Θεωρητικά, η κατάσταση είναι για πολλά γέλια. Ή για πολλά νεύρα, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, δυο βουλευτές και πρώην υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας, κατήγγειλαν τον Σύριζα για τον χαριστικό διορισμό σε διοικητικές θέσεις «πλήθους» κομματικών στελεχών, συγγενών, φίλων και κολλητών. Η καταγγελία αυτή, όσο κι αν «μπάζει» από παντού, ίσως να μη γινόταν τόσο ακραία προκλητική αν δεν προερχόταν από δυο κατ’ εξοχήν εκπροσώπους της εν Ελλάδι οικογενειοκρατίας: τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη! Δυο πορφυρογέννητους, που δεν χρειάστηκε να κοπιάσουν για τίποτα, που από μικρά παιδιά συναντούσαν μπροστά τους πόρτες ορθάνοιχτες και που η έντονη παρουσία τους στην πολιτική του τόπου θα ήταν ίσως αμφίβολη εάν δεν κουβαλούσαν το βαρύ οικογενειακό επίθετο.

Ads

Την αρχή έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, βασιζόμενος σε κάποια όχι και τόσο έγκυρα δημοσιεύματα, ανάρτησε στο τουίτερ ένα διάγραμμα με τις «εκλεκτικές συγγένειες» στην κυβέρνηση Σύριζα. Έτσι, στο μυαλό του υιού Μητσοτάκη, η αναπληρώτρια υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής Τασία Χριστοδουλοπούλου, από γνωστή εδώ και χρόνια μαχόμενη δικηγόρος στο κεφάλαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποβιβαζόταν απλά σε σύζυγο του αναπληρωτή υπουργού  ναυτιλίας Θοδωρή Δρίτσα. Κάπου πιο κάτω υπήρχαν ο σύντροφος και ο αδερφός της περιφερειάρχη Αττικής Ρένας Δούρου, αλλά και… ο υποτιθέμενος γαμπρός του Νίκου Κοτζιά, Θεόδωρος Μητράκος, ο νέος υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο υπουργός εξωτερικών απάντησε επίσης μέσω τουίτερ στον Μητσοτάκη ότι δεν υπάρχει καμία συγγένεια με το άτομο αυτό και τον κατήγγειλε για συκοφαντία.

Φαίνεται όμως ότι στη Νέα Δημοκρατία όχι μόνο δεν ελέγχουν τις πηγές τους, αλλά και ούτε παρακολουθούν την επικαιρότητα. Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, σαν να μην άκουσε ποτέ για τον θόρυβο που προκάλεσε η ανάρτηση του συναδέλφου του στο τουίτερ και για τις απαντήσεις που δόθηκαν, συνέχισε το ίδιο βιολί. Αυτή τη φορά, κατήγγειλε τον Σύριζα για οικογενειοκρατία από το βήμα της Βουλής, αραδιάζοντας μια σειρά ονομάτων, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν εκ νέου ο ανύπαρκτος γαμπρός του Νίκου Κοτζιά. Υπήρξε και νέα απάντηση εκ μέρους του ΥΠΕΞ και μέχρι στιγμής, καμία επανόρθωση ούτε από τον Μ. Βαρβιτσιώτη ούτε από τον Κ. Μητσοτάκη. Το μόνο που μπορεί πια να πει κανείς είναι «κοίτα ποιος μιλάει»!

Επειδή τα ρουσφέτια των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία 40 χρόνια είναι αδύνατο να χωρέσουν σε ένα άρθρο, θα περιοριστούμε στους δυο καταγγέλλοντες την οικογενειοκρατία. Ποιος μιλάει λοιπόν; Ο ένας είναι γόνος μιας από τις πλέον κρατικοδίαιτες οικογένειες. Γιος του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αδερφός της πρώην ΥΠΕΞ και παλιότερα δημάρχου Αθηνών Ντόρας Μπακογιάννη, θείος του περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας Κώστα Μπακογιάννη. (Την εμπλοκή του στο σκάνδαλο της Siemens θα την αναλύσουμε σε άλλο κεφάλαιο).

Ads

Η οικογένεια Μητσοτάκη λοιπόν που πολιτεύεται με παντιέρα τα ονόματα, ζωντανών και νεκρών, ίσως να καταρρίπτει το πανελλήνιο ρεκόρ ρουσφετολογικών διορισμών. Χιλιάδες οι «χάρες» που έκανε ο πάτερ φαμίλιας Μητσοτάκης ως βουλευτής και κατόπιν ως πρωθυπουργός σε ψηφοφόρους, συντοπίτες, βαφτιστήρια, φίλους. Η χάρη του έφτασε μάλιστα και εκτός συνόρων. Περυσινό δημοσίευμα των Financial Times σχετικά με τις απολύσεις και τη διαθεσιμότητα στο δημόσιο έγραφε ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης, καλείται να απολύσει τα ρουσφέτια του πατέρα του».   Η παράδοση τηρήθηκε ακέραια από τα τέκνα Μητσοτάκη, αλλά και από τον μακαρίτη τον γαμπρό του Παύλο Μπακογιάννη. Ένα από τα πιο δημοφιλή σύντομα ανέκδοτα της περιόδου ’80 – ’90 ήταν «αδιόριστος Ευρυτάνας» (ο νομός Ευρυτανίας ήταν ο τόπος καταγωγής του Μπακογιάννη, πάνω στον οποίο στήριξαν τη μετέπειτα πολιτική καριέρα τους η χώρα του και ο γιος του).

