Άλυτο εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια το Κυπριακό παραμένει ένα περίπλοκο πρόβλημα, κάτι σαν Γόρδιος Δεσμός, που συναγωνίζεται σε παλαιότητα και πολυπλοκότητα το Παλαιστινιακό Πρόβλημα, με το οποίο άλλωστε και γειτνιάζει.

Ads

Διασχίζοντας αμπελώνες κι ελαιώνες, αμμώδεις παραλίες και γραφικά χωριουδάκια, ανεβαίνοντας στο χιονοδρομικό κέντρο του όρος Τρόοδος ή πίνοντας καφέ στο κοσμοπολίτικο λιμάνι της Λεμεσού, οι πολυάριθμοι τουρίστες που επισκέπτονται το «νησί της Αφροδίτης» δεν καταλαβαίνουν εύκολα πως αυτός ο ευλογημένος από τη φύση τόπος, όπου “κάνουν διακοπές ακόμη και οι θεοί” και όπου μπορείς να κολυμπήσεις ακόμη και το Νοέμβριο, είναι στην ουσία ένα βάναυσα διχοτομημένο νησί, που κουβαλάει μια πρόσφατη τραγωδία.

Όσοι τουρίστες αφήνουν τις ζεστές παραλίες του νότου και προχωρούν προς το εσωτερικό του νησιού, δεν αργούν να το καταλάβουν.

Δίπλα στα πολυτελή ξενοδοχεία και στα εμπορικά κέντρα της πρωτεύουσας Λευκωσίας υπάρχουν οδοφράγματα, συρματοπλέγματα, στρατιώτες του ΟΗΕ και τοίχοι που χωρίζουν ακόμη και αυλές σπιτιών σε Ελληνοκυπριακό και Τουρκοκυπριακό τομέα.

Ads

Η μισή παραλιακή πόλη της Αμμόχωστου είναι κλειστή και εγκαταλειμμένη από τους κατοίκους της εδώ και 42 χρόνια, μια κανονική πόλη-φάντασμα.

Στις πλαγιές του όρους Πενταδάκτυλος στο βορρά  μια τεράστια κοκκινόλευκη σημαία, που θυμίζει την τουρκική και φαίνεται σχεδόν απ’ όλο το νησί, φιγουράρει στο βιβλίο με τα ρεκόρ Γκίνες ως η μεγαλύτερη σημαία στον κόσμο.

image

Από το 1974 μια «πράσινη γραμμή» χωρίζει το νότιο τμήμα του νησιού, όπου ζουν πλέον οι Ελληνοκύπριοι, από το βόρειο που κατέχεται παράνομα από τους Τούρκους μετά την αιφνιδιαστική απόβαση και εισβολή του τουρκικού στρατού, τον Ιούλιο του 1974, που ονομάστηκε «Επιχείρηση Αττίλας».

Καταλαμβάνοντας πάνω από το 1/3 της Κύπρου, κάνοντας την πρώτη εθνοκάθαρση στην Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκαθιστώντας μόνιμα 40.000 στρατιώτες και δεκάδες χιλιάδες εποίκους κι ανακηρύσσοντας ένα παράνομο κρατίδιο στο βορρά, η Τουρκία έδειξε με ωμό και βάρβαρο τρόπο πως ήρθε για να μείνει στην Κύπρο, όχι τόσο για να βοηθήσει την Τουρκοκυπριακή μειονότητα που απειλούνταν από την Ελληνοκυπριακή πλειονότητα, αλλά κυρίως για γεωστρατηγικούς λόγους.

Οι λόγοι είναι προφανείς. Η Κύπρος είναι ένα «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» αγκυροβολήμένο στην ανατολική Μεσόγειο, στο «μαλακό υπογάστριο» της Τουρκίας, που μπορεί να επιβλέπει αεροπορικά τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Περσικού Κόλπου, να συνδέει γεωστρατηγικά το Ισραήλ με το Δυτικό αμυντικό σύστημα και να ελέγχει από «απόσταση βολής» τη ναυτική κίνηση της διώρυγας του Σουέζ.

image

Το νησί αυτό, που κατοικείται κατά 80% από ορθόδοξους Ελληνοκυπρίους και 20% από μουσουλμάνους Τουρκοκυπρίους, αποτελεί κλασική περίπτωση θύματος λόγω σημαντικής γεωστρατηγικής θέσης. Κατέχει μια μοναδική θέση παγκοσμίως, επειδή βρίσκεται σε ίση απόσταση μεταξύ Ευρώπης, Ασίας κι Αφρικής, πάνω στον άξονα υδάτινων αρτηριών και ακριβώς απέναντι από το κανάλι του Σουέζ. Γι’ αυτό και όλες οι μεγάλες δυνάμεις που έχουν φιλοδοξίες παγκόσμιας πολιτικής δεν αγνοούν τη σημασία της και θέλουν να έχουν επιρροή ή ακόμη και βάσεις στην Κύπρο.

