Στις 24 Ιουνίου του 2014, το Κορσικανικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης ανήγγειλε τη μονομερή απόφασή του να δρομολογήσει μια διαδικασία αποστρατικοποίησης και σταδιακής εξομάλυνσης της κατάστασης που επικρατεί στο νησί. Μετά τη διάλυση των κινημάτων της Ιρλανδίας και της Χώρας των Βάσκων, η εξαγγελία σηματοδοτεί το τέλος της ένοπλης πάλης στη Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, για τον Πιέρ Ποτζιόλι, ηγέτη του παράνομου μηχανισμού της οργάνωσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι πολιτικές λύσεις εξακολουθούν να παραμένουν αβέβαιες.

Ads

Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA), το Euskadi ta Askatasuna (ETA) και το Κορσικανικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης (FLNC) επιβίωσαν για δεκαετίες μετά την εξαφάνιση άλλων παράνομων οργανώσεων που προέκυψαν μέσα από « έθνη δίχως κράτος », στη γαλλική Βρετάνη, στις γαλλικές Αντίλλες, στην Καταλονία, στην Ουαλία, στη Σκωτία… Επέζησαν επίσης πλήθους άλλων ομάδων ένοπλης πάλης της ακροαριστεράς, που σημάδεψαν την ιστορία της Ευρώπης κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Οι σημαντικότερες από αυτές υπήρξαν η γερμανική Κόκκινη Φράξια, οι ιταλικές Ερυθρές Ταξιαρχίες, η γαλλική Άμεση Δράση και η ελληνική 17 Νοέμβρη.

Η επιβίωση των τριών ένοπλων κινημάτων που μάχονταν αντίστοιχα εναντίον του βρετανικού, του ισπανικού και του γαλλικού κράτους, εξηγείται κατά κύριο λόγο από τις βαθιές ρίζες που διατηρούσαν στις εν λόγω περιοχές. Ούτε η καταστολή, ούτε η απόφαση των κρατών να τις διαλύσουν κατόρθωσαν να επιτύχουν τη διάλυσή τους. Παρά τον στιγματισμό της επιλογής της ένοπλης δράσης, το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνταν αυτές οι παράνομες οργανώσεις, δεν τις αντιμετώπισε ως τρομοκρατικές. Καθώς δε, διατηρούσαν στενές σχέσεις με πολιτικούς σχηματισμούς -τα « πολιτικά σκέλη » τους- είχαν τη δυνατότητα να προβάλλουν τις ιστορικές διεκδικήσεις τους, παρά τις όποιες εκτροπές ή τα σοβαρά σφάλματα που σημειώθηκαν κατά καιρούς. Ο αγώνας τους εξασφάλισε σημαντική αναγνωρισιμότητα, εξωθώντας με αυτόν τον τρόπο τα κράτη που βρίσκονταν απέναντί τους σε διάφορα εγχειρήματα αναζήτησης λύσης μέσα από διαπραγματεύσεις, τα οποία συχνά διαδέχονταν μακρές φάσεις καταστολής. Ωστόσο, παρά τον σημαντικό αριθμό κοινών στοιχείων, όπως επίσης και τις τακτικές επαφές ανάμεσά τους, κάθε μια από αυτές είχε διαφορετικό πολιτικό σχέδιο. Η δε ιστορία τους και η εγκατάλειψη της παράνομης δράσης θα πρέπει να εξεταστούν μέσα στη συγκυρία και στο ιστορικό πλαίσιο κάθε χώρας ξεχωριστά.

Ο ΙΡΑ ήταν η πρώτη που αποφάσισε να εγκαταλείψει την ένοπλη δράση. Γεννήθηκε το 1919, στο πλαίσιο του πολέμου για την ανεξαρτησία (1919-1921) και προέρχεται από τους κόλπους του Sinn Fein, ενός πολιτικού κινήματος που δημιουργήθηκε το 1905. Διασπάστηκε κατά τη διάρκεια του ιρλανδικού εμφυλίου πολέμου (1922-1923) [1] και στη συνέχεια επικέντρωσε τη δράση της εναντίον των βρετανικών συμφερόντων, κυρίως στη Βόρεια Ιρλανδία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι Καθολικοί, οι οποίοι αποτελούσαν μειονότητα στη Βόρεια Ιρλανδία, διεκδίκησαν ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους προτεστάντες. Η άγρια καταστολή των ειρηνικών διαδηλώσεων από τις βρετανικές δυνάμεις προκάλεσε την επιστροφή της στην ένοπλη δράση.
Ασύμμετροι αγώνες

