Μια προσεκτική ανάγνωση της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ιδεολογίας του κεφαλαίου, φέρνει στη μνήμη μας τον τρόπο με τον οποίο η καπιταλιστική τάξη κατάφερε να διαλύσει τη φεουδαρχική τάξη μοιράζοντας τη μεγάλη γαιοκτησία στους απελεύθερους κολίγους, στους ακτήμονες καλλιεργητές της, ενώ θα έπρεπε, σύμφωνα με τις αρχές του οικονομικού ορθολογισμού, να συγκροτήσει μεγάλους παραγωγικούς αγροτοβιομηχανικούς συνεταιρισμούς[1], που και ώθηση στην ανάπτυξη θα έδιναν και καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στους συνεταιριζόμενους παραγωγούς θα πρόσφεραν, πράγμα που ελεγχόμενα έκαναν αργότερα όλες οι καπιταλιστικές χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.

Ads

Αυτή η κονιορτοποίηση της παραγωγικής γης στις καπιταλιστικές μητροπόλεις δεν επέτρεψε μόνο το σφετερισμό της γαιοπροσόδου από το σταθερά και γρήγορα ανερχόμενο εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά εξασφάλισε και την πολιτική ανοχή ή ακόμα και την πολιτική συμπάθεια των μικροαγροτών που από κολίγοι και ακτήμονες αγρεργάτες βρέθηκαν ξαφνικά ‘αφεντικά’, ιδιοκτήτες γης. Αλλά δεν άργησαν να καταλάβουν πως από κολίγοι των τσιφλικάδων έγιναν δούλοι του εμπορικού, του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, πολλοί από τους οποίους αναγκάστηκαν να ζουν σε πολύ χειρότερες συνθήκες από πριν[2].

Διαβάστε:

Στα πλαίσια αυτής της λογικής διαμορφώθηκε η πρόταση να διευρυνθεί προς τα κάτω, προς το προλεταριάτο η μορφή της ‘ανώνυμης μετοχικής εταιρίας’ και, για να εξασφαλίσει ανέξοδη χρηματοδότηση, άρχισε να πουλάει σε μικροκαταθέτες ‘ιδιοκτησιακά δικαιώματα’ με τη μορφή των μετοχών. Βγήκαν λοιπόν στο ντελάλι οι θεωρητικοί της «καπιταλιστικής επανάστασης» που θα φέρει τον «καθαρό καπιταλισμό» και για να ρίξουν τον πυρετό των ταξικών συγκρούσεων πρότειναν «τη δημιουργία οργανισμών που θα ‘εφοδιάζουν τους εργαζόμενους, ύστερα από μερικά χρόνια εργασίας με μετοχές ανώνυμων εταιρειών που το εισόδημά τους θα τους παρέχει τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να συμμετέχουν στην παραγωγή συνεισφέροντας πιά κεφάλαιο αντί της εργασίας των»[3].

Με διάφορους τρόπους ακολούθησε πλημμυρίδα εκλαϊκευμένων δημοσιεύσεων που έκαναν λόγο για τον ‘Αμερικάνικο’, τον ‘Μοντέρνο’, το ‘Λαϊκό Καπιταλισμό’, με στόχο το «καπιταλιστικό μανιφέστο να αντικαταστήσει το κομμουνιστικό μανιφέστο»[4] και συνεπώς ο καπιταλισμός να βάλει στο περιθώριο το αίτημα των εργαζόμενων για σοσιαλισμό της κοινωνικής ισότητας και της άμεσης δημοκρατίας. Για να το πετύχουν αυτό υιοθέτησαν και τις προτάσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των συνδικάτων για participation, Mitbestimmung και συμμετοχή των εργαζόμενων στα όργανα λήψης των αποφάσεων, «αλλά μέχρι του σημείου που δεν θα κινδύνευε το σύστημα της αγοράς και η έννοια της ιδιοκτησίας»[5].

