Όπως έχει πει κάποτε ο Σταύρος Καπάκος, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κόμμα εξουσίας με απόφαση των πολιτών, όχι με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής. Πέραν λοιπόν του γενναίου και περιπετειώδους 3%, οι ψηφοφόροι της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και το 2012, και το 2015 και το 2019, είχαν ορισμένα χαρακτηριστικά. Η ερώτηση είναι αν αυτά τα χαρακτηριστικά περιγράφουν και περιγράφονται από έναν διακριτό και αυτόφωτο πολιτικό χώρο, που λέγεται «Κέντρο».

Ads

Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση έχει σημασία: Εάν η πλειοψηφία των δυνάμει ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ καθορίζεται από την παραδοσιακή/εθιμική σχέση που είχαν ή έχουν αυτοί οι πολίτες με τους σχηματισμούς και τις προσωπικότητες που αυτο-τοποθετούνται στο Κέντρο, αυτό σημαίνει ότι η προσέγγιση του «θεσμικού» ΚΙΝΑΛ -αλλά και όλων των άλλων που ανήκουν στον κεντρώο χώρο, από Βενιζέλο έως Σημίτη- έχει στρατηγική σημασία. Αν όμως αυτή η πλειοψηφία έχει άλλο, κοινωνικό ορισμό, τότε θα πρέπει  ο ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει ακροατήριο στους «φύσει» συμμάχους του, δηλαδή τους χαμηλά αμειβόμενους, τους περιστασιακά εργαζόμενους, τα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα και εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες των πάσης φύσεως διακρίσεων.

Τα μεσοστρώματα συσχετίζονται συνήθως με το Κέντρο, αλλά αυτή η συσχέτιση δεν έχει οικουμενική ισχύ. Η λεγόμενη μεσαία τάξη δεν είναι «τάξη», ούτε μια συμπαγής κοινωνική κατηγορία. Περιλαμβάνει ανθρώπους που διαθέτουν σημαντική οικογενειακή περιουσία, αλλά είναι υπερχρεωμένοι· επαγγελματίες και μικροεπιχειρηματίες που θα μπορούσαν να βγάζουν αρκετά λεφτά, αν δεν τους ανταγωνίζονταν τα καρτέλ και οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι· δημόσιους υπαλλήλους που έχουν χαμηλό μισθό, αλλά μόνιμη δουλειά· και γενικώς πολίτες που έχουν πολλαπλές «ταυτότητες». Αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τους «μεσαίους», αυτό δεν είναι η ισχυρή πολιτική τους συνάφεια με το ΠΑΣΟΚογενές Κέντρο, αλλά η υψηλή πολιτική τους κινητικότητα και η αιώρηση ανάμεσα σε διάφορους πολιτικούς χώρους -συμπεριλαμβανομένης της ακροδεξιάς.

Στους οπαδούς του Κέντρου αποδίδονται ποικίλες ιδιότητες. Το «αρχέτυπό» τους παραπέμπει σε ανθρώπους που συμπεριφέρονται μετριοπαθώς· είναι συνεπείς πολιτικά, αλλά κομματικά ανένταχτοι· είναι άνθρωποι που απεχθάνονται τα κραυγαλέα και προτιμούν τους χαμηλούς τόνους. Μιλάμε για τα «δισέγγονα» του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Γεώργιου Παπανδρέου· που το 1981 στήριξαν το ΠΑΣΟΚ κυρίως λόγω οικογενειακής παράδοσης και δευτερευόντως λόγω προγράμματος· που κατάλαβαν όψιμα ότι ο Ανδρέας εξέφραζε τους «κωλοέλληνες» και μετατράπηκαν εν μια νυκτί σε συνοδοιπόρους του «Μητσοτάκ»· που ήλπισαν στον Σημίτη, όταν κατάλαβαν ότι η Νέα Δημοκρατία τείνει να επιστρέψει στις πρακτικές της «επάρατου» Δεξιάς· που ψήφισαν Κώστα Καραμανλή, όταν συνειδητοποίησαν την απάτη που κρυβόταν πίσω από τη βιτρίνα της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη. 

Ads

Αν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά περιγράφουν μια πραγματική πολιτική ταυτότητα ή αποτελούν μια υπερ-απλουστευτική γενίκευση είναι ωστόσο συζητήσιμο. Η δεύτερη ερμηνεία είναι ίσως πιο πειστική. Στις εκλογές του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σημαντικές εισροές από τους νέους, τους οικονομικά καθημαγμένους και τους άνεργους. Τα μεσοστρώματα τον στήριξαν επίσης, γιατί συνειδητοποίησαν ότι το «όχημα» του ΠΑΣΟΚ είχε καταρρεύσει. Ακόμα και τα υψηλότερα (εισοδηματικά) στρώματα επέδειξαν μια πρόσκαιρη ανοχή στην Αριστερά, γιατί η κρίση αντιπροσώπευσης είχε επεκταθεί και στη Νέα Δημοκρατία.  Τα δεδομένα άλλαξαν -αλλά όχι ριζικά- το 2019.

Κι ερχόμαστε στα σημερινά. Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διευρυνθεί προς το Κέντρο; Νομίζω ότι υπάρχει μια γενική συμφωνία ότι αυτό δεν περιορίζεται σε «μεταγραφές» και «αξιοποίηση» στελεχών, που κάποτε ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα είναι όμως μάλλον θολά. Μετριοπάθεια; Ασφαλώς. Μόνο που ο μετριοπαθής λόγος δεν είναι ίδιον του Κέντρου. Δόξα τω Θεώ, υπήρξαν και υπάρχουν στην Αριστερά πολλοί, που εκφράζονται και επικοινωνούν με μετριοπαθή -μέχρι παρεξηγήσεως- τρόπο. Όπως υπάρχουν και μη ενταγμένοι, που έχουν προσφέρει κατά καιρούς πολύ περισσότερα στην υπόθεση της Αριστεράς από τους μεγαλόσχημους του κόμματος.