Ads

Στη χώρα των Βάσκων, το Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα (EAJ/PNV) ιδρύθηκε το 1895. Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, ο καταστατικός Χάρτης της Γκουέρνικα που υιοθετήθηκε το 1936, αναγνώρισε σε αυτήν την περιφέρεια τη δυνατότητα συγκρότησης μιας « Αρχής », με την οποία η Χώρα των Βάσκων μετατρεπόταν σε σχεδόν ανεξάρτητο κράτος. Όμως, η δικτατορία του Φράνκο κατάργησε τον Χάρτη και η βασκική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ακολουθήσει τον δρόμο της εξορίας. Το 1958, νεαρά μέλη του PNV που διαφωνούσαν με τη συντηρητική ηγεσία του, δημιούργησαν την ΕΤΑ και κατάφεραν σημαντικά πλήγματα στο καθεστώς του Φράνκο. Στη συνέχεια, η οργάνωση διατήρησε στενότατες πολιτικές σχέσεις με το κόμμα Herri Batasuna, το οποίο ιδρύθηκε το 1978 και εξέλεξε πλήθος αντιπροσώπων στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, μέχρι τη διάλυσή του, από τις αρχές του 2000.

Σε μια συγκυρία αστυφιλίας και εγκατάλειψης της υπαίθρου, σχεδόν σε σημείο να ερημωθεί [2], οι ακτιβιστές της Κορσικανικής Τοπικιστικής Δράσης (ARC), η οποία ιδρύθηκε το 1967 από τους αδελφούς Εντμόντ και Μαξ Σιμεονί, κατέλαβαν, στις 21 Αυγούστου του 1975, την οιναποθήκη ενός μεγαλοκτηματία αμπελουργού, πρώην άποικου στην Αλγερία [3], ο οποίος είχε σημαντική εμπλοκή σε ένα μεγάλο αγροτικό σκάνδαλο. Ακολούθησε η επέμβαση μεγάλου αριθμού ανδρών των σωμάτων ασφαλείας, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δύο νεκροί χωροφύλακες. Μια εβδομάδα αργότερα, οι αρχές διέλυσαν την ARC κι αυτό το γεγονός πυροδότησε αιματηρές συγκρούσεις στην Μπαστιά [4]. Ως αντίδραση στα γεγονότα, στις 5 Μαΐου του 1976 ιδρύθηκε το FLNC [5]. Βέβαια, είχαν προϋπάρξει παράνομες οργανώσεις στην Κορσική –το Αγροτικό Μέτωπο Απελευθέρωσης της Κορσικής (FPLC) και η Ghjustizia paolina- αλλά πάντα βρίσκονταν στο περιθώριο του κορσικανικού κινήματος αμφισβήτησης στο οποίο κυριαρχούσαν οι αυτονομιστές της ARC. Μετά τη διάλυσή της, αντικαταστάθηκε από τον Σύνδεσμο των Κορσικανών Πατριωτών (APC) και, στη συνέχεια, από την Ένωση του Λαού της Κορσικής (UPC).

Από τα πρώτα του βήματα, ο αγώνας για την αυτοδιάθεση και την υπεράσπιση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων της Κορσικής που επικαλείτο το FLNC απείχε πολύ από το να αποκτήσει την ένταση που χαρακτήριζε τη δράση του ΙΡΑ ή της ΕΤΑ. Το παράνομο κίνημα απέφυγε πάντοτε την προσφυγή σε φονικές τρομοκρατικές επιθέσεις. Περιορίστηκε σε ιδιαίτερα στοχευμένες κι ακριβείς δράσεις, οι οποίες στρέφονταν κατά κύριο λόγο εναντίον δημοσίων κτηρίων ή υπηρεσιών, καθώς επίσης και εναντίον οικοδομικών συγκροτημάτων που αλλοίωναν το περιβάλλον και το τοπίο των παραλιακών περιοχών [6]. Βέβαια, είναι αλήθεια πως δεν είχε βρεθεί αντιμέτωπο με καταστάσεις όπως εκείνη των Βάσκων που μάχονταν ενάντια στον φρανκισμό και τη διάδοχη κατάστασή του ή με εκείνη των Ιρλανδών που βρίσκονταν σε μια πολεμική κατάσταση.

