Η Τρόικα κρατά μία ανυποχώρητη στάση στα εκκρεμή ζητήματα της αξιολόγησης, με το ΔΝΤ να  βλέπει δημοσιονομικό κενό όχι μόνο για το 2015 αλλά και για τη διετία 2016-2017, ζητώντας μέτρα για την κάλυψη τους.

Ads

Φτάνοντας χρονικά μέχρι το 2017 το ΔΝΤ προσδίδει στην αμφισβήτηση του ελληνικού προγράμματος μία μακροπρόθεσμη διάσταση η οποία στην πραγματικότητα ξεπερνά τα τρία χρόνια αφού το Ταμείο δε μιλά, σχεδόν, ποτέ για συγκεκριμένα νούμερα και μέτρα για διαστήματα μεγαλύτερα της τριετίας.

Αυτό μπορεί να σημαίνει το προφανές, ότι δηλαδή η Τρόικα αμφισβητεί  και μάλιστα σε πολυετή ορίζοντα, τόσο το ύψος των αναμενόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων όσο και τους προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας. Πέρα από αυτό, μπορεί να σημαίνει πως η Τρόικα υπολογίζει κρυφές χρηματοδοτικές ανάγκες, τις οποίες η κυβέρνηση δεν συμπεριλαμβάνει στον προγραμματισμό της.

Το πρώτο, συνδέεται με την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και την αυξημένη πιθανότητα μη επίτευξης φιλόδοξων στόχων.

Ads

Το δεύτερο συνδέεται, μεταξύ άλλων,  με  ένα κρυφό φορολογικό ‘πακέτο στήριξης’  που δόθηκε στις τράπεζες από το ελληνικό δημόσιο σε δύο στάδια, το πρώτο το  2012 και  δεύτερο το  φθινόπωρο του 2014.

Το κρυφό φορολογικό ‘πακέτο στήριξης’ προς τις τράπεζες

Μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωση του χρέους, στο πρώτο τρίμηνο του 2012, η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε σε ένα πλάνο συμψηφισμού τμήματος των ζημιών ύψους 37,7 δις ευρώ που υπέστησαν οι τράπεζες από το ‘κούρεμα’ των ομολόγων τους,  με τη μη καταβολή φόρων στα κέρδη τους για τα επόμενα τριάντα χρόνια, μέχρι του ύψους των 37,7 δις ευρώ.

Προέκυψε με αυτόν τον τρόπο κάτι που ονομάζεται «αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση» και της οποίας το  ύψος είναι, περίπου, 10 δις ευρώ, δηλαδή το 37,7 επί το φορολογικό συντελεστή 26%.

Τα χρήματα αυτά είναι ανεξάρτητα των δανείων ύψους 40 δις ευρώ που χρεώθηκε ο Έλληνας φορολογούμενος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα οποία κάλυπταν με το παραπάνω τα 37,7 δις ευρώ των απωλειών της αναδιάρθρωσης των ομολόγων τους.

Με την πρόσφατη τροπολογία της κυβέρνησης ο αναβαλλόμενος αυτός φόρος αναγνωρίστηκε ως κεφάλαια των τραπεζών με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει πως αν οι τράπεζες έχουν κέρδη δε θα πληρώσουν φόρο και αν δεν έχουν, σύμφωνα με τα λόγια του υπουργού Οικονομικών κ. Γκίκα Χαρδούβελη, «το Δημόσιο θα καταβάλει το ποσό που αντιστοιχεί στον αναβαλλόμενο φόρο» λαμβάνοντας «μετοχές αντίστοιχης αξίας».

Επιπλέον, αν οι τράπεζες έχουν ζημίες και δε μπορούν να συμψηφίσουν τον αναβαλλόμενο φόρο θα προχωρούν σε αύξηση κεφαλαίου την οποία θα καλύπτει το δημόσιο για ποσό που θα αντιστοιχεί όχι στο 100% αλλά στο 110% του ποσού του μη συμψηφιζόμενου φόρου.

Με την ίδια τροπολογία δημιουργείται και ένας νέος αναβαλλόμενος φόρος ο οποίος, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, θα προκύπτει  «από την ενεργητική αναδιάρθρωση δανείων» των τραπεζών. Όπως και ο αναβαλλόμενος φόρος από την αναδιάρθρωση των ομολόγων και αυτός ς, επίσης λογίζεται ως τραπεζικά κεφάλαια.

Ο  προβληματισμός της  Τρόικας σε σχέση με τον παραπάνω σχεδιασμό της κυβέρνησης είναι πολλαπλός.