Η ‘εργατική συμμετοχή’ και τα ‘χαρτιά’, δηλαδή οι μετοχές αποδείχτηκαν πολύ γρήγορα ‘άνευ πραγματικής αξίας’, αφού το ‘πλειοψηφικό πακέτο’ παρουσίαζε συνήθως ‘ζημιές’ και συνεπώς δεν έδινε ‘μέρισμα’ και όχι σπάνια οδηγούσε τις μετοχικές εταιρείες σε πραγματική ή εικονική χρεοκοπία. Κατάφερε όμως έτσι, για κάμποσο διάστημα, να δώσει ‘κοινωνικό χαρακτήρα’ στον καπιταλισμό και μάλιστα επέλεξε να μιλήσει με τη βοήθεια του ιδεολογήματος περί ‘Λαϊκού Καπιταλισμού’ ακόμα και για κατάργηση των τάξεων. Με αυτόν τον αποπροσανατολισμό των εργαζόμενων και με την παραγωγική αξιοποίηση της τεχνολογικής επανάστασης ο καπιταλισμός κατάφερε στην περίοδο των τελευταίων σαράντα ετών να υπερτριπλασιάσει την παραγωγικότητα, χωρίς ωστόσο να αυξήσει αντίστοιχα την πραγματική αμοιβή της εργασίας. Σήμερα όλοι γνωρίζουμε ότι αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ παραγωγικότητας και αμοιβής της εργασίας, αντί να περιορίσει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, όπως πίστευαν οι συντάκτες του ‘καπιταλιστικού μανιφέστου’, το βοήθησε σε μια ακόμα μεγαλύτερη συγκεντροποίηση, με συνέπεια βέβαια την απαξίωση της μισθωτής εργασίας και την αύξηση της ανεργίας, με άμεσο αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης της εργαζόμενης κοινωνίας-ανθρωπότητας.

Το χάος που δημιουργήθηκε με την εισοδηματική υστέρηση των εργαζόμενων, που αποτελούν και τον κύριο όγκο της ενεργούς ζήτησης, ανάδειξε και πάλι μια κρίση υποκατανάλωσης και στασιμότητας, για την αντιμετώπιση της οποίας η νεοκλασική οικονομική θεωρία και η νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν επέλεξαν την εφαρμογή κάποιας κεϋνσιανής συνταγής αύξησης των δημοσίων επενδύσεων και του κοινωνικού κράτους, αφού δεν μπορούσαν να σκεφτούν κάτι έξω, πέρα και ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά τη νεοφιλελεύθερη συνταγή της κάλυψης της υστέρησης του εισοδήματος των εργαζόμενων και της ρευστότητας των επιχειρήσεων, κύρια των μικρομεσαίων, με άφθονο τοκογλυφικό τραπεζικό δανεισμό. Αυτή η πολιτική έφερε, τα πρώτα χρόνια, υπερβολικά κέρδη στις τράπεζες και μεγάλο πλούτο στους μεγαλομετόχους τους, αλλά και πολλές επισφάλειες με αποτέλεσμα την τρέχουσα τραπεζική κρίση ρευστότητας, την υποχρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και συνεπώς την υφεσιακή κρίση οικονομίας με έκρηξη της ανεργίας, αλλά έφερε και την κοινωνία απέναντι στο σύστημα. Και όλα αυτά όχι γιατί δεν υπάρχουν κεφάλαια, αλλά γιατί υπάρχουν πάρα πολλά κεφάλαια, μόνο που αυτά βρίσκονται στα χέρια λίγων, των αρχιτεκτόνων του καπιταλιστικού παράδοξου που γεννάει το χάος, την καταστροφή και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Το τραγικό προσωπείο αυτής της καπιταλιστικής λεηλασίας του εισοδήματος των εργαζόμενων θα φανεί, όταν και εφόσον, μετά την κρίση επανασυγκρότησης του καπιταλισμού, διαμορφωθεί ή νέα ισορροπία με απόλυτο κυρίαρχο το ηγεμονικό κεφάλαιο, οπότε και η βίαιη είσπραξη των δανείων θα πάρει τη μορφή ενός τσουνάμι κατασχέσεων των υποθηκευμένων, και όχι μόνο, περιουσιακών στοιχείων των χρεωστών. Τότε θα γίνει κατανοητό από όλους, πως τα περιουσιακά ψίχουλα που μοιράζει ο καπιταλισμός, δεν είναι παρά οι αόρατες αλυσίδες με τις οποίες το κεφάλαιο σέρνει τους εργαζόμενους στο άρμα του, για να αναβάλλει τη μέρα που οι επιμέρους κοινωνίες και συνολικά η ανθρωπότητα θα αποφασίσουν να στείλουν το δικαστικό κλητήρα της ιστορίας, για να τοιχοκολλήσει στην πόρτα του καπιταλισμού την απόφαση οριστικής κατάσχεσης, απαλλοτρίωσης και κοινωνικοποίησης όλων των κλεμμένων περιουσιακών στοιχείων του και την απόδοση στο δημιουργό τους, στην εργαζόμενη κοινωνία.