Πέρα από τις ιδιαίτερες συγκυρίες στο τοπικό επίπεδο, οι πρώτες εξελίξεις προς την κατεύθυνση των ειρηνευτικών διαδικασιών οφείλονταν στις εξελίξεις στη διεθνή κατάσταση. Στην Ιρλανδία, από την οποία κατάγεται η πολυάριθμη και ισχυρή ιρλανδική διασπορά που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η αμερικανική διπλωματία, η οποία άσκησε σημαντικές πιέσεις για να ενισχυθεί η διαδικασία αποστρατιωτικοποίησης της σύγκρουσης που είχε δρομολογηθεί το 1994. Η πρώτη κατάπαυση του πυρός είχε επιτρέψει την έναρξη συζητήσεων και στη συνέχεια τη σύναψη της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής της 10ης Απριλίου του 1998. Ταυτόχρονα, επρόκειτο για μια περίοδο υψηλής οικονομικής μεγέθυνσης στο νότιο τμήμα του νησιού, στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, η οποία παρουσιαζόταν ως ο « Κέλτικος Τίγρης ».

Στις 28 Ιουλίου του 2005, ο ΙΡΑ διέταξε όλα τα μέλη του να καταθέσουν τα όπλα και τους ζήτησε να αγωνιστούν με δημοκρατικά μέσα για την επανένωση του νησιού και τον τερματισμό της βρετανικής κηδεμονίας. Στις 26 Σεπτεμβρίου του 2005, ο Καναδός στρατηγός Τζον ντε Σαστελέν, επικεφαλής της επιτροπής αφοπλισμού, δήλωσε ότι το οπλοστάσιο του ΙΡΑ είχε διαλυθεί εντελώς.

Στη Χώρα των Βάσκων, η ΕΤΑ βρέθηκε εξασθενημένη, τόσο από την πολιτική κατάσταση που προέκυψε μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο, όσο και από την ένταση της καταστολής, η οποία μερικές φορές είχε αποκτήσει εντελώς παράνομο χαρακτήρα [7] και η οποία εντάθηκε ακόμα περισσότερο μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα των ισλαμιστών στη Μαδρίτη, τον Μάρτιο του 2004. Ο αγώνας της ΕΤΑ αμαυρώθηκε από κύματα τρομοκρατικών επιθέσεων που προκάλεσαν τον θάνατο πολιτών, καθώς και από τις δολοφονίες δημοσιογράφων ή προσωπικοτήτων που πρόσκεινταν στο PNV και είχαν ταχθεί υπέρ της ειρήνης. Η ΕΤΑ έλαβε υπόψη την ανάδυση, μέσα στους κόλπους του κινήματος, μιας ολοένα ισχυρότερης τάσης υπέρ της ειρήνης και, στις 20 Οκτωβρίου του 2011, εξήγγειλε την « οριστική παύση της ένοπλης δράσης της ». Η απόφαση απορρέει από την « οριστική, ξεκάθαρη κι ακλόνητη δέσμευσή της », που αποτελεί την κορύφωση ενός πλήθους ανακωχών διαφόρων ειδών. Στις 21 Φεβρουαρίου του 2013, οι εμπειρογνώμονες της διεθνούς επιτροπής για τον έλεγχο της κατάπαυσης του πυρός (την οποία όμως δεν αναγνωρίζει η ισπανική κυβέρνηση), επιβεβαίωσαν την έναρξη της διαδικασίας της καταστροφής του οπλοστασίου της οργάνωσης. Τέλος, στις 20 Ιουλίου του 2014, η ΕΤΑ ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε τη διαδικασία « διάλυσης των επιχειρησιακών δομών και των υποστηρικτικών δομών που συνδέονται με τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα ».

