Στις 6 Μαρτίου, λίγες μέρες μετά τα γεγονότα στο Φαρμακονήσι, δύο άνδρες και μία γυναίκα, πρόσφυγες από τη Συρία, τραυματίστηκαν από σφαίρες ανδρών του Λιμενικού στην περιοχή μεταξύ Χίου και Οινουσσών. Σε ανακοίνωσή του την ίδια μέρα, το Λιμενικό κάνει λόγο για “εντοπισμό και σύλληψη διακινητή παράνομων μεταναστών”. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, πρόσφυγες. Υπάρχει μόνο διακινητής, και μάλιστα τούρκος, με ό,τι κακό υπαινίσσεται αυτό, και υπάρχουν επίσης παράνομοι μετανάστες. Μία επιχείρηση, δύο “παρανομίες”.

Ads

 
Αλήθεια, όμως, πώς τραυματίστηκαν αυτοί οι “παράνομοι μετανάστες”, δηλαδή οι πρόσφυγες; Πάντα σύμφωνα με το Λιμενικό, ο διακινητής τους αγνόησε το σήμα των αρχών, και “όχι μόνο δεν ανέκοψε την ταχύτητά του, αλλά ξεκίνησε επικίνδυνους ελιγμούς αποφυγής του πλωτού περιπολικού Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., οι οποίοι γρήγορα μετατράπηκαν σε συνεχείς προσπάθειες εμβολισμού του σκάφους του Λιμενικού”.  Προκειμένου λοιπόν “να ακινητοποιήσουν το ταχύπλοο σκάφος και να διαφυλάξουν τη σωματική τους ακεραιότητα”, οι λιμενικοί έριξαν αρχικά προειδοποιητικές βολές, και στη συνέχεια βολές “προς το πρωραίο τμήμα του ταχύπλοου σκάφους”.
 
Άλλο όμως ήταν το ερώτημα: οι “παράνομοι μετανάστες”, δηλαδή οι πρόσφυγες, πώς τραυματίστηκαν; Η ανακοίνωση του Λιμενικού (βλ. εδώ, τελευταία ανάκτηση 28.3.2014) αναφέρεται σε τραυματίες, όμως δεν εξηγεί. Και βεβαίως δεν μιλάει για τραυματίες από σφαίρες: κάπως τραυματίστηκαν, άγνωστο πώς. Είναι από διαρροή –αυτό το “όπως αναφέρουν στελέχη του Λιμενικού”–, που μαθαίνουμε ότι επρόκειτο για “εξοστρακισμούς” (βλ. εδώ). Είναι δε η ίδια διαρροή που υπαινίσσεται πως ο διακινητής τα προκάλεσε όλα, εξ ου και ο “έλεγχος για ίχνη πυρίτιδας […] προκειμένου να εξακριβωθεί αν πυροβόλησε”. Επίσημα, πάντως, γι’ αυτό που χρειάζεται να εξακριβωθεί, ούτε το Λιμενικό αναφέρει το παραμικρό, ούτε υπάρχει εύρημα που να στηρίζει τέτοιο σενάριο. Εν πάση περιπτώσει, λοιπόν, οι “παράνομοι μετανάστες”, δηλαδή οι πρόσφυγες, κάπως τραυματίστηκαν.
 
Μετά τις πρώτες βοήθειες στο Νοσοκομείο της Χίου, κι αφού διαπιστώθηκε ότι η ζωή των “παράνομων μεταναστών” -δηλαδή των προσφύγων που κάπως, δεν ξέρουμε πώς, τραυματίστηκαν-, δεν διατρέχει κίνδυνο, οι “παράνομοι μετανάστες”, πήραν την άγουσα. Μόνο που επειδή πρόκειται για “παράνομους μετανάστες”, ακόμα κι αν είναι πρόσφυγες, 22 μέρες μετά τον τραυματισμό τους, κάπως, αδιευκρίνιστο πώς, δεν υπάρχει νοσοκομείο που να αναλαμβάνει την εγχείρηση για να αφαιρεθούν οι σφαίρες. Κι όσο σ’ αυτούς τους “παράνομους μετανάστες”, που εντούτοις είναι πρόσφυγες, δεν χορηγούνται χαρτιά, οι σφαίρες παραμένουν μέσα στα σώματά τους, απειλώντας ζωτικά όργανα και εκλύοντας τοξικές ουσίες, όπως εξηγούν οι γιατροί.
 
