Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη τραγωδία αυτού του είδους σε τούτη τη λωρίδα θάλασσας που χωρίζει την ακτή της Αφρικής απ’ την Ιταλία και την Ευρώπη. Είναι, αντίθετα, μέρος μιας συνεχιζόμενης εκατόμβης που, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια εκτιμάται πως αριθμεί είκοσι χιλιάδες θύματα. Ο πραγματικός αριθμός μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερος, καθώς οι διαθέσιμες καταγραφές βασίζονται αποκλειστικά στα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου.

Ads

Είδαμε κυβερνητικούς αξιωματούχους και βουλευτές να χύνουν κουβάδες δάκρυα. Κι όμως είναι οι ίδιοι ακριβώς που υποστήριξαν και ψήφισαν όλους τους νόμους ενάντια στη μετανάστευση τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια, παρακολουθούσαμε, στην πραγματικότητα, μια μακρά αντιμεταναστευτική εκστρατεία, που ξεκίνησε δύο δεκαετίες πριν, με πρωτοβουλία τόσο της κεντροαριστεράς όσο και της κεντροδεξιάς, μέσω των σχετικών νομοθετημάτων.

Η εκστρατεία ξεκίνησε με τον Νόμο Μαρτέλλι το 1990 (από το όνομα του κύριου υποστηρικτή του, του τότε πρωθυπουργού Κλαούντιο Μαρτέλλι, ηγετικής μορφής του Σοσιαλιστικού Κόμματος). O νόμος σχεδιάστηκε έτσι ώστε να καθησυχάσει τους εταίρους στην Ε.Ε., που έβλεπαν τα ιταλικά σύνορα ως την «ανοιχτή πόρτα» απ’ την οποία «παράνομοι μετανάστες» θα μπορούσαν εύκολα να φτάσουν σε ολόκληρη την Ε.Ε.. Ακολούθησε ο Νόμος 40/98 του 1998, ο λεγόμενος και Νόμος Τούρκο-Ναπολιτάνο, που τον εισήγαγε η τότε κυβέρνηση της κεντροαριστεράς (πήρε το όνομά του από δύο ηγετικές μορφές των Δημοκρατών της Αριστεράς –σήμερα του Δημοκρατικού Κόμματος– τη Λίβια Τούρκο και τον Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο, τωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Ο Νόμος 40 εισήγαγε διαδικασίες απέλασης των παράνομων μεταναστών, προβλέποντας ότι για την απέλαση απαιτείται προηγούμενη δικαστική απόφαση.

Στη συνέχεια είχαμε τον διαβόητο Νόμο Μπόσσι-Φίνι του 2002, που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το κατασταλτικό περιεχόμενο της προηγούμενης νομοθεσίας. Σύμφωνα μ’ αυτόν, οι λαθραία εισερχόμενοι μετανάστες μπορούσαν να απελαύνονται αμέσως, ακόμα και αν είχαν προσφύγει στα δικαστήρια. Επιπλέον, προσδιόριζε πως θα μεταφέρονταν αρχικά σε ειδικά κέντρα κράτησης υπό αστυνομικό έλεγχο, όπου θα μπορούσαν να παραμείνουν έως και 60 μέρες και, αν αποδεικνυόταν πως είναι πράγματι παράνομοι, θα διατάσσονταν να εγκαταλείψουν την χώρα εντός πέντε ημερών. Αν δεν υπάκουαν, θα συλλαμβάνονταν και θα κρατούνταν για περίοδο από έξι μήνες έως έναν χρόνο ή θα απελαύνονταν. Αν επέστρεφαν αργότερα στην Ιταλία, θα συλλαμβάνονταν και θα προσάγονταν στα δικαστήρια.

Ads

Η τελευταία πράξη σ’ αυτήν την αυξανόμενη πίεση εναντίον των «παράνομων μεταναστών», ήταν το «πακέτο ασφαλείας» του 2009 που κατέστησε έγκλημα την παράνομη μετανάστευση. Ο νόμος προσαύξανε κατά ένα τρίτο την ποινή αν το αδίκημα είχε διαπραχθεί από παράνομους μετανάστες, ενώ επέβαλλε την απέλαση, εφόσον η ποινή ήταν ίση ή μεγαλύτερη των δύο ετών. Η «υποβοήθηση και υποκίνηση της παράνομης μετανάστευσης» (δηλαδή η παροχή εργασίας ή καταφυγίου στους παράνομους μετανάστες) τιμωρούνταν πλέον από τον νόμο, ενώ το διάστημα κράτησης των μεταναστών στα κέντρα κράτησης αυξήθηκε στις 180 μέρες.

Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που αφορά μόλις λίγο περισσότερους από 300.000 ανθρώπους, παρά την προπαγάνδα των ΜΜΕ περί «εισβολής». Η αλήθεια είναι πως από τη σκοπιά της καπιταλιστικής οικονομίας, αυτοί οι «παράνομοι μετανάστες» αποτελούν μια πολύ χρήσιμη πηγή φτηνής εργατικής δύναμης για τα χωράφια του Νότου και τις μικρές επιχειρήσεις του Βορρά, που ζει και εργάζεται σε συνθήκες δουλείας, ενώ ταυτόχρονα συνιστά χρήσιμο μοχλό για την υπονόμευση των εργασιακών δικαιωμάτων γενικότερα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει ειδικά στον τομέα της αγροτικής παραγωγής και της κλωστοϋφαντουργίας, όπου η παράνομη απασχόληση είναι συχνά ο κανόνας και χρησιμοποιείται για να συμπιέσει τις εργασιακές συνθήκες όλων των εργαζόμενων.

Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην πρόσφατη τραγωδία στη Λαμπεντούζα –για να μην αναφέρουμε την άρνηση του δικαιώματος στην ελεύθερη μετακίνηση– είναι και ότι η «υποβοήθηση της παράνομης μετανάστευσης» θεωρείται πλέον έγκλημα αυτή καθαυτή. Φαίνεται πως πολλές βάρκες απέφυγαν να πλησιάσουν τους μετανάστες που κινδύνευαν, ακριβώς επειδή φοβήθηκαν μήπως κατηγορηθούν για εγκληματική πράξη! Ένας ψαράς ο οποίος παραμέρισε αυτούς τους φόβους, σώζοντας σαράντα επτά άτομα, λέει πως οι λιμενικοί τον εμπόδισαν να σώσει περισσότερους. Πλησίασε, μαζί με τους διασωθέντες, τους λιμενικούς και τους ζήτησε την άδεια να τους μεταφέρει στο λιμάνι ώστε να ξαναπάει, να σώσει κι άλλους· του το αρνήθηκαν, γιατί κάτι τέτοιο θα «παραβίαζε τους κανονισμούς». Φυσικά, η επίσημη αφήγηση είναι πως έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να σωθούν οι άνθρωποι που πνίγονταν!

Όλα τα θύματα της τελευταίας πολύνεκρης τραγωδίας ήταν από την Ερυθραία και τη Σομαλία, πράγμα που σημαίνει πως είχαν, όλοι, το δικαίωμα να ζητήσουν πολιτικό άσυλο και διεθνή προστασία, εφόσον κατάφεραν να ξεφύγουν από πόλεμο, τις εθνοτικές, πολιτικές, θρησκευτικές και έμφυλες διώξεις. Στην Ιταλία, οι μετανάστες αυτής της κατηγορίας είναι λίγο περισσότεροι από εξήντα χιλιάδες και προέρχονται από πέντε κυρίως χώρες: Αφγανιστάν, Σομαλία, Ιράκ, Συρία και Σουδάν, όλες τους εμπόλεμες περιοχές. (Μετάφραση Μαρία Καλαντζοπούλου). 

Ο Νόμος Μπόσσι-Φίνι επικεντρώνει την πολιτική της Ιταλίας για την αντιμετώπιση της «παράνομης μετανάστευσης» στις απελάσεις και τις διμερείς συμφωνίες, ιδιαίτερα με την Λιβύη, που υιοθετήθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, κεντροαριστερές, κεντροδεξιές ή τεχνοκρατικές. Εκτιμάται ότι από το 2005 σχεδόν 1,6 δισεκατομμύριο ευρώ έχει δαπανηθεί για την εφαρμογή των πολιτικών απέλασης. Σ’ αυτό το ποσό πρέπει να προστεθούν οι δαπάνες για την κατασκευή και συντήρηση κρατητηρίων στη Λιβύη, που συμφωνήθηκαν σε διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι και Καντάφι το 2009 και επικυρώθηκαν εκ νέου τον περασμένο χρόνο μεταξύ της κυβέρνησης Μόντι και της νέας προσωρινής λιβυκής κυβέρνησης.

Στον απόηχο της πρόσφατης τραγωδίας στη Λαμπεντούζα, ο υπουργός Εσωτερικών Αντζελίνο Αλφάνο (του κόμματος του Μπερλουσκόνι) υποστήριξε τις συμφωνίες και πρότεινε την ανανέωσή τους, ενώ ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο (εισηγητής, μαζί με τη Λίβια Τούρκο, της έννοιας της «παράνομης μετανάστευσης» στη νομοθεσία του 1998), υποστήριξε την ενίσχυση της Frontex, των στρατιωτικών συνοριακών δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκαν για να διεκπεραιώσουν τις απελάσεις στη Λιβύη. Τα λόγια του Προέδρου της Δημοκρατίας διακρίνονται για την υποκρισία τους: Εμφανίζεται στη σκηνή ως φιλάνθρωπος, δηλώνοντας «δεν πρέπει να επιτρέψουμε ποτέ ξανά να συμβούν τέτοιες τραγωδίες»· και αμέσως, πριν καλά-καλά τελειώσει τα συμπονετικά του λόγια, μιλάει για την ανάγκη συστηματικών περικοπών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τις δαπάνες πρόνοιας με ταυτόχρονη αύξηση των δαπανών στα κέντρα κράτησης, εκεί όπου σύμφωνα με αναφορές συμβαίνουν βασανιστήρια, βιασμοί, ακόμα και δολοφονίες!
 
Δημοσιεύτηκε στο FalceMartello στις 7.10.2013. Εδώ δημοσιεύονται αποσπάσματα.

Πηγή: Ενθέματα