Πριν ακριβώς 49 χρόνια, στις 11-13 Ιουνίου του 1971, συμβαίνει κάτι σημαδιακό στην Ευρώπη: ο Φρανσουά Μιτεράν εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Συνέδριο του Επινέ και δηλώνει:
«Μεταρρύθμιση ή επανάσταση; Σπεύδω να απαντήσω (…) ναι, επανάσταση. Ωστόσο, η απάντηση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί άλλοθι, αν δεν προσέθετα μια δεύτερη φράση: βίαιη ή ειρηνική, η επανάσταση συνιστά πρωτίστως μια ρήξη. Αυτός που δεν αποδέχεται τη ρήξη – η μέθοδος έπεται – αυτός που δεν συμφωνεί με τη ρήξη με την καθεστηκυία πολιτική τάξη πραγμάτων, (…) την καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος».
 
Τον Ιούνιο του 1972, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα συνυπογράφει μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ζορζ Μαρσέ και το Κόμμα των Αριστερών Ριζοσπαστών του Ρομπέρτ Φάμπρ το «Κοινό Πρόγραμμα Διακυβέρνησης». Στις εκλογές του 1974, ο Μιτεράν χάνει στο νήμα τις προεδρικές εκλογές απέναντι στον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, αλλά το άστρο του λάμπει -όπως και τ’ άστρο του δικού μας Ανδρέα Παπανδρέου. Παρόλο που οι «σύμμαχοι» δεν καταφέρνουν να ανανεώσουν τη συμφωνία τους και να κερδίσουν μαζί τις βουλευτικές εκλογές το 1978, το Σοσιαλιστικό Κόμμα αναδεικνύεται σε ηγεμονική δύναμη κι ο Μιτεράν κερδίζει τις προεδρικές εκλογές του 1981, με την υποστήριξη του Μαρσέ στον δεύτερο γύρο. Ο Πιερ Μορουά αναλαμβάνει πρωθυπουργός  και στην κυβέρνηση συμμετέχουν τέσσερις κομμουνιστές. Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, οι Σοσιαλιστές θα έχουν την απόλυτη πλειοψηφία.
 
Στην πρώτη φάση της θητείας του Μιτεράν λαμβάνονται αναρίθμητα μέτρα κοινωνικής στήριξης και θεσμικού εκσυγχρονισμού υπέρ των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των νέων και των μεταναστών. Ο  Μιτεράν ουσιαστικά προωθεί το «Κοινό Πρόγραμμα», αλλάζοντας το τοπίο και προβάλλοντας σε διεθνές επίπεδο ένα νέο υπόδειγμα που θυμίζει Αλλιέντε. Η πολιτική αυτή δεν θα διαρκέσει όμως για πολύ. Μετά από δύο χρόνια, γίνεται μια θεαματική στροφή σε πολιτικές οικονομικής λιτότητας και το 1984 οι κομμουνιστές αποσύρουν τη στήριξή τους.
 
Η κατάσταση εξελίσσεται άσχημα για τους σοσιαλιστές τα επόμενα χρόνια. Χάνουν τις εκλογές από τον συνασπισμό της Δεξιάς το 1986 και ο Μιτεράν αναγκάζεται να «συγκατοικήσει» με τον Ζακ Σιράκ ως πρωθυπουργό. Παρά τη φθορά, θα ξανακερδίσει τις προεδρικές εκλογές το 1988. Επανεκλεγόμενος, θα προωθήσει τον εσωκομματικό του αντίπαλο και ανοιχτά σοσιαλ-φιλελεύθερο Μισέλ Ροκάρ στην κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα σπαράσσεται από εσωτερικές διαμάχες. Θα χάσει στις εκλογές του 1993 και ο Μιτεράν θα  συγκυβερνήσει ξανά με τη Δεξιά πριν τελειώσει μάλλον άδοξα τη θητεία του το 1995, υπέργηρος και πολιτικά απαξιωμένος.
 
Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα ακολουθήσει ένα σπιράλ αυτό-καταστροφής, φθάνοντας στο ναδίρ στη δεκαετία του 2000 και 2010 και αναγκαζόμενο να προωθήσει τους υποψηφίους του μέσω συμμαχικών σχημάτων. Σήμερα, το ιστορικό αυτό κόμμα, που κυριάρχησε στη γαλλική Αριστερά για πολλές δεκαετίες φθάνοντας ποσοστά του 20-28%, διαθέτει μόλις 2.7% του εκλογικού σώματος (στις εκλογές του 2017) και δεν έχει εκλέξει κανέναν ευρωβουλευτή (στις ευρωεκλογές του 2019). Τα μέλη του περιορίζονται σε μόλις 47 χιλιάδες, σε πληθυσμό 67 εκατομμυρίων.
 