Αλλά και η Ντόρα Μπακογιάννη, ως δήμαρχος Αθηναίων, δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Εριξε πολλά εκατομμύρια στον δημοτικό σταθμό 9,84 «προκειμένου να δημιουργήσει ένα μισθοφορικό στρατό δημοσιογράφων που την ακολουθεί κατά πόδας μέχρι και σήμερα», για να δανειστούμε ένα παλαιότερο χαρακτηρισμό από την εφημερίδα «Αυγή». Ευαίσθητος άνθρωπος η κ. Μπακογιάννη, αποκατέστησε επαγγελματικά πολύ κόσμο στο Δήμο Αθηναίων, αρκετό μάλιστα μέσω της δημοτικής αστυνομίας. Της ξέφυγε κιόλας πριν από δυο χρόνια και είπε σε συγκέντρωση υπαλλήλων της δημοτικής αστυνομίας που διαμαρτύρονταν έξω από τα γραφεία της ΝΔ: «Εγώ, επειδή πήρα τους περισσότερους από εσάς επί των ημερών μου, ξέρω πόσο αξίζετε». Κι επειδή η αξία, όπως φαίνεται, μετρά πάρα πολύ στην οικογένεια Μητσοτάξη, υποθέτουμε ότι εντελώς αξιοκρατικά η Αλεξία Μπακογιάννη, κόρη της Ντόρας, αδερφή του Κώστα, εγγονή του Κωνσταντίνου και ανηψιά του Κυριάκου, ορίστηκε πέρυσι σύμβουλος διοίκησης για θέματα μάρκετινγκ και επικοινωνίας στον ΟΠΑΠ, ενώ παλιότερα είχε αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις του Ερυθρού Σταυρού έναντι παχυλής αμοιβής.

Ο έτερος της παρέας: Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης. Γιος του πρώην υπουργού και ευρωβουλευτή Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, ο οποίος εκλέγεται ανελλιπώς στη Β΄ Αθήνας από το 2000, από την ηλικία των 31 ετών δηλαδή. Αξιοκρατικά και αυτός, υποθέτουμε, χωρίς το οικογενειακό όνομα να έχει παίξει κανένα ρόλο στην ανοδική πολιτική του καριέρα και χωρίς καμία εκδούλευση. Ο πατέρας Βαρβιτσιώτης, χωρίς  να φτάνει το ρεκόρ των Μητσοτάκηδων, έχει καταθέσει και αυτός τον οβολό του στην παράδοση του ρουσφετιού. Το παραδέχτηκε μάλιστα σε παλιότερο άρθρο του στην Καθημερινή: «Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν δεν αναγνώριζα ότι στη μακρά πολιτική μου διαδρομή υπήρξαν περιπτώσεις που αποδέχθηκα την πίεση που ησκείτο πάντοτε προς την κατεύθυνση αυτή». O υιός Βαρβιτσιώτης σε συνέντευξή του στον Ελεύθερο Τύπο σχολίαζε ότι με την κρίση «το ρουσφέτι έχει αλλάξει. Ο κόσμος ζητά πια οποιαδήποτε δουλειά, δανεικά…». Ο ίδιος ωστόσο δήλωνε ότι δεν υποκύπτει στις πιέσεις για ρουσφέτια. Εκτός αν αφορά την ίδια την οικογένεια Βαρβιτσιώτη και συγκεκριμένα, τον αδερφό του Θωμά και τη διαφημιστική εταιρία V+O με τις χαριστικές αναθέσεις (μεταξύ αυτών η συνεργασία με το ΤΑΙΠΕΔ) και τις πολύ υψηλές αμοιβές.

Ο μοσχαναθρεμμένος Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης με τα καμιά 60αριά ακίνητα, γνωστός περισσότερο για τη ντόλτσε βίτα παρά για το πολιτικό του έργο, θα μείνει χαραγμένος στη μνήμη μας για το περίσσιο θράσος του. Για το θράσος του, ως υπουργός εμπορικής ναυτιλίας το 2013, να αυξήσει τις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, εξυπηρετώντας έτσι τους εφοπλιστές φίλους του. Για το θράσος του, λίγο αργότερα, να λέει σε τηλεοπτική εκπομπή «όποιος δεν έχει λεφτά για τον φόρο, ας πουλήσει το σπίτι του». Για το θράσος του να εγκαλεί σήμερα ειδικά αυτός την κυβέρνηση του Σύριζα για την οικογενειοκρατία.

Μια απορία μόνο: αν υποθέσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία θέλει να καταγγείλει τον Σύριζα για την όποια ευνοϊκή μεταχείριση δικών του ανθρώπων, είναι ποτέ δυνατό να αναθέτει αυτή την αποστολή στους κατ’ εξοχήν εκπροσώπους της ευνοιοκρατίας και της αναξιοκρατίας; Είναι σίγουρα σκληρό να χάνεις την καρέκλα της εξουσίας, όταν μάλιστα τη θεωρούσες δεδομένη για δεκαετίες ολόκληρες. Φαίνεται όμως πως μαζί με αυτή, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει χάσει και τα τελευταία ψήγματα λογικής που ίσως του είχαν απομείνει.