Κάπως έτσι ναυαγεί σταδιακά η «καπιταλιστική επανάσταση που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα από τον πρωτόγονο καπιταλισμό στον συλλογικό, εργασιακό, μικτό, εκσοσιαλισμένο και ευημερικό καπιταλισμό»[6]. Και είναι αυτή η ώρα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού να αναλάβουν τις ευθύνες για να είναι ανώδυνο το πέρασμα από την καπιταλιστική βαρβαρότητα σε ένα καλύτερο κόσμο. Σε ένα κόσμο που δεν θα υπάρχει ιδιοκτησία, δεν θα υπάρχει κεφάλαιο και εκμετάλλευση και η εργασία θα πάψει να υπάρχει ως πηγή πλούτου για λίγους και πηγή δυστυχίας για τους πολλούς, αλλά ως απελευθερωμένη δημιουργική δραστηριότητα έμπνευσης και δεξιοτήτων και ως πηγή καθολικής ευημερίας, ισότητας, ελευθερίας, ειρήνης και πολιτισμού.

Ο καπιταλισμός, ως κοινωνική σχέση εξουσίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, που εκφράζεται με τη μορφή του δικαιώματος αποκλειστικής ατομικής ιδιοκτησίας εξουσιαστών πάνω σε πράγματα που παράχθηκαν από εξουσιαζόμενους, μπορεί να ανατραπεί μόνο με την ριζική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την αντικατάστασή της από την κοινοκτησία, με την έννοια της κοινοχρησίας και στην ουσία την καθολική ακτημοσύνη δηλαδή την κοινοκτημοσύνη, την κοινωνική αυτοδιαχείριση κάθε οικονομικής δραστηριότητας και την ισοκατανομή του κοινωνικού πλούτου.

Όσοι παρουσίασαν και συνεχίζουν να θέλουν να παρουσιάσουν τον άνθρωπο ως αρπακτικό και την ατομική ιδιοκτησία ως φυσικό δίκαιο, παραγνωρίζουν πως στη φύση δεν υπάρχει η έννοια της ιδιοκτησίας σε καμιά μορφή ζωής, ούτε και στα σαρκοβόρα θηρία τα οποία, ακόμα και όταν σκοτώνουν το θήραμά τους το κάνουν για να τραφούν και να επιζήσουν και όχι από πλεονεξία ‘για να πλουτίσουν’. Ακόμα και οι φωλιές, τα καταφύγια και οι ‘αποκλειστικές περιοχές’ δεν έχουν την έννοια της κτήσης, αλλά της χρήσης και μάλιστα της προσωρινής και συνήθως αμφισβητούμενης. Στη Φύση κυριάρχησε πάντα και σε όλες τις μορφές της ζωής η αίσθηση της κοινωνικότητας, της αλληλεγγύης, της αμοιβαίας συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας και μάλιστα ανεξάρτητα από δεσμούς αίματος[7].