Το FLNC ήταν επίσης ιδιαίτερα εξασθενημένο μετά τα διαδοχικά κύματα συλλήψεων. Τη δεκαετία του 1990, οι φονικές διαμάχες μεταξύ των αντιτιθέμενων ομάδων του παράνομου κινήματος (που οδήγησαν στη δολοφονία μιας εικοσάδας μελών) άφησαν μελανές εντυπώσεις, όπως επίσης και ορισμένες παρεκτροπές, με την επιβολή και τη διαχείριση του « επαναστατικού φόρου » να μετατρέπεται σε πραγματικό σκάνδαλο διαφθοράς στους κόλπους της οργάνωσης. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1998, η δολοφονία του νομάρχη Κλοντ Ερινιάκ δεν εντασσόταν σε μια πραγματική στρατηγική παράνομων κινημάτων αλλά, αντίθετα, ενίσχυσε το στρατόπεδο όσων προβληματίζονταν για τα όρια της ένοπλης δράσης. Η υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού και της νεολαίας στην οργάνωση άρχισε να μειώνεται. Η κατάσταση άρχισε να ευνοεί τους λεγόμενους « μετριοπαθείς » εθνικιστές.

Στην Ιρλανδία, μετά την ειρηνευτική διαδικασία που ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία του Σαιν Άντριους (Σκωτία), η οποία υπογράφηκε στις 13 Οκτωβρίου του 2006, το Sinn Fein κυβερνάει στο Μπέλφαστ σε συνεργασία με το προτεσταντικό Ενωτικό Δημοκρατικό Κόμμα (DUP). Αύξησε δε τα ποσοστά του στις πρόσφατες ευρωεκλογές, ακόμα και στο νότιο τμήμα του νησιού. Μάλιστα, η δημογραφική δυναμική της καθολικής κοινότητας του επιτρέπει να διατηρεί την ελπίδα ότι, αργά ή γρήγορα, θα κατορθώσει να υλοποιήσει το όνειρο της επανένωσης της Ιρλανδίας.

Στη χώρα των Βάσκων, ο αποχαιρετισμός στα όπλα προκύπτει μέσα από μια μονόπλευρη διαδικασία που δρομολογήθηκε από την αυτονομιστική αριστερά. Δεν υπήρξε καμία συμφωνία με την ισπανική και με τη γαλλική κυβέρνηση [8], αν και οι απεσταλμένοι της ισπανικής κυβέρνησης συνέχισαν τις μυστικές διαπραγματεύσεις στο Όσλο, προτού προβούν στην απότομη διακοπή τους. Η ΕΤΑ εξακολουθεί να αρνείται να αυτοδιαλυθεί προτού ικανοποιηθούν ορισμένες διεκδικήσεις της : μεταφορά σε φυλακές κοντά στον τόπο τους των πολιτικών κρατουμένων που είναι διασκορπισμένοι σε πλήθος ισπανικών και γαλλικών φυλακών [9], προτεραιότητα στην εξέταση των αιτήσεων των κρατούμενων που είναι ασθενείς, καθώς κι εκείνων των Βάσκων προσφύγων. Στη δημόσια πολιτική σκηνή, οι αυτονομιστές που ανήκουν στον αριστερό χώρο σημειώνουν σημαντική πρόοδο, απειλώντας άμεσα τους αυτονομιστές του PNV που κατέχουν την εξουσία στην περιφερειακή αυτοδιοίκηση. Όλες ανεξαιρέτως οι τάσεις του βασκικού κινήματος συμφωνούν ότι το υφιστάμενο καθεστώς αυτονομίας της Χώρας των Βάσκων είναι ξεπερασμένο και διεκδικούν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.