Στο βιβλίο του “Στρατηγικό Βάθος” ο ακαδημαϊκός και πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου επισημαίνει τη μεγάλη γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου για την Τουρκία, λέγοντας πως “ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τούρκος μουσουλμάνος  εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα”.

Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί, όταν εκλέχτηκε τον Απρίλιο του 2015, είχε πει πως έχει έρθει ο καιρός για τους Τουρκοκυπρίους να απογαλακτιστούν από την αγκαλιά της “μητέρας Τουρκίας”, εννοώντας να διαπραγματευτεί ειλικρινά με τους Ελληνοκυπρίους για την επανένωση του νησιού. Όμως η Τουρκία δε φαίνεται να επιθυμεί κάτι τέτοιο, κυρίως για λόγους γεωστρατηγικούς, παρά το κόστος υποστήριξης των Τουρκοκυπρίων που εκτιμάται σε 400 εκατομμύρια Ευρώ το χρόνο.

Υπολογίζεται μάλιστα πως από το 1974 μέχρι σήμερα η παρουσία της Τουρκίας στη βόρεια Κύπρο έχει στοιχίσει στην Άγκυρα περίπου 100 δισεκατομμύρια Ευρώ. Γι’ αυτό κι ο Ερντογάν επιμένει πως η Τουρκία ήρθε στην Κύπρο για να μείνει. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να επεκτείνει εμμέσως τον έλεγχο της και στο νότιο τμήμα του νησιού, μέσω μιας “λύσης” κομμένης και ραμμένης στα μέτρα της.

Ωστόσο, όσο η Τουρκία θα βρίσκεται με στρατό και παράνομα στην Κύπρο, που από το 2004 είναι χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο θα απομακρύνεται το ενδεχόμενο να ενταχθεί κι αυτή μια μέρα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Όχι μόνον επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία, που ελέγχεται πλέον από τους Ελληνοκυπρίους, έχει το δικαίωμα του βέτο, αλλά επειδή η Τουρκία με την παράνομη κατοχή της βόρειας Κύπρου καταπατά κάθε έννοια διεθνούς και  ευρωπαϊκού δικαίου.

Ωστόσο η Κύπρος είναι πολύ μικρό μέρος για να κρύβει τόσο μίσος. Ένα διχοτομημένο νησί είναι κάτι το παράδοξο και σπάνιο. Η Λευκωσία είναι η τελευταία διχοτομημένη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, που χωρίζεται με τείχος και οδοφράγματα σε δύο τομείς, κάτι σαν ένα “ψυχροπολεμικό Βερολίνο” της Μεσογείου. Αναλογικά με την έκταση και τον πληθυσμό της η Κύπρος είναι ένα από τα πιο στρατιωτικοποιημένα σημεία του πλανήτη μας. Αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται για πολύ ακόμη.

image

Ειδικά αφότου η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες μέλος της Ε.Ε. και το Κυπριακό πρόβλημα δεν είναι απλώς διαμάχη δύο κοινοτήτων, ούτε ένα ελληνο-τουρκικό πρόβλημα, αλλά πλέον ένα Ευρω-τουρκικό πρόβλημα, το οποίο η Άγκυρα συναντά συνεχώς μπροστά της στις σχέσεις της με την Ευρώπη.

Έχουν όμως τ’ αστέρια ευθυγραμμιστεί για μια λύση στο Κυπριακό; Σε μια περιοχή που φλέγεται κι ανακύπτουν συνεχώς νέες εστίες πολέμων και έντασης, χρειάζεται και μια “ιστορία επιτυχίας”, όπως η επίλυση του Κυπριακού, που θα σταθεροποιούσε για τα καλά την Κύπρο, την Ελλάδα, την Τουρκία αλλά και το Ισραήλ και θα αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση για παρόμοια προβλήματα. ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση πιέζουν επίσης για επίλυση και λόγω των υδρογονανθράκων που βρέθηκαν νοτίως της Κύπρου και θα ήθελαν όλοι τους να  εκμεταλλευτούν.