Τα συστήματα εξουσίας και πολλοί τιτλούχοι υπάλληλοί τους υποστηρίζουν, αναφερόμενοι ακόμα και στα πρώτα βήματα, πως η ανθρωπότητα δεν είναι παρά ένα σύνολο από άτομα-αγρίμια έτοιμα να αλληλοκατασπαραχθούν για να αποκτήσουν δύναμη και πλούτο. Αποσιωπούν όμως πως οι όποιες συγκρούσεις είχαν ως αποκλειστικό στόχο την εξασφάλιση της τροφής και συνεπώς πρωταρχικά δεν συγκρούονταν οι ανθρώπινες ομάδες μεταξύ τους, αλλά, συγκρούονταν οι βιολογικές ανάγκες τους με την πείνα τους και την έλλειψη τροφής. Αποφεύγουν επίσης να πουν πως όταν και όπου υπήρχε άφθονη τροφή για όλους εκεί δεν υπήρχαν αλληλοσπαραγμοί, μέχρι που εμφανίστηκε το κράτος και η ατομική ιδιοκτησία. Κάθε εξουσία έκτοτε προβάλλει τις ίδιες θεωρίες και τα ίδια επιχειρήματα, γιατί μόνο έτσι μπορεί να πείσει για τη δική της αναγκαιότητα και κάνει ότι μπορεί για να μην συντρέχουν συνθήκες καθολικής ευημερίας, ώστε ο καθένας να μπει στο στημένο εξουσιαστικό παιχνίδι του ανταγωνισμού, της αλληλοεξόντωσης και της συμμετοχής στη βαρβαρότητα. Κι’ όμως «η Φύση διδάσκει μην ανταγωνίζεστε. Ο ανταγωνισμός είναι βλαπτικός για τα είδη και υπάρχουν πολλοί τρόποι για να τον αποφύγουμε… Γι’ αυτό συνδυαστείτε, καταπιαστείτε με έργα αλληλοβοήθειας. Αυτό είναι το ασφαλέστερο μέσο, προκειμένου ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί να απολαύσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, που είναι η καλύτερη εγγύηση για επιβίωση και ανάπτυξη σωματική, διανοητική και ηθική»[8].

Και όσοι υποστηρίζουν την άποψη πως η ατομική ιδιοκτησία είναι δικαίωμα και αξία που πηγάζει από την ανθρώπινη φύση, παραγνωρίζουν ή θέλουν να παραγνωρίζουν πως η ανθρωπότητα για εκατομμύρια χρόνια ζούσε χωρίς ιδιοκτησία και όταν ακόμα κατάφερε να οργανώσει την κοινωνική ζωή σε μόνιμους καταυλισμούς αναγνώρισε ως χρησιμότερη τη μορφή της κοινής ιδιοκτησίας, της κοινοκτημοσύνης επί του εδάφους, των εργαλείων, των υποδομών, των κοπαδιών των ζώων, την από κοινού καλλιέργεια, χρήση και εκτροφή με αποτέλεσμα την ίση και δίκαιη μοιρασιά, χωρίς προνόμια και παρεκκλίσεις. Ταξινομώντας την ιστορία της ιδιοκτησίας μπορούμε να καταλήξουμε στη διαπίστωση πως, η ιδιοκτησία ως έννοια και ως πραγματικότητα πέρασε από τα παρακάτω κύρια στάδια[9].

Πρώτο. Το στάδιο της ακτημοσύνης: Η ιδιοκτησία, σε ολόκληρη την περίοδο της αγριότητας που κράτησε εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια, και οι άνθρωποι τρέφονταν μετακινούμενοι συλλογικά, μοιράζοντας ίσα, ότι έβρισκαν στη Φύση, ή αποκτούσαν με το κυνήγι και το ψάρεμα, είναι, και για λόγους αντικειμενικούς, ανύπαρκτη ακόμα και ως έννοια για ‘δικό μου’ και ‘δικό σου’, γιατί το Εγώ ήταν ταυτισμένο με το Εμείς και συνεπώς όλα ήταν εξίσου κοινά, ήταν ‘δικά μας’ χωρίς να ανήκουν σε κανέναν.

Δεύτερο. Το στάδιο της κοινοκτημοσύνης: Η έννοια της ιδιοκτησίας εμφανίζεται στο τελευταίο στάδιο της βαρβαρότητας, ως κοινοκτημοσύνη και κοινοχρησία πάνω σε περιορισμένη καλλιεργούμενη έκταση γης και στις χορτολιβαδικές εκτάσεις, αλλά και πάνω στα προϊόντα που από κοινού παράγονταν και από κοινού καταναλώνονταν ισόμερα, χωρίς προνόμια και διακρίσεις και ανάλογα με τις εκάστοτε τρέχουσες ανάγκες του κάθε μέλους της κοινότητας οι οποίες ορίζονταν αντικειμενικά από την κοινότητα. Όταν στα επόμενα στάδια της βαρβαρότητας η μόνιμη εγκατάσταση, η καλλιέργεια της γης και η εκτροφή ζώων βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής και επέτρεψαν την αύξηση του πληθυσμού των καταυλισμών, τότε η κοινόκτητη γη μοιράστηκε στα διάφορα γένη που αποτελούσαν τη νέα μεγάλη κοινότητα και τα οποία μοίραζαν κυκλικά και εναλλασσόμενα ανά τακτά χρονικά διαστήματα την κοινόκτητη γη στις οικογένειες που τα αποτελούσαν για να την καλλιεργούν. Και σε αυτό το στάδιο η γη ανήκε στο γένος κατά παραχώρηση από την κοινότητα, η παραγωγή γινόταν από κοινού και τα προϊόντα της μοιράζονταν δίκαια, χωρίς προνόμια και δυνατότητες πλουτισμού κάποιων σε βάρος κάποιων άλλων.