Στην Κορσική, η σχετικά πρόσφατη απόφαση του FLNC να καταθέσει τα όπλα « χωρίς κανένα όρο και χωρίς την παραμικρή αμφισημία στην απόφασή του » δεν αποτέλεσε προφανώς αντικείμενο συζήτησης στους κόλπους του εθνικιστικού κορσικανικού κινήματος. Ούτε και προέκυψε εξάλλου μετά από κάποια πραγματική πολιτική πρόοδο μέσα από διαπραγματεύσεις (για παράδειγμα, όταν το 1981 θεσπίστηκε το πρώτο ιδιαίτερο νομικό καθεστώς του νησιού ή, το 1989, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που είχε προτείνει ο σοσιαλιστής υπουργός Εσωτερικών, Πιέρ Ζοξ), ούτε καν μετά από επαναπατρισμό σε φυλακές της Κορσικής των κρατούμενων που ήταν έγκλειστοι σε φυλακές της ηπειρωτικής Γαλλίας. Η μόνη μαρτυρία που έχουμε για τον τρόπο με τον οποίο προέκυψαν αυτές οι εξελίξεις, προέρχεται από τις ψηφοφορίες της πρόσφατης « Συνέλευσης της Κορσικής υπέρ της ένταξης της Κορσικής στο Γαλλικό Σύνταγμα », μέσα από τις οποίες ζητήθηκε μεγαλύτερη αποκέντρωση, αναγνώριση της κορσικανικής ως επίσημης γλώσσας, αναγνώριση του ιδιαίτερου καθεστώτος μόνιμου κατοίκου του νησιού (το οποίο αποσκοπεί στον περιορισμό της τεράστιας αύξησης των παραθεριστικών κατοικιών [10]) και θέσπιση ενός ιδιαίτερου φορολογικού καθεστώτος. Όλες αυτές οι διεκδικήσεις εκφράζονται στο εξής από μια πλειοψηφία αιρετών αρχόντων από όλες τις τάσεις του πολιτικού φάσματος, πέρα από τον χώρο των Κορσικανών εθνικιστών, οι οποίοι αριθμούν 14 αιρετούς σε σύνολο 51.

Μια ειρήνη σκέτη κοροϊδία;

Στη Συνέλευση της Κορσικής, η μετριοπαθής τάση που απορρίπτει την προσφυγή στη βία γίνεται πλέον πλειοψηφική, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε τη δεκαετία του 1980 και του 1990. Ενίσχυσε μάλιστα τη θέση της στις δημοτικές εκλογές του 2014, ιδίως στην Μπαστιά, όπου ο Ζιλ Σιμεονί, γιος του Εντμόντ Σιμεονί, εξελέγη δήμαρχος με την υποστήριξη δεξιών και αριστερών « ανταρτών » δημοτικών παραγόντων. Ο συνασπισμός Femu a Corsica των Ζαν Κριστόφ Ανζελινί και Ζιλ Σιμεονί αποσταθεροποιεί τη ριζοσπαστική πτέρυγα των αυτονομιστών, η οποία φοβάται ότι θα βρεθεί περιθωριοποιημένη σε μια κρίσιμη στιγμή για την εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου του νησιού. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη κάθε άλλο παρά δεδομένη είναι, δεδομένου ότι η γαλλική κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να υιοθετήσει τα ψηφίσματα της Συνέλευσης της Κορσικής. Όταν ο Γάλλος υπουργός Εσωτερικών, Μπερνάρ Καζνέβ, επισκέφθηκε το νησί στις 12 του περασμένου Ιουνίου, απέκλεισε κατηγορηματικά την υιοθέτηση των διεκδικήσεων με τον εντονότερο συμβολικό χαρακτήρα• ωστόσο, τον Ιούλιο, η υπουργός Αποκέντρωσης, Μαριλίζ Λεμπρανσί, φάνηκε περισσότερο μετριοπαθής.

Ο αποχαιρετισμός στα όπλα του FLNC, δύο εβδομάδες μετά από τις υπουργικές δηλώσεις, εξέπληξε πολλούς παρατηρητές, παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη φανερό πως ο κύκλος της πολιτικής βίας είχε όντως φθάσει στο τέλος του. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ο οποίος να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αποτελεί τη συνέχεια κάποιων διαπραγματεύσεων, ούτε και ότι θα οδηγήσει σε μια στροφή της πολιτικής της γαλλικής κυβέρνησης. Όπως δεν φαίνεται να είναι στην ημερήσια διάταξη και το ζήτημα της απελευθέρωσης των κρατούμενων μελών του FLNC και η παύση των δικαστικών διώξεων όσων βρίσκονται στο στόχαστρο της γαλλικής Δικαιοσύνης.