Η περίπτωση της Γαλλίας είναι ενδεικτική για το πού μπορούν να φτάσουν οι «δύσκολες σχέσεις» της Αριστεράς με τη Σοσιαλδημοκρατία. Γι’ αυτό και θα ήταν καλό να θυμηθούμε ξανά όσα συνέβησαν τότε. Βεβαίως, δεν μπορούμε να κρίνουμε τα σημερινά με βάση το παρελθόν -και αντίστροφα. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένα μοτίβα, μέσω των οποίων εκδηλώνονται οι αντιφάσεις και οι συγκρούσεις της κάθε εποχής. Ένα απ’ αυτά είναι η υπαναχώρηση από τα υπεσχημένα και η πολιτική μεταμόρφωση. Καμιά εγγύηση και καμιά προγραμματική συμφωνία δεν αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο γιατί οι συσχετισμοί είναι πάντοτε ρευστοί.  Το ζήσαμε με το ΠΑΣΟΚ, που με όλα τα μέτρα και τα σταθμά, υπήρξε για μια περίοδο ένα από τα πιο ριζοσπαστικά και πραγματικά μεταρρυθμιστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη. 
 
Το πρόβλημα που έχει θέσει στον εαυτό του ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ήττα στις εκλογές του 2019 δεν έχει αυτονόητες λύσεις. Το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝ.ΑΛ.) αποτελείται από στελέχη, που προδήλως βρίσκονται εκτός προοπτικής «Κοινού Προγράμματος της Αριστεράς». Όχι μόνο γιατί δεν το επιλέγουν, αλλά και γιατί, εάν το επέλεγαν, δεν θα μπορούσαν να το υπηρετήσουν. Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια.  Περιθώρια για αυταπάτες δεν υπάρχουν μετά το πάθημα-μάθημα του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ.
 
Η μετεξέλιξη και η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξυπηρετείται με το «φλερτ» στο ΚΙΝ.ΑΛ. Μια εποχή όλοι νομίσαμε ότι αυτό ήταν αναγκαίο ή αναπόφευκτο. Τώρα, μετά από τόσα και τόσα, καταντάει σχεδόν εμμονικό. Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ επείγει ν’ αλλάξει όχι για να προσελκύσει το ΚΙΝ.ΑΛ., αλλά για να αντιμετωπίσει τις ασάφειες, τις αμφιταλαντεύσεις και τα λάθη που έγιναν κατά την κυβερνητική του θητεία.  Χρειάζεται να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις.  Πώς απευθύνεται η Αριστερά στους χωρίς απασχόληση και εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας (NEET, “Not in Education, Employment, or Training”) ή στο «Πρεκαριάτο» (Precariat), όπως λένε στο πρόσφατο άρθρο τους οι Αντώνης Κοτσακάς  και Χάρης Τσιόκας; 

Ads

Θα υπάρξει ένα συνεκτικό σχέδιο για τον δημόσιο τομέα; Και σ΄ αυτό το σχέδιο, ποιος ακριβώς θα είναι ο τρόπος και ο ρόλος της αξιολόγησης των λειτουργών και των υπαλλήλων; Πώς θα σταθμιστούν οι μισθοί και οι ασφαλίσεις σε μια σειρά κλάδους, από πανεπιστημιακούς έως δικαστικούς και γιατρούς του ΕΣΥ; Τί θα γίνει  με την Παιδεία και ιδιαίτερα την επαγγελματική εκπαίδευση; Θα αλλάξουν τα προγράμματα σπουδών;  Θα υπάρξει κάποια συνεκτική εθνική στρατηγική στην Έρευνα; Πώς θα στηριχτεί η κοινωνική οικονομία και οι μικρές επιχειρήσεις, πέρα από τις περιστασιακές ενισχύσεις; Και, το πιο αυτονόητο και ταυτόχρονα σημαντικό: πώς θα αντικαταστήσουμε τις πελατειακές σχέσεις με μια κουλτούρα συλλογικής ευθύνης; Θυμίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θριάμβευσε ακριβώς σ’ αυτό το πεδίο. Από δω και πέρα, ο κόσμος δεν πρόκειται να δείξει επιείκεια στην ασάφεια -το είδαμε στις εκλογές.
 