Τρίτο. Το στάδιο της ατομικής ιδιοκτησίας: Όταν η τεχνική εξέλιξη σε συνδυασμό με την συσσωρευμένη παραγωγική εμπειρία οδήγησαν στην παραπέρα αύξηση του πληθυσμού και κατά συνέπεια στην αύξηση και στον πολλαπλασιασμό των αναγκών, τότε έλαβε χώρα, με ειρηνικό ή με βίαιο τρόπο, η συγκρότηση μιάς κεντρικής κρατικής εξουσίας, η οποία αντί να δημιουργήσει συνθήκες ίσης ασφάλειας και αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλα τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας, επέτρεψε στους νικητές και στους ασκούντες την κρατική εξουσία να πλουτίζουν με τον ένα ή τον άλλο ‘θεμιτό’ ή αθέμιτο τρόπο σε βάρος των υπόλοιπων. Η θέσμιση της παρέκκλισης από την δοκιμασμένη κοινωνικά δίκαιη παράδοση της εθιμικής κοινοκτημοσύνης έγινε αναπόφευκτη, γιατί εκείνοι που μπορούσαν να πλουτίσουν σε βάρος των υπόλοιπων ήταν οι ίδιοι που νομοθετούσαν και κυβερνούσαν. Από τότε η ατομική ιδιοκτησία έγινε κυρίαρχη μορφή άσκησης θεσμικής βίας, πηγή πλουτισμού, καταστροφής της Φύσης και αιτία καταστροφικών πολέμων, μέχρι που φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση, όπου ο πλανήτης αποτελεί, κατά μεγάλο ποσοστό, ατομική ιδιοκτησία ελάχιστων παράνομα πλουτισάντων.

Με αυτό τον τρόπο το 80% και πλέον του πληθυσμού του πλανήτη στερείται κάθε ουσιαστικής μορφής ιδιοκτησίας και με αυτό στερείται κάθε δικαιώματος ελέγχου πάνω στους όρους της ζωής του, συνεπώς και των στοιχειωδώς απαραίτητων πόρων και αγαθών για την επιβίωσή του. Η κατάργηση της κοινοκτημοσύνης και η εμφάνιση, η αναγνώριση και νομιμοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας από τη σειρά του πατέρα, από το νεοσύστατο κράτος, προκάλεσε πλήρη διάλυση της παλιάς κοινωνίας, πυρήνας της οποίας ήταν το γένος, η φυλή και τον αντικατάστησε με τη μονογαμική, για τη γυναίκα, οικογένεια η οποία καθορίζεται από, και διευκολύνει, τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα του άνδρα. «Η μονογαμική οικογένεια αναπτύχθηκε από τη συγκέντρωση μεγάλου πλούτου στα χέρια ενός, και μάλιστα στα χέρια ενός άντρα, και από την ανάγκη να κληρονομηθούν αυτά τα πλούτη από τα παιδιά αυτού του άντρα και κανενός άλλου. Γι’ αυτό ήταν αναγκαία η μονογαμία της γυναίκας και όχι του άντρα, έτσι που αυτή η μονογαμία της γυναίκας δεν εμπόδιζε καθόλου την ανοιχτή ή σκεπασμένη πολυγαμία του άντρα…»[10].