***
 
Το περιστατικό της Χίου δεν είναι παρά ένα μόνο επεισόδιο στον καθημερινό πόλεμο “ενάντια στη λαθρομετανάστευση”. Γιατί για πόλεμο μιλάει η ίδια η κυβέρνηση, ως πολεμιστές οργανώνει και εξοπλίζει Αστυνομία, στρατό και Λιμενικό, και ως μάχη καλείται να αντιμετωπίσει κάθε επιχείρηση το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας. Ο πόλεμος είναι το υπηρεσιακό του καθήκον, η περιγραφή του έργου του. Και ο πόλεμος ξεκινά στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα της χώρας, αλλά δεν μένει εκεί. Προχωρά στα στρατόπεδα και τα αστυνομικά τμήματα, περνά από το Νομικό Συμβούλιου του Κράτους και το δικαστικό μηχανισμό, συνεχίζεται στα νοσοκομεία, και καταλήγει στη Βουλή – εκεί δηλαδή απ’ όπου ξεκίνησε: άλλοτε ως Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, άλλοτε ως νομοσχέδιο, και τελευταία ως απόσυρση του άρθρου 19 του Κώδικα Μετανάστευσης, που πιάστηκε όμηρος για να σωθεί η τροπολογία Μπαλτάκου.
 
Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι πια αθροίσουμε επεισόδια, ζωγραφίζοντας τους πρωταγωνιστές με μελανά χρώματα και γράφοντας τους βίους των σύγχρονων κατατρεγμένων αγίων. Είναι, αντίθετα, να δούμε το πρόβλημα στις διαστάσεις του, διασώζοντας την ικανότητα αντίστασης, δηλαδή άσκησης πολιτικής. Να δούμε ότι ο πόλεμος ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες ενοποιεί μια διαιρεμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, και στο εσωτερικό κάθε χώρας, τους κρατικούς μηχανισμούς, στην έκταση και την αγριότητα που βιώνουμε καθημερινά στην Ελλάδα. Ότι ο πόλεμος αυτός φτιάχνει τους πολεμιστές του, όχι μόνο στο κράτος, αλλά και μέσα στην κοινωνία, όπως μαρτυρά η άνοδος της Ακροδεξιάς. Ότι, σε συνθήκες πολέμου, ενισχύεται μια επικίνδυνη τάση “νομικοποίησης” και ποινικοποίησης κοινωνικών ζητημάτων (ο “διακινητής”, αλλά όχι οι διακινούμενοι, οι “παράνομοι”, αλλά όχι οι φτωχοί), και τελικά και του ίδιου του κοινωνικού ζητήματος. Ότι πέρα από τη βία και τις σφαίρες στα σώματα προσφύγων, κατοχυρώνεται μια διπλή νομιμότητα (άλλη για μας, άλλη γι’ αυτούς), συνεπώς το τέλος του κράτους κανόνων που μπορούσαν να επικαλεστούν έστω οι πιο αδύναμοι – μολονότι, προφανώς, οι κανόνες αυτοί δεν ήταν συνώνυμοι της δικαιοσύνης.
 
Ο πόλεμος αυτός δεν εξαντλεί το κοινωνικό ζήτημα, είναι όμως κρίσιμη παράμετρός του. Η υποτίμηση της εργατικής δύναμης παραμένει η κύρια στρατηγική· όσο όμως αυτή προχωρά, τόσο η εθνικοποίηση και η “προστασία” της (μέσω του πολέμου, και στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας) απογειώνεται. Είναι γι’ αυτό που θέλει θράσος χιλίων πιθήκων να κατηγορεί κανείς τον Μούιζνιεκς που “παρεμβαίνει” στα εσωτερικά της χώρας. Και θέλει άλλο τόσο θράσος να κουνά το δάχτυλο στην Αριστερά, γιατί θέλει υποτίθεται “ανοιχτά σύνορα”. Ελλείψει άλλων, δουλειά της Αριστεράς την ώρα αυτού του  πολέμου είναι η άμεση κατάπαυση του πυρός. Μέχρι τότε, à la guerre comme à la guerre.