Υπάρχει έτσι συγκρατημένη αισιοδοξία για επανένωση του νησιού και για συγκρότηση μιας ενιαίας δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας στους κόλπους της Ε.Ε. Για πρώτη φορά στη συνάντηση τους στη Γενεύη στις 11 Ιανουαρίου οι δύο πλευρές κατέθεσαν τους δικούς τους χάρτες για τη ρύθμιση του εδαφικού ζητήματος, που προβλέπουν 71,5% στην Ελληνιοκυπριακή διοίκηση και 28,5% στην Τουρκοκυπριακή.

Για πρώτη φορά επίσης έγινε στο ίδιο μέρος διεθνής διάσκεψη με τη συμμετοχή και των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία). Όλοι τους επανέλαβαν τις θέσεις τους και συμφώνησαν να συνεχίσουν τις προσπάθειες με στόχο μια “δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική” λύση του Κυπριακού. Για να γίνει αυτό εφικτό όμως θα πρέπει να είναι μία λύση χωρίς νικητές και ηττημένους, όπου όλοι στο τέλος θα πρέπει να νιώθουν κερδισμένοι, διότι διαφορετικά η όποια συμφωνία δεν θα μπορέσει να εγκριθεί σε δημοψήφισμα από το λαό της Κύπρου.

Οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν πως έχουν κάνει ήδη πολλές υποχωρήσεις και δεν έχουν άλλα περιθώρια. Υπάρχει άλλωστε και κάτι που λέγεται Δημοκρατία, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί η πλειονότητα του 80% να εξισωθεί με τη μειονότητα του 20%. Δεν υπάρχει παγκόσμιο προηγούμενο σ’ αυτό. Άλλωστε κατοχική δύναμη στην Κύπρο είναι η Τουρκία και όχι η Ελλάδα. Αυτή ευθύνεται για την εισβολή, την παραβίαση της κυπριακής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας, κατά παράβαση όλων των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Δεν μπορεί μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. να εξαρτάται από μια τρίτη χώρα, όπως η Τουρκία του Ερντογάν, που είναι στον προθάλαμο της Ε.Ε. και δεν φαίνεται στον ορίζοντα η είσοδος της.

image

Επίσης η Ελλάδα και ο Ελληνοκύπριος Πρόεδρος Αναστασιάδης υποστηρίζουν πως η συνθήκη των εγγυήσεων, που υπογράφηκε το 1959, είναι ένας αναχρονιστικός θεσμός, κατάλοιπο της εποχής της αποικιοκρατίας και πρέπει να καταργηθεί. Προτείνουν να αντικατασταθεί από ένα Τριμερές Σύμφωνο Φιλίας Τουρκίας, Ελλάδας, Κύπρου και προτείνουν μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία θα υπάρχει πολυεθνική αστυνομική δύναμη στην Κύπρο, με στόχο την αποτροπή και αντιμετώπιση απειλών στην ασφάλεια.

Η Τουρκία, που είναι δύναμη κατοχής στην Κύπρο, δεν έχει ακόμη ανοίξει όλα τα χαρτιά της.  Ως γνωστόν η Άγκυρα είναι ένας σκληρός διαπραγματευτής και καταφεύγει συχνά σε “ανατολίτικα παζάρια” παίρνοντας συνήθως περισσότερα απ’ όσα δίνει. Αν η Τουρκία επιμείνει αδιάλλακτα σε δικαίωμα επέμβασης ή μόνιμης παρουσίας τουρκικού στρατού στο νησί, τότε θα υπάρξει και πάλι αδιέξοδο. Μέχρι τώρα η Τουρκία δεν έφερε τίποτε το νέο στις συνομιλίες στη Γενεύη, παρά μόνο τις γνωστές της θέσεις. Γι’ αυτό ίσως δεν πρέπει καλλιεργούνται υψηλές προσδοκίες.

image

Το επόμενο διάστημα θα ξεκαθαρίσει το τοπίο. Αν βρεθεί τελικά λύση θα πρέπει να οικοδομηθεί σε στέρεο έδαφος και όχι στην άμμο, καθώς θα μπορούσε να καταρρεύσει με την πρώτη κρίση.  Γι’ αυτό υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν τη “μη λύση” ως την καλύτερη λύση.

Υπάρχει βέβαια και το Plan B, αν αποτύχουν όλες οι διαπραγματεύσεις για την επανένωση της Κύπρου, που δεν είναι άλλο από το “βελούδινο διαζύγιο”, με τη δημιουργία δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί (Ελληνοκυπριακού και Τουρκοκυπριακού), με εδαφικές αναπροσαρμογές και αμοιβαίες παραχωρήσεις σε κάποια ζητήματα.