Αυτή η ρύθμιση έφερε σε πρώτο πλάνο το ατομικό σε βάρος του συλλογικού, του κοινοτικού, του κοινωνικού, του γενικού συμφέροντος με τις ανάλογες γνωστές συνέπειες. Αν μπορέσουμε να φανταστούμε μιά κοινωνία χωρίς τη νομική έννοια του ατομικού, του “ιδιοκτήτη και ιδιωτικού εξουσιαστή πατέρα” και αρκεστούμε στην έννοια του βιολογικού πατέρα σε συνθήκες του αμεσοδημοκρατικά αυτοδιευθυνόμενου συλλογικού Εμείς, τότε θα αντιληφθούμε πως η κοινοκτημοσύνη ανταποκρίνεται καλύτερα στις ατομικές και κοινωνικές ανάγκες και συνεπώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπάρχει και η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, οπότε θα πάψουν να υπάρχουν και οι συνθήκες της ατομικής και κοινωνικής δυστυχίας που αποτελούν συνέπεια της αντικοινωνικής, αντιαναπτυξιακής και καταστροφικής ατομικής ιδιοκτησίας που γεννά ανισότητες, ανταγωνισμούς, οικονομικές κρίσεις και πολέμους.

Με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου που θα σημάνει την κατάργηση του ατομικού πλούτου, η σημερινή οικογένεια θα απαλλαγεί από τις εκμεταλλευτικές σκοπιμότητες του κεφαλαίου, από το άγχος της επιβίωσής της και την κοινωνική καταπίεση και θα μπορέσει, ως ελεύθερη επιλογή, να μετεξελιχθεί και να λειτουργήσει ως θεσμός της καινούργιας κοινωνίας[11] και σαν κύτταρο πολιτισμού, συλλογικής και ατομικής ευτυχίας.

Θα πρέπει να σημειωθεί πως στο στάδιο της κυριαρχίας της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής και στον κοινωνικό πλούτο, για λόγους που εξυπηρετούσαν καλύτερα την ατομική κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα, αλλά και τη λεγόμενη ‘αναγκαία πολιτική σταθερότητα’, εμφανίστηκαν συμπληρωματικές, προς την ατομική, μορφές ιδιοκτησίας, όπως η εταιρική ή ανώνυμη, η εκκλησιαστική, η κρατική και η ‘δημόσια’ ιδιοκτησία. Αυτές οι μορφές ιδιοκτησίας ελέγχονται και λειτουργούν υπέρ του γενικού ταξικού συμφέροντος της άρχουσας τάξης και συνεπώς στην ουσία δεν είναι παρά μορφές ταξικής ιδιοκτησίας που λειτουργούν συμπληρωματικά και προς το συμφέρον της ατομικής ιδιοκτησίας και σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Πολλοί επιμένουν, από άγνοια ή από σκοπιμότητα, να παρουσιάζουν την ‘δημόσια’ ιδιοκτησία σε συνθήκες καπιταλισμού, ως κοινωνική ιδιοκτησία.

Όμως το γεγονός πως, στο καθεστώς της δημόσιας ιδιοκτησίας σε συνθήκες καπιταλισμού, οι εργαζόμενοι δεν είναι κύριοι της εργασίας τους, και παρά την όποια καλύτερη μεταχείρισή τους, σε σχέση με τους εργαζόμενους σε καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας, εξακολουθούν να βρίσκονται σε καθεστώς εκμετάλλευσης. Εκμετάλλευση δεν είναι μόνον το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν εισπράττουν ολόκληρο το προϊόν της εργασίας τους. Η εκμετάλλευση συνίσταται κύρια στο γεγονός ότι κάποιοι άλλοι, που αποτελούν μια άλλη κοινωνική τάξη, έχουν το δικαίωμα της διάθεσης και προσφοράς της υπηρεσίας ή της διανομής του προϊόντος, αφού αυτοί αποφασίζουν ποιο μέρος του προϊόντος θα διατεθεί για μισθούς, ποιο μέρος θα κρατήσουν για τον εαυτό τους και ποιο για άλλους σκοπούς. Το καθεστώς της δημόσιας ιδιοκτησίας, αποτελεί μέρος της ρύθμισης της παραγωγικής διαδικασίας και επιτελείται από την κρατική γραφειοκρατία, για λογαριασμό της κυρίαρχης τάξης των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής[12].