Απέχουμε πολύ από την κατάσταση της Ιρλανδίας, όπου το σύνολο του βρετανικού πολιτικού κόσμου συμπορεύτηκε με την ειρηνευτική διαδικασία και επέτρεψε την απελευθέρωση όσων κρατούνταν εκείνη την εποχή, οι οποίοι και θα αναλάμβαναν να πείσουν τον ΙΡΑ να εγκαταλείψει την ένοπλη δράση. Αν η απάντηση που θα δώσει το γαλλικό κράτος περιοριστεί στην παραχώρηση μερικών ψίχουλων εξουσίας, το μέλλον ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ περισσότερο σκοτεινό από όσο φαντάζονται ορισμένοι, είτε είναι αιθεροβάμονες, είτε κυνικοί. Υπάρχει ο κίνδυνος, μερικοί μαχητές που θα έχουν ξεστρατίσει και θα ακολουθήσουν μια μοναχική πορεία, καθώς και μια νεολαία που γίνεται μάρτυρας του επιθανάτιου ρόγχου της κορσικανικής κουλτούρας, να εκτραπούν προς θολές απόψεις περί ταυτότητας και να βυθιστούν σε μια περιθωριοποίηση η οποία θα χαρακτηρίζεται από την ολοένα εντονότερη επιρροή του οργανωμένου εγκλήματος.

Γιατί όντως γινόμαστε μάρτυρες της εδραίωσης μιας οργανωμένης εγκληματικότητας, η οποία τείνει να εξελιχθεί προς μια Μαφία νέου τύπου, διαφορετική από τα μοντέλα που κυριαρχούν στην Ιταλία και η οποία αποτελεί πρωτοφανές φαινόμενο για το νησί. Η ανάπτυξη αυτής της Μαφίας είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη, τόσο με το ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα που επικρατεί στο νησί και το οποίο χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία μεγάλων σογιών και « πολιτικών τζακιών », όσο και με τις στρατηγικές του γαλλικού κράτους, οι οποίες είναι επικεντρωμένες στην καταστολή των εθνικιστών, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο ελεύθερο το πεδίο για την ανασύνθεση των ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος.

Παρόλες τις παρεκτροπές του, ο ένοπλος αγώνας είχε συμβάλει στη συγκράτηση της εξάπλωσης των μαφιόζικων ομάδων. Σήμερα, η Κορσική έχει αρχίσει να μαραζώνει και να κινδυνεύει λόγω της παραίτησης και της μοιρολατρίας. Η μάστιγα της μαφίας δυναμιτίζει όλα τα γρανάζια της κοινωνίας, καταλήγοντας να κυριαρχεί σε όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις. Βλέπουμε παντού όλες τις μορφές του εκφοβισμού και των πιέσεων, τη λεηλασία του οικονομικού πλούτου του νησιού και τις απανωτές δολοφονίες. Υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε έναν αέναο φαύλο κύκλο.

Σημειώσεις:

[1] Η Συνθήκη του Λονδίνου που υπογράφηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1921 ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ιρλανδία υπήρξε η αφετηρία της διχοτόμησης του νησιού σε δύο ξεχωριστές οντότητες, γεγονός που οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο.

[2] (Σ.τ.Μ.) Μέχρι την ανάπτυξη του τουρισμού, το ορεινό νησί ήταν εξαιρετικά φτωχό. Μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού το είχε εγκαταλείψει. Μάλιστα, μεγάλος αριθμός Κορσικανών είχε καταταγεί στην αστυνομία και στη χωροφυλακή, ενώ πολλοί άλλοι πύκνωσαν τις τάξεις του υποκόσμου της Μασσαλίας.

