομπάι, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ούτε με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, που είναι άνθρωποι σοβαροί. Αλλά ως εν δυνάμει εκπροσώπων του ενιαίου νομίσματος δεν ακούγεται καθόλου η φωνή τους.
Στις ισπανικές τραπεζικές αναταράξεις και τις εξελίξεις της ατελείωτης ελληνικής τραγωδίας, η Ευρωζώνη μοιάζει να βρίσκεται χωρίς προσανατολισμό. Βολοδέρνει από τη μια κρίση στην άλλη, ενώ το Λονδίνο, η Ουάσιγκτον και άλλες πρωτεύουσες τη θεωρούν υπεύθυνη για ένα κλίμα γενικευμένης δυσπιστίας που βαραίνει στην παγκόσμια ανάπτυξη.

Ο άχρωμος Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής της ΕΚΤ, το είπε στις 31 Μαΐου στις Βρυξέλλες: οι κυβερνήσεις των 17 χωρών – μελών του ευρώ δίνουν την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν που πηγαίνουν. Εδώ και δύο χρόνια κλείνουν ρωγμές στον τοίχο ενός ενιαίου νομίσματος που υποχωρεί όσο περισσότερο πλήττεται από δεινά. Πηγαίνουν από σύνοδο κορυφής σε σύνοδο κορυφής όπου η τελευταία παρουσιάζεται ως αυτή που θα λύσει τα πάντα, δίνοντας επιτέλους στη νομισματική ένωση τα απαραίτητα εργαλεία όχι για τη βέλτιστη λειτουργία μιας νομισματικής ζώνης – αυτό θα ήταν υπερβολικό αίτημα – αλλά για την επιβίωσή της.

Εκείνη την Πέμπτη ο Μάριο Ντράγκι θυμώνει – όχι πολύ, με τον τρόπο ενός κεντρικού τραπεζίτη. Ρωτά τους Ευρωπαίους ηγέτες: “Πώς θα είναι το ευρώ σε μερικά χρόνια; Ποιο είναι το όραμά σας για την Ένωση σε δέκα χρόνια;”. “Όσο γρηγορότερα διευκρινιστούν τα θέματα αυτά, τόσο το καλύτερο”, λέει εκνευρισμένος, γιατί, περιμένοντας, οι γνώμες και οι οικονομικοί παράγοντες αμφιβάλλουν για το ευρώ.

Ads

Όλο και περισσότερο. Και αν η αμφιβολία είναι μια θετική στάση σε πολλούς τομείς, στα νομισματικά ζητήματα είναι καταστροφή. Οι επενδυτές αποφεύγουν το ευρώ. Καταφεύγουν στο δολάριο, το μεγάλο αποθεματικό νόμισμα. Αγοράζουν λίρες στερλίνες ή ομόλογα σε ευρώ που εκδίδει η Γερμανία.
Η Ευρωζώνη δεν καταφέρνει να ελέγξει τη θύελλα που έχει προκληθεί από την υπερχρέωσή της. Η κρίση παίρνει διαφορετικές μορφές – χρεωκοπία κράτους στην Αθήνα, απειλές για τις τράπεζες στη Μαδρίτη. Κάθε φορά τα φάρμακα που προσφέρονται μοιάζουν ανεπαρκή, πολύ σύνθετα, λάθος προσαρμοσμένα, φέρνουν με καθυστέρηση τα αποτελέσματά τους. Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, “six – pack” με στόχο την ενίσχυση του τελευταίου, “ευρωπαϊκό εξάμηνο δημοσιονομική συνθήκη κ.ά. Τίποτε, καμία από τις λύσεις αυτές με τα βάρβαρα ονόματα δεν φάνηκε να δημιουργεί εγκαίρως, με πειστικό τρόπο, μια σοβαρή “κυβερνητική δομή” της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
(….)

Ενοποιήθηκε το νόμισμα και οι πάντες θεωρούσαν ότι τα υπόλοιπα θα ακολουθούσαν. Υπήρχε η σκέψη ότι ως διά μαγείας το ευρώ θα οδηγούσε μηχανικά τα μέλη του στην ενοποίηση των οικονομικών τους πολιτικών. Τίποτε τέτοιο δεν συνέβη. Απομακρύνθηκαν από κάθε κοινή πειθαρχία. Η Γερμανία και η Γαλλία, πρώτες, βύθισαν τον μόνο κοινοτικό θεσμό που είχε την ευθύνη να επιβάλλει ένα μίνιμουμ συντονισμού των δημόσιων οικονομικών των μελών της Ευρωζώνης: το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Προς μεγάλη του ατυχία, το ευρώ ιδρύθηκε σε μια στιγμή που τα κράτη – μέλη της Ένωσης αρνούνταν να παραχωρήσουν έστω και μια σταγόνα επιπλέον εξουσίας στους θεσμούς στις Βρυξέλλες. Και μόνο η ιδέα ότι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις μπορούσαν να αποφασίσουν να παραχωρήσουν λίγη από τη δημοσιονομική τους πειθαρχία σε έναν κοινοτικό θεσμό, όπως η Κομισιόν, θεωρούνταν κάτι το απαίσιο στο Παρίσι.

Τα πάντα επρόκειτο λοιπόν να γίνουν σύμφωνα με τη διακυβερνητική μέθοδο: κάθε βήμα που αποφάσιζε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποβαλλόταν προς έγκριση στα εθνικά κοινοβούλια ή σε δημοψήφισμα.

Βλέπουμε το αποτέλεσμα. Εδώ και δύο χρόνια η διακυβερνητική μέθοδος – αργή, βαριά, άχρωμη – αποδεικνύεται ανίκανη να διαχειριστεί την ελληνική υπόθεση, το χρέος ενός κράτους που αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. (…)
Πρέπει να αφαιρεθούν λίγες εξουσίες από το Συμβούλιο (τις κυβερνήσεις) για να επενδυθούν, λίγο, στους κοινοτικούς θεσμούς (την Κομισιόν, για παράδειγμα). Αυτό προϋποθέτει ενίσχυση της νομιμότητάς τους – που είναι πολύ αδύναμη, σύμφωνα με όλες τις έρευνες γνώμης – μέσω του εκδημοκρατισμού τους: οι ιδέες δεν λείπουν από τους νομομαθείς.

Αυτή η μετατροπή δεν μπορεί παρά να γίνει σε δόσεις. Αλλά, χωρίς φιλόδοξη προοπτική, η Ευρωζώνη θα συνεχίσει να πορεύεται σαν τον μονοπόδαρο που πηγαίνει από το ένα εμπόδιο στο άλλο. Και τα μέλη της θα συνεχίσουν να αναρωτιούνται αν βρίσκονται στη θέση ενός επιβάτη του Τιτανικού, που έπινε ένα τελευταίο dry martini στο μπαρ πριν από το παγόβουνο.

Το άρθρο αναδημοσιεύθηκε στη ΑΥΓΗ