Τέταρτο στάδιο. Η διαρκής διεκδίκηση της κοινοκτημοσύνης: Όπως είδαμε, στη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας και ιδιαίτερα από την περίοδο εμφάνισης της κρατικής εξουσίας που γέννησε και την ατομική ιδιοκτησία, η εργαζόμενη ανθρωπότητα, εκφράζεται σταθερά και σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες με ενιαία αντίληψη και συνείδηση κατά της όποιας μορφής ιδιοκτησίας και γι’ αυτό δεν σταμάτησε να διεκδικεί με κάθε τρόπο την κοινοκτημοσύνη, ως την αναγκαία συνθήκη της ισότητας, της ελευθερίας, της ευημερίας, της δημοκρατίας και της ειρήνης. Ταυτόχρονα συνέχισε ακατάπαυστα να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εφικτότητα της κατάργησης κάθε μορφής ιδιωτικής, εκκλησιαστικής, ταξικής, κρατικής και δημόσιας ιδιοκτησίας, η οποία, τελικά καθιστά σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, δυνατή την κοινωνικοποίηση όλων των μορφών πλούτου που χιλιάδες χρόνια διαμορφώνεται συνολικά από τις διαχρονικές δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού και συνολικά από την εργαζόμενη κοινωνία-ανθρωπότητα[13].

Έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το πρόβλημα της ατομικής-ταξικής-κρατικής ιδιοκτησίας, ως πρόβλημα μιάς εκμεταλλευτικής εξουσίας, η οποία οδήγησε στη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα, η παράκαμψη της οποίας προϋποθέτει την κατάργηση κάθε μορφής εξουσίας και συνεπώς κάθε μορφής ιδιοκτησίας. Αυτή η πραγματικότητα επιτρέπει τη διατύπωση της άποψης, πως, όπως η κοινοκτημοσύνη διασφάλισε την ύπαρξη του ανθρώπινου είδους για εκατομμύρια χρόνια, έτσι και η επαναφορά της με τη μορφή της σύγχρονης κοινωνικοποίησης, μπορεί να σώσει την παραπέρα ύπαρξη του ανθρώπινου είδους και του πολιτισμού του, που κινδυνεύουν από την νοσηρότητα, την αντικοινωνικότητα, την καταστροφικότητα και την απανθρωπιά της όποιας ατομικής, εταιρικής, εκκλησιαστικής, ταξικής, κρατικής και ‘δημόσιας’ ιδιοκτησίας. Η κοινοκτημοσύνη απαιτεί κοινή αμεσοδημοκρατική διοίκηση της παραγωγικής δραστηριότητας, καθώς μόνον έτσι μπορεί να πάρει σάρκα και οστά η κοινοκτημοσύνη, που είναι η βάση της ισότητας και το περιεχόμενο της κοινωνικής ζωής.

Το συμπέρασμα αυτής της σύντομης προσέγγισης είναι πως ο καπιταλισμός που στηρίζεται πάνω σε σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και παρά την ιδιαίτερα αποτελεσματική βοήθεια των θρησκευτικών μύθων και ιερατείων[14], έχει εξαντλήσει προ πολλού τον ιστορικό του ρόλο, έχει απολέσει οριστικά την ικανότητά του να οδηγήσει την κοινωνία-ανθρωπότητα σε έναν καλύτερο κόσμο και εξελίσσεται σε θανάσιμη απειλή για την ανθρωπότητα[15].

Γι’ αυτό κάθε απόπειρα εξευγενισμού, εξορθολογισμού μέσω κάποιας υποτιθέμενης σοσιαλδημοκρατικού ή τριτοτεταρτοδιεθνιστικού τύπου ‘αριστερής διαχείρισης’ του καπιταλισμού που οδηγεί ακόμα πιο βαθειά στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, αν δεν είναι αφέλεια είναι συνειδητή απάτη που αποσκοπεί στο να παραπλανήσει και να εκτρέψει την κοινωνία από τον διαχρονικό στρατηγικό της στόχο για οικονομική και κοινωνική ισότητα στα πλαίσια της άμεσης δημοκρατίας με περιεχόμενο την αταξική κοινωνία. Άλλη εναλλακτική επιλογή εκτός από την ανάδειξη των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, δηλαδή της ίδιας της εργαζόμενης κοινωνίας σε αυτοδιευθυνόμενο υποκείμενο της αταξικής ουμανιστικής επανάστασης και της ιστορίας δεν υπάρχει.