[3] (Σ.τ.Μ.) Όταν το 1962 οι Γάλλοι άποικοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αλγερία που είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της, οι περισσότεροι από αυτούς επέλεξαν να εγκατασταθούν στην Κορσική και στη Νότια Γαλλία (γεγονός που εξηγεί και τη διαχρονική ισχύ της άκρας δεξιάς σε αυτήν την τελευταία περιοχή), καθώς δεν διέφεραν πολύ από τους τόπους όπου είχαν συνηθίσει να ζουν. Μάλιστα, οι νεοφερμένοι πρώην άποικοι αντιμετώπισαν συχνά με περιφρονητικό τρόπο τους φτωχούς και « καθυστερημένους » κατοίκους του νησιού.

[4] (Σ.τ.Μ.) Δεύτερη σε μέγεθος πόλη του νησιού και κυριότερο λιμάνι.

[5] Βλέπε Edmond Simeoni, « Le piège d’Aléria ». Εκδόσεις Jean-Claude Lattès, Παρίσι, 1975.

[6] Σημείωση της γαλλικής συντακτικής ομάδας : Σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Agence France-Presse, από το 1976 η οργάνωση έχει αναλάβει την ευθύνη για 4.700 τρομοκρατικά χτυπήματα.

[7] Την περίοδο 1983 – 1987, υπό την καθοδήγηση των ισπανικών μυστικών υπηρεσιών, οι Αντιτρομοκρατικές Απελευθερωτικές Ομάδες (GAL) απήγαγαν, βασάνισαν και σκότωσαν 27 μέλη της ΕΤΑ.

[8] (Σ.τ.Μ.) Βάσκοι ζουν και στο νοτιοδυτικό τμήμα της Γαλλίας, αλλά το κίνημά τους δεν προχώρησε στην ένοπλη δράση, αλλά επικεντρώθηκε κυρίως στη διεκδίκηση αυξημένης αυτονομίας και προστασίας της ιδιαίτερης πολιτισμικής τους ταυτότητας.

[9] (Σ.τ.Μ.) Την περίοδο της δικτατορίας του Φράνκο, οι γαλλικές αρχές έδειχναν ανοχή στη δράση της ΕΤΑ και της επέτρεπαν να διατηρεί βάσεις ανεφοδιασμού και καταφύγια στη Νότια Γαλλία, υπό τον απαράβατο όρο ότι δεν θα προχωρούσε σε χτυπήματα στο έδαφός της και δεν θα ενέτασσε στις διεκδικήσεις της τους Γάλλους Βάσκους. Στη δεκαετία του 1990, η ανοχή έλαβε τέλος και οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες συνεργάστηκαν στενά με τις ισπανικές ομόλογές τους, με αποτέλεσμα πολλά μέλη της ΕΤΑ να βρίσκονται σήμερα έγκλειστα σε γαλλικές φυλακές.

[10] Οι παραθεριστικές κατοικίες αντιστοιχούν σε περισσότερες από μία στις δύο ιδιοκτησίες στις παραλιακές περιοχές του νησιού. Στην περίπτωση που αυτό το προτεινόμενο ιδιαίτερο νομικό καθεστώς για το νησί υιοθετηθεί και κριθεί σύμφωνο με το Σύνταγμα, οι υποψήφιοι αγοραστές ακινήτων στο νησί θα πρέπει να αποδείξουν ότι υπήρξαν κάτοικοι του νησιού επί μια πενταετία. (Σ.τ.Μ.) : Θα πρέπει δε, να έχουμε υπόψη, ότι η Κορσική, η οποία θεωρείται τουριστικός παράδεισος και αποκαλείται « Νησί της Ομορφιάς », προσελκύει πλήθος αγοραστών που ανεβάζουν στα ύψη τις τιμές των ακινήτων.

*Ο Pierre Boggioli υπήρξε ιστορικό ηγετικό στέλεχος του Μετώπου της Εθνικής Απελευθέρωσης της Κορσικής (FNLC) και πρώην εκλεγμένος αντιπρόσωπος στη Συνέλευση της Κορσικής (1984-1998). Δόκτωρ πολιτικής επιστήμης. Το πλέον πρόσφατο έργο του που έχει δημοσιευτεί είναι το « Corse : entre néo-clanisme et mafia ? », Fiara Editions, Καρμπούτσια (μικρή κοινότητα της Κορσικής), 2013.

Μετάφραση – Νοηματική απόδοση: Βασίλης Παπακριβόπουλος