  • Πρώτον, πώς είναι δυνατόν να καθοριστούν φορολογικές απαιτήσεις επί υποτιθέμενων τραπεζικών κερδών ύψους 37,7 δις ευρώ σε ορίζοντα 30 ετών; Όπως έδειξε η πρόσφατη ιστορία μέσα σε λίγα χρόνια τράπεζες μπορεί να αναγκαστούν να προβούν σε αναδιαρθρώσει ή και να κλείσουν. Είναι, πρακτικά και θεωρητικά, αδύνατο να προβλέψει κανείς μετά βεβαιότητας την κερδοφορία τραπεζών για λίγα χρόνια και σε χώρες με απόλυτα υγιή οικονομικά. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα και για διάστημα τριάντα ετών.
  • Δεύτερον, με την τροπολογία της κυβέρνησης το κράτος όχι μόνο δε θα λαμβάνει φόρους σε περίπτωση κερδών αλλά θα πρέπει να πληρώνει και τις ζημίες τους. Πόσες θα είναι αυτές στο μέλλον και σε ποιο ύψος θα μπορούσαν να φτάσουν στην περίπτωση ενός ‘ατυχήματος’ για το οποίο θα μπορούσαν ακόμη και να μην ευθύνονται οι ίδιες;
  • Τρίτον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων ως ποσοστό του συνόλου του δανείου τους διεθνώς, το οποίο αγγίζει το 40% και αποτιμάται σε, περίπου 80 δις ευρώ. Μάλιστα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούν να αυξάνονται και κανείς δε γνωρίζει το ακριβές τελικό τους ύψους, ενώ μόλις το 47% αυτών καλύπτονται από κάποιου είδους εγγύηση που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι αρκετή για να καλύψει το σύνολο της απαίτησης.Πόσα δις δανείων θα αναγκαστούν, τελικά, να διαγράψουν οι τράπεζες και πόσο θα κοστίσει ο συμψηφισμός των ζημιών τους στο δημόσιο;

Εν κατακλείδι,  εφόσον το κράτος εγγυάται της ζημίες των τραπεζών με την καταβολή ρευστού το οποίο θα πρέπει να αντλήσει από τους φορολογούμενους και από δανεισμό,  οι μελλοντικοί προϋπολογισμοί του κράτους και το δημόσιο χρέος  θα πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως του ύψους των ζημιών που θα γράψουν οι τράπεζες όταν προχωρήσουν στην αναδιάρθρωση των δανείων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Ζημίες για τις οποίες θα απαιτήσουν το συμψηφισμό από το δημόσιο με την καταβολή μετρητών τόσο για την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση από την αναδιάρθρωση των ομολόγων τους όσο και από αυτήν των δανείων τους.

Ζημίες, οι οποίες είναι αδύνατο να υπολογιστούν καθώς κανείς δε γνωρίζει ούτε πώς ακριβώς θα κινηθεί η ελληνική οικονομία ούτε, το κυριότερο, το ακριβές κόστος της αναδιάρθρωσης των δανείων των τραπεζών, πόσο μάλλον καθώς αυτή ακόμη δεν έγινε και αφού τα επισφαλή δάνεια ακόμη αυξάνονται.

Ετσι, κανείς δε γνωρίζει ούτε ποια θα είναι η επιρροή των παραπάνω στους κρατικούς προϋπολογισμούς και κατά συνέπεια πόσο μεγάλο θα είναι το χρηματοδοτικό κενό, ούτε ποια θα είναι η προσαύξηση στο δημόσιο χρέος στο μέλλον και κατά συνέπεια κατά πόσο θα  πρέπει να προσαρμοστούν σήμερα οι προβλέψεις για το δημόσιο χρέος σήμερα.

Και καθώς το μόνο σίγουρο είναι πως τίποτε από τα παραπάνω δε μπορεί να υπολογιστεί με σιγουριά αλλά είναι απολύτως βέβαιο πως η αναδιάρθρωση των δανείων είναι προ των πυλών και γι’ αυτό ψηφίστηκε μόλις και ο σχετικός νόμος,  η Τρόικα αρνείται να δεχτεί τον προϋπολογισμό και το σχεδιασμό της κυβέρνησης και επιβάλλει περισσότερα εισπρακτικά μέτρα και η κυβέρνηση γνωρίζει επακριβώς το λόγο που αυτό συμβαίνει αλλά κάνει πως δεν καταλαβαίνει γιατί δε μπορεί να πει στο λαό ότι έχει κανονίσει να πληρώσει και άλλα χρήματα για να σώζει τις τράπεζες για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Βέβαια, η κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση των δανείων των τραπεζών και να χρησιμοποιήσει για την κάλυψη των ζημιών τους τα 11,5 δις ευρώ από το αδιάθετο υπόλοιπο στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Όμως τότε θα έπρεπε να προχωρήσει σε αίτηση για νέο δανεισμό από την Τρόικα, κάτι που θα σήμαινε και την υπογραφή νέου Μνημονίου και έτσι την παραδοχή ότι η πολιτική της απέτυχε.

Μέσω του κρυφού «πακέτου στήριξης» ωστόσο, η ελπίδα για τη συντήρηση του μύθου της εξόδου από την κρίση και τα Μνημόνια και έτσι η ελπίδα για παραμονή στην εξουσία, διατηρείται ζωντανή.

Πάνος Παναγιώτου
Διευθυντής Ελληνικής Κοινότητας Τεχνικών Αναλυτών  (www.ekta.gr)
www.analitis.gr