* Πίνακας: «Καρπούζια» του Διαμαντή Διαμαντόπουλου 

[1] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας, Συνεταιρισμοί και ανάπτυξη, ΤΥΠΩΘΗΤΩ-Δαρδανός, Αθήνα 1999.

[2] Βλέπε αναλυτικά, Lambos Kostas, Abhaengigkeit und fortgeschrittene Unterentwicklung dargestellt am Beispiel der Landwirtschaft Griechenlands, R. G. Fischer Verlag, Frankfurt am Main 1981 και Λάμπος Κώστας, Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΧΜΗ, Αθήνα 1983.

[3] Kelso Louis O. και Adler Mortimer J., Το Καπιταλιστικό Μανιφέστο…, ό. π., σελ. 173.

[4] Ό. π., σελ. 5.

[5] Heintzeler Wolfagang, Volkskapitalismus. Die freiheitliche Wirtschaftsordnung der Zukunft, Econ Verlag Duesseldorf-Wien 1968, Seite 68.

[6] Kelso Louis O. και Adler Mortimer J., Το Καπιταλιστικό Μανιφέστο…, ό. π., σελ. 95.

[7] Είναι γνωστή η φροντίδα των μεγάλων και δυνατών ζώων, για τα μικρά και τα αδύνατα μέλη των αγελών τους, συχνά και για μικρά μέλη άλλων ειδών ζώων. Χαρακτηριστική είναι και η συμπεριφορά των πουλιών που αποδημούν σε σχηματισμούς μεγάλων σμηνών, στα οποία εναλλάσσονται οι ρόλοι των οδηγών, των πλευρικών φρουρών και των οπισθοφυλάκων, για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι απώλειες μελών των σμηνών, βλέπε σχετικά, Κροπότκιν Πιότρ Αλεξέγεβιτς, Αλληλοβοήθεια. Ένας παράγοντας εξέλιξης, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ. Αθήνα 2009, σελ. 60 κ. επ.

[8] Ό. π., σελ. 91.

[9] Morgan Lewis Henry, Η αρχαία κοινωνία.., ό. π. σελ. 515-527, και Ένγκελς Φρίντριχ, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΔΗΣ, Αθήνα χ. χ., σελ. 25-32.

[10] Ένγκελς Φρίντριχ, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΔΗΣ, Αθήνα χ. χ. , σελ. 82-83.

[11] Η μονογαμική οικογένεια, λέει ο Καστοριάδης, ήταν και είναι απλώς μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης και ένα μικρό κοινόβιο στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας και της πατρικής εξουσίας. Ήταν και είναι το πλαίσιο που διαμόρφωνε ρόλους, έδινε και συνεχίζει να δίνει την τελική πραγματοποίηση και κύρωση στην ταυτότητα των φύλων. Και ήταν και είναι μονάδα ανατροφής παιδιών, το εργαστήριο μέσα στο οποίο παράγεται και αναπαράγεται συνεχώς το βασικό κοινωνικό εργαλείο, δημιούργημα της κοινωνίας, ο άνθρωπος ως προσωπικότητα, ως ατομικός άνθρωπος. Αυτό που ονομάζεται σήμερα ‘κρίση νεότητας’ εκφράζει την κατάρρευση αυτής της οικογένειας σαν εργαστήριο κατασκευής αυτού του κοινωνικού εργαλείου… Όταν επινοηθεί ένας άλλος θεσμός που θα αναπληρώνει αυτή τη λειτουργία της οικογένειας και θα εντάσσεται στη νέα πραγματικότητα, τότε θα μπορούμε να δημιουργήσουμε καινούργιες μορφές συμβίωσης και συνεπώς μια καινούργια κοινωνία, βλέπε, Καστοριάδης Κορνήλιος, Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1984, σελ. 29-30.

[12] Πάννεκουκ Άντον, Δημόσια Ιδιοκτησία και Κοινοκτημοσύνη, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2011.

[13] Βλέπε αναλυτικά, Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και αταξική κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον ουμανισμό, ΒΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012

[14] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.

[15] Λάμπος Κώστας, Αμερικανισμός και παγκοσμιοποίηση. Οικονομία του Φόβου και της παρακμής, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Αθήνα 2009.