Όταν ένα κόμμα εξουσίας αποτυγχάνει στις εκλογές, είθισται να αλλάζει τον επικεφαλής του και να μπαίνει σε μία φάση αυτοκριτικής, περισυλλογής και ανασύνταξης, στην ολοκλήρωση της οποίας προσπαθεί να πείσει το λαό ότι έμαθε από τα λάθη του, ότι είναι έτοιμο να κυβερνήσει σωστότερα και ως εκ τούτου πως αξίζει εκ νέου την εμπιστοσύνη του.

Ads

 
Τι συμβαίνει, όμως, όταν ενώ ένα κόμμα εξουσίας κερδίζει πανηγυρικά στις εκλογές στη συνέχεια και πριν καν συμπληρώσει δύο χρόνια διακυβέρνησης χάνει το 70% της πολιτικής του δύναμης; Έχει, τότε πια ιδιαίτερη σημασία αν θα αλλάξει τον επικεφαλής του ή όχι;
 
Αυτό συνέβη στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο από το 43,92% στις εκλογές του 2009 κατακρημνίστηκε στο 14% μέχρι τα τέλη του 2011, καθώς οι ψηφοφόροι του το εγκατέλειψαν αισθανόμενοι εξαπατημένοι τόσο από τις προεκλογικές όσο και από τις μετεκλογικές του υποσχέσεις με τις οποίες έβαλε τη χώρα στο Μνημόνιο.
 
Η θεαματική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ εγκαινίασε και ανέδειξε μία νέα κατηγορία κομμάτων στην ελληνική πολιτική σκηνή, αυτή των κομμάτων «μιας χρήσης», που χρησιμοποιούνται για όσο διάστημα έχουν λαϊκό έρεισμα για να περάσουν πολιτικές της Τρόικας και του συστήματος που εκείνη εξυπηρετεί και που στη συνέχεια, όταν αναπόφευκτα χάνουν το λαϊκό τους έρεισμα, εγκαταλείπονται και από την Τρόικα και αφήνονται να απορροφηθούν από τη «μαύρη τρύπα» των Μνημονίων.
 
Την άποψη αυτή κατέθεσα για πρώτη φορά ως πρόβλεψη το 2010 σε γνωστό ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό αναφέροντας ότι αν το τότε κυβερνών κόμμα συνέχιζε να υποστηρίζει την πολιτική αμείλικτης λιτότητας θα οδηγούνταν σε συρρίκνωση και διάσπαση, κάτι που τελικά επιβεβαιώθηκε από την πορεία του, αφού κατέληξε να χάσει περίπου το 90% της δύναμης του σε σχέση με το μακρόβιο παρελθόν του.
 
Την ίδια τύχη είχαν και τα μικρότερα κόμματα που επέλεξαν να στηρίξουν τα Μνημόνια, επιβεβαιώνοντας ότι τα κόμματα μιας χρήσης είναι ο νέος κανόνας στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο κανόνας αυτός απειλεί με επαλήθευση του και τη ΝΔ, η οποία σήμερα διαθέτει κατά 50% λιγότερους ψηφοφόρους από αυτούς που διαχρονικά είχε, η οποία έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 30% στις εκλογές του 2012 παρά το γεγονός ότι ο παραδοσιακός της αντίπαλος κατέγραψε αρνητικό ρεκόρ ψήφων και η οποία βρίσκεται, με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, λίγο πάνω από το 20%, αδυνατώντας να σταματήσει την αιμορραγία και κινδυνεύοντας να έχει την τύχη του ΠΑΣΟΚ.
 
Στο νέο κανόνα στην ελληνική πολιτική αρένα, όσο ένα κόμμα και ο πρόεδρος του εξασφαλίζουν αρκετή απήχηση στον ελληνικό λαό ώστε να του επιβάλλουν τις πολιτικές της Τρόικας χαίρουν της αμέριστης στήριξης τόσο της ίδιας όσο και του διεθνούς συστήματος που την κατευθύνει. Όταν το λαϊκό έρεισμα αρχίζει να χάνεται, τότε μαζί του χάνεται και η «διεθνής» στήριξη, τόσο για το κόμμα όσο και για τον πρόεδρο του.
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του αποτελεί η περίπτωση του πρώην πρωθυπουργού, Γ. Παπανδρέου, ο οποίος αποθεώθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ στην αρχή της ελληνικής κρίσης, όταν η δημοτικότητα και τα ποσοστά του κόμματος του βρισκόταν στα ύψη, λαμβάνοντας διθυραμβικά σχόλια που όμοια τους ελάχιστοι Έλληνες πολιτικοί έχουν απολαύσει. Αφού, ωστόσο, επιτέλεσε τους στόχους της Τρόικας και όταν πια ο λαός τον «διέγραψε», ακολούθησε και η «διαγραφή» του από το εξωτερικό η οποία συνοδεύτηκε από μία θεαματική πολιτική του αποκαθήλωση και μία πρωτοφανή διαπόμπευση του από τα διεθνή ΜΜΕ.
 
Παρομοίως σήμερα, τα επικριτικά για τον πρωθυπουργό της Ελλάδας ξένα δημοσιεύματα, όπως το πρόσφατο του γερμανικού περιοδικού Spiegel που τον χαρακτηρίζει «κατά φαντασίαν θεραπευμένο» ή αυτό του economist που αμφισβητεί την πολιτική του επιβίωση πέρα από το 2015, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση από την Τρόικα, μεταξύ άλλων, των στοιχείων για το ύψος και τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος, για το δημοσιονομικό κενό, για τη δυνατότητα επιστροφής στις αγορές κλπ αλλά και η άρνηση των Ευρωπαίων να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις με την παρούσα κυβέρνηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους όπως είχε συμφωνηθεί ως αντάλλαγμα για το πρωτογενές πλεόνασμα, αποτελούν μόνο κάποια από τα στοιχεία που δημιουργούν μία γενικότερη αίσθηση απώλειας της εμπιστοσύνης της Ευρώπης στο πρόσωπο του νυν πρωθυπουργού ως προς την ικανότητα του να διατηρήσει για πολύ ακόμη την αποδοχή του από τον ελληνικό λαό.
 
Αν και η πορεία των πολιτικών εξελίξεων είναι αβέβαιη και τίποτε δεν αποκλείει τελικά να γίνουμε μάρτυρες μίας εξαίρεσης στον κανόνα του κόμματος μιας χρήσης και μόνο το γεγονός πως η ΝΔ, το μεγαλύτερο κόμμα της κυβέρνησης συνεργασίας, οδεύει προς τις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές με τα χαμηλότερα ποσοστά που είχε ποτέ στην ιστορία της, εμφανιζόμενη στις δημοσκοπήσεις σε δεύτερη θέση πίσω από την αξιωματική αντιπολίτευση και έχοντας ως μοναδικό της σύμμαχο, το ΠΑΣΟΚ, ένα κόμμα το οποίο κινείται, πλέον, κοντά στο 5,5% και απειλείται με πολιτικό αφανισμό, συνηγορούν στο ότι το 2014 θα είναι μία χρονιά έντονης πολιτικής αβεβαιότητας και αστάθειας όπου όλοι, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, θα προσπαθούν να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους στη βάση της υπό διαμόρφωση νέας ισορροπίας δυνάμεων στην ελληνική πολιτική σκηνή.