Αυτή η λύση έχει κάποια θετικά για την ελληνική και ευρωπαϊκή πλευρά π.χ. τα κοιτάσματα υδρογοναθράκων στο νότο θα ήταν αποκλειστικά δικά της, η Τουρκία δεν θα μπορούσε να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Ε.Ε. με Δούρειο Ίππο τους Τουρκοκυπρίους κ.α. αλλά θα είχε τουλάχιστον ένα πολύ σοβαρό μειονέκτημα: θα νομιμοποιούσε και θα μονιμοποιούσε την παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο, οδηγώντας σε μη αντιστρεπτή δημογραφική αλλοίωση του νησιού. Με άλλα λόγια η Κύπρος θα συνέχιζε να αποτελεί μια ακόμη εστία αστάθειας, έτοιμη πάντα να εκραγεί και το κυπριακό πρόβλημα θα διαιωνιζόταν. Όπως άλλωστε λέει και μια παλιά κυπριακή παροιμία: “Ένας κουζουλός ρίχνει έναν βράχο στη θάλασσα κι εκατό σοφοί δεν μπορούν να τον βγάλουν”!

image
 
 
ΈΝΑ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΝΗΣΙ
 
Με έκταση 9.251 τετραγωνικά χιλιόμετρα η Κύπρος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου, σε απόσταση μόλις 69 χλμ. από τις τουρκικές ακτές, 103 χλμ. από τις ακτές της Συρίας,    350 χλμ. από το στενά του Σουέζ και 400 χλμ. από το το ανατολικό ελληνικό νησί της Ρόδου. H Κύπρος είναι ένας από τους παλιότερους νησιωτικούς πολιτισμούς στον κόσμο, με παρουσία ανθρώπινου πολιτισμού από τη 10η χιλιετία π.Χ.  Αποικίστηκε από Μυκηναίους Έλληνες κατά τη 2η χιλιετία π.Χ σε δύο κύματα, ξεκινώντας από το 1400 π.Χ. Το νησί διεκδικήθηκε στην αρχαιότητα από Ασσύριους, Αιγύπτιους, Πέρσες, ώσπου το 333 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος το απελευθέρωσε και το έθεσε ξανά υπό ελληνικό έλεγχο.

Στη συνέχεια η Κύπρος πέρασε διαδοχικά στον έλεγχο των Ρωμαίων, των Βυζαντινών, των Αράβων, των Σταυροφόρων, των Βενετών, των Τούρκων και τελικά των Βρετανών, χωρίς ποτέ να χάσει τον κυρίαρχο ελληνικό και χριστιανικό του χαρακτήρα. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί το 1570 κι ακολούθησαν σφαγές και μαζικοί εξισλαμισμοί Κυπρίων, πολλοί εκ των οποίων παρέμειναν κρυπτο-χριστιανοί. Το 1878 η Βρετανική Αυτοκρατορία αγόρασε από την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία την Κύπρο, θέλοντας να την καταστήσει εμπορική και ναυτική βάση απέναντι ακριβώς από το Κανάλι του Σουέζ.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι ορθόδοξοι Ελληνοκύπριοι, που αποτελούσαν το 78% των κατοίκων της νήσου, ξεκίνησαν έναν αντιαποικιακό αγώνα κατά της Βρετανικής κυριαρχίας με σύνθημα την “Ένωση” με την Ελλάδα. Η μουσουλμανική τουρκοκυπριακή μειονότητα (18%) πήρε τότε την πλευρά των Βρετανών κι άρχισε να δημιουργείται το πρώτο σχίσμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το 1960 η Κύπρος έγινε τελικά ανεξάρτητη χώρα, με πρόεδρο Ελληνοκύπριο κι αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο, και με την εγγύηση της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία κράτησε και δύο βάσεις στις νότιες ακτές του νησιού.

Μετά την ανεξαρτησία ακολούθησαν συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες και το 1974, με αφορμή ένα πραξικόπημα της Χούντας της Ελλάδας κατά του Προέδρου Μακαρίου, οι τούρκικες δυνάμεις εισέβαλαν στη βόρεια Κύπρο καταλαμβάνοντας πάνω  από το 1/3 του νησιού. Χιλιάδες σκοτώθηκαν και 162.000 Ελληνοκύπριοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να γίνουν πρόσφυγες στο νότο, ενώ 50.000 Τουρκοκύπριοι ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία προς τον κατεχόμενο από τον τουρκικό στρατό βορρά, που το 1983 ανακηρύχθηκε παράνομα σε “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”, που αναγνωρίζεται μόνον από την Τουρκία, η οποία διατηρεί εκεί 40.000 στρατιώτες. Από τότε οι δύο κοινότητες ζουν η μία δίπλα στην άλλη, αλλά χωριστά.