Στην πραγματικότητα, οι συνθήκες από το 2015 έχουν αλλάξει προς το χειρότερο. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εμπεδώνεται πλέον ένα συμπαγές σχήμα, που είναι αμφίβολο αν επιτρέπει την παραμικρή πολιτική κοινωνικής προνοίας στις χώρες-μέλη. Την πρώτη φορά, το εργαλείο συμμόρφωσης στις υποδείξεις των οικονομικών ελίτ ήταν τα μνημόνια. Τώρα, σ’ αυτό προστίθεται  μια ακόμα πιο κυνική συνταγή αυτό-καταστροφής: πάρτε κονδύλια για να ισοπεδώσετε εντελώς το δημόσιο και να συμμετάσχετε μετά με την τουριστική βιομηχανία σας σε έναν προαποφασισμένο καταμερισμό εργασίας.

Η προοπτική μιας χώρας-ξενοδόχου, που βρίσκεται διαρκώς στα όρια της χρεωκοπίας χωρίς να διαθέτει πρωτογενή τομέα και τεχνολογική αυτοδυναμία, είναι όμως ένα εφιαλτικό σενάριο, που γίνεται ακόμα πιο εφιαλτικό σε περιπτώσεις υγειονομικής κρίσης, φυσικών καταστροφών, συνοριακών επεισοδίων ή γεωπολιτικών συγκρούσεων. Πέρα απ’ αυτό, κάτι τέτοιο δεν αξίζει ούτε στις παραδόσεις του τόπου ούτε στους ανθρώπους του. Και πάντως δεν περιγράφει μια ανορθωτική πορεία ή μια πραγματικά αναπτυξιακή πολιτική.
 
Πρέπει να γίνει πολλή δουλειά. Αλλά αυτή η δουλειά, όπως είπαμε ήδη, δεν έχει καμία σχέση με το «ψηστήρι» στη Φώφη Γεννηματά και τη φρουρά της, όπως νομίζουν μερικοί. Όλο αυτό εξελίσσεται στην κατεύθυνση μιας φαντασιακής κατασκευής και αρχίζει να προσλαμβάνει τον χαρακτήρα ενός κακόγουστου αστείου. Η ηγεμονία στην κοινωνία αποκτάται μόνο αν καταφέρει κανείς να εκφράσει τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα: με τις ανάγκες, τα όνειρα και τις δυνατότητές του. Όχι μέσω ονειρώξεων για κοινά προγράμματα και μετεκλογικές συμπράξεις με τα πούλια του Βενιζέλου και του Λοβέρδου.  Εξ άλλου, ισχύει το χολερικό που έγραψε προ μηνός η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: με τα σημερινά δεδομένα, 20% (ΣΥΡΙΖΑ)+5% (ΚΙΝ.ΑΛ.)=25%, που είναι πολύ λιγότερο από το 40% της Νέας Δημοκρατίας. Οι αιθεροβάμονες μπορεί να πιστεύουν ότι μια πιθανή συνεργασία θα είχε πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, αλλά οι εχέφρονες και οι πιο μετρημένοι επιμένουν ότι θα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο.
 
Συμπερασματικά, καταλήγουμε στο εξής ερώτημα: μπορεί η σύγχρονη Αριστερά να αρθρώσει έναν πρωτότυπο μεταρρυθμιστικό λόγο, με πειστικότητα, φερεγγυότητα, αξιοπιστία; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία να εξελιχθεί σε α υ τ ο δ ύ ν α μ η,  α υ τ ό φ ω τ η,  π λ ε ι ο ψ η φ ι κ ή  παράταξη; Η ρήξη με το κατεστημένο έγκειται ακριβώς σ’ αυτό. Όπως θα έλεγε κι ο Μιτεράν του 1971, όποιος δεν το καταλαβαίνει, όσο και αν ωρύεται, δεν μπορεί να συγκαταλέγεται πολιτικά σε ένα ιστορικό ρεύμα που έχει ως στρατηγικό του στόχο τη θεραπεία των ανισοτήτων και τη ριζική αλλαγή του συστήματος.
 
ΥΓ: Το άρθρο των Κοτσακά- Τσιόκα που δημοσιεύθηκε στο tvxs αξίζει να διαβαστεί με προσοχή. Παρατήρησα όμως ότι σε σύνολο περίπου 2.300 λέξεων οι όροι ΚΙΝ.ΑΛ.  ή ΠΑΣΟΚ δεν αναφέρονται καμία φορά, ενώ ο όρος ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται οκτώ. Πολιτική σοφία, αυτό-προστασία ή απλώς σημεία των καιρών; Ως καλοπροαίρετος άνθρωπος ψηφίζω το πρώτο.