Η μόνη διεθνώς αναγνωρισμένη κρατική οντότητα στο νησί είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, που από το 1974 ελέγχεται αποκλειστικά από τους Ελληνοκυπρίους. Το 60% της Κύπρου είναι έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που από το 2004 είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το 2008 και της Ευρωζώνης. Τα κατεχόμενα από τα τουρκικά στρατεύματα εδάφη αποτελούν το 35% της έκτασης της Κύπρου και συνιστούν τη λεγόμενη “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”, χωρίς διεθνή αναγνώριση. Το 2,6% είναι η λεγόμενη “νεκρή ζώνη”, που χωρίζει τους Ελληνοκυπρίους από τους Τουρκοκυπρίους και διοικείται από τον ΟΗΕ΅, ενώ το 2,7% ανήκει στις δύο βρετανικές βάσεις στις νότιες ακτές του νησιού.

Η σημερινή Κύπρος έχει πληθυσμό περίπου 1.200.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 900.000 είναι Ελληνοκύπριοι που κατοικούν στο νότο και οι 300.000 Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι έποικοι που ζουν στο βορρά. Στο νότο το βιοτικό επίπεδο είναι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελληνοκυπρίων, που μιλούν τα Αγγλικά εξίσου καλά με τα Ελληνικά, είναι 4πλάσιο από εκείνο των Τουρκοκυπρίων. Η οικονομία της Κύπρου βασίζεται στις υπηρεσίες, κυρίως χρηματοπιστωτικές και εμπορικές, με χαμηλή φορολογία και ελάχιστη γραφειοκρατία. Η Κύπρος δέχεται 4 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο, υπό τη σημαία της βρίσκονται σχεδόν χίλια μεγάλα πλοία, ενώ στη θάλασσα νοτίως των ακτών της έχουν ανακαλυφθεί τελευταία τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου. 

Μετά το 1974 και υπό την παρότρυνση του ΟΗΕ, πού έβγαλε μια σειρά από καταδικαστικά ψηφίσματα εις βάρος της Τουρκίας, ξεκίνησαν συνομιλίες ανάμεσα στις δύο κοινότητες για την επανένωση του νησιού και τη συγκρότηση μιας δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας. Οι συνομιλίες αυτές είχαν φτάσει κατά καιρούς κοντά σε “λύση” με αποκορύφωμα το “Σχέδιο Ανάν” το 2004, που όμως απέρριψαν με δημοψήφισμα οι Ελληνοκύπριοι (74% κατά), ενώ το ενέκριναν οι Τουρκοκύπριοι (67% υπέρ). Δέκα χρόνια αργότερα οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν και πάλι, υπό το δεδομένο πλέον πως η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι στη  θάλασσα στα νότια του νησιού ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα αερίου.

image

Οι Ελληνοκύπριοι επικεντρώνονται στην επιστροφή όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών και προσφύγων υπό τη διοίκηση τους, στη εφαρμογή όλων των νόμων και δικαιωμάτων της Ε.Ε., ενώ απορρίπτουν το καθεστώς των εγγυήσεων και την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στο νησί.

Οι Τουρκοκύπριοι    επικεντρώνονται στην επίτευξη ισοτιμίας ανάμεσα στα δύο κρατίδια, που θα αποτελούν τη μελλοντική Κυπριακή Ομοσπονδία, σε μεγαλύτερη συμμετοχή τους στην ομοσπονδιακή διοίκηση και στην εκ περιτροπής προεδρία (εναλλαγή Ελληνοκύπριου και Τουρκοκύπριου προέδρου) και φυσικά στη διατήρηση των επεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και τμήματος του τουρκικού στρατού. Οι αποστάσεις των δύο πλευρών είναι μεγάλες, αλλά όχι αγεφύρωτες.

Οι Κύπριοι θα πρέπει να παραδεχθούν πως υπάρχει περισσότερη ελπίδα σ’ ένα δύσκολο γάμο παρά σ’ ένα διαζύγιο με συρματοπλέγματα, οδοφράγματα και στρατιώτες. Το παράδειγμα άλλωστε των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων, που απέτυχαν παταγωδώς να συμβιώσουν, είναι πολύ κοντά τους.
 
 
Ο Γιώργος Στάμκος ([email protected]) είναι συγγραφέας και δημιουργός του Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com). Στο βιβλίο του “Γεωπολιτική του Αρχιπελάγους” αναλύει τις γεωπολιτικές και γεωφιλοσοφικές προεκτάσεις των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.