Υπό το φως αυτών των δεδομένων, δεν είναι και τόσο σαφές που ακριβώς απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, ούτε πως θα πετύχει να τα καταφέρει. Ώρες-ώρες, γίνονται σοβαρά λάθη στην επικοινωνιακή τακτική, λάθη που ξεπερνούν κάθε όριο πολιτικής ευπρέπειας και απογοητεύουν όχι μόνο τους κεντρώους, αλλά και τους αριστερούς. Άλλες φορές πάλι, γίνονται βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, με την έννοια της παραγωγής καλά επεξεργασμένων θέσεων. Όταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να αμφιταλαντεύεται και να υπαναχωρεί σε θέματα που έχουν σημασία για το νοήμον, αριστερό ακροατήριο, με στόχο να δείξει μιας συναινετική στάση και μια μετατόπιση προς το Κέντρο, πρέπει να ανησυχούμε. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη με το Ελληνικό. Αλλά εκείνο με τα Rafale τι ήτανε; Δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ ότι η Παιδεία και η Υγεία θα χρειαστούν επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων για να σταθούν στα πόδια τους την επόμενη ημέρα; Και μέχρι πότε θα συνεχίζεται αυτό το βιολί με τους εξοπλισμούς;

«Κέντρο», με την έννοια του γεωμετρικού τόπου όπου καταλήγουν, αναμειγνύονται και τελικά ομογενοποιούνται αριστερές και δεξιές πολιτικές μετατρεπόμενες σε μια «τρίτη» ποιότητα, δεν υφίσταται. Προοπτικά, αλλά με μαθηματική βεβαιότητα, ο,τιδήποτε πει ή προτείνει κανείς σήμερα κάποιους θα ωφελήσει και κάποιους άλλους θα βάλει στο περιθώριο στο μέλλον. Η σύγχρονη Αριστερά, σε αντιδιαστολή με τη δογματική παραλλαγή της, οφείλει να έχει την απαραίτητη ευελιξία σε ό,τι αφορά το «διαπραγματευτικό σκέλος» του κάθε προβλήματος που θέτει η συγκυρία. Αλλά ταυτόχρονα, για να παραμένει στην ιστορική κοίτη της, θα πρέπει να σημαδεύει με καθαρό μάτι και με ακρίβεια τους μεσο-μακροπρόθεσμους στόχους που περιγράφουν το δικό της όραμα. Το όραμα μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, ριζικά διαφορετικής από την τωρινή.

Το να λαμβάνεις υπ’ όψιν και να συνυπολογίζεις στους σχεδιασμούς σου τον ιδιωτικό τομέα με όρους «Νέας οικονομικής πολιτικής», το να αξιοποιείς τις συμπράξεις του ιδιωτικού με τον δημόσιο είναι ρεαλιστικό και χωράει άνετα στην ατζέντα και την ιστορική κινηματική της Αριστεράς. Το να υιοθετείς όμως αμάσητα τα ιδεολογήματα περί «πράσινης οικονομίας», «οικονομίας της γνώσης» και άλλα παρόμοια, χωρίς να διευκρινίζεις τι ακριβώς εννοείς και που διαφέρεις από τις συνήθεις κοινοτοπίες, είναι ή αφέλεια ή επικίνδυνος αναθεωρητισμός. Όπως είπε κάποτε ο Τσακαλώτος, «οικονομία της γνώσης» υπήρχε από τον καιρό της ατμομηχανής· δεν την εφηύραν οι γραφειοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι νεοφώτιστοι της «τεχνοκρατικής» Αριστεράς!

Όταν συμβαίνουν προγραμματικές υπαναχωρήσεις, όλοι καταλαβαίνουν αμέσως τη διολίσθηση. Και οι «κεντρώοι», επειδή ακριβώς είναι και ψυχροί και ψύχραιμοι, βγάζουν αμέσως το κυνικό τους συμπέρασμα: Ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπάρχουν ουσιωδώς διαφορετικές λύσεις από εκείνες που εισηγείται η νεοφιλελεύθερη Δεξιά. Και ότι όλα τα άλλα λέγονται και γίνονται για το πάπλωμα, δηλαδή με στόχο την αναρρίχηση στην εξουσία.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει μιλήσει για έναν «ριζοσπαστικό ρεαλισμό». Που στην πολιτική καθομιλουμένη πάει να πει θεραπεία των κοινωνικών προβλημάτων με «αιτιολογικό» τρόπο, αλλά, ταυτόχρονα, και με ρεαλιστικό ρυθμό. Ας το ξανασκεφτούμε: Από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι «μετρημένες», οι «ρεαλιστικές», οι «κεντρώες» -αν έτσι θέλετε- προτάσεις θα έρθουν από φορείς και πρόσωπα που αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώα». Ισχύει μάλλον το αντίθετο. Εκείνοι που δεν απεμπόλησαν ακόμα εκείνο το «Κ» έχουν κατά τεκμήριο καλύτερη γνώση της κοινωνικής δυναμικής και μπορούν να εγγυηθούν μετά λόγου γνώσεως την ομαλή μετάβαση από τη μεταρρύθμιση στη ριζική αλλαγή.

Καθαρές κουβέντες: Η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ έχει δύο πιθανές προοπτικές. Η μία οδηγεί στο τέλμα του «Δημοκρατικού Κόμματος» της Ιταλίας, δηλαδή την αυτο-κατάργηση της Αριστεράς και ως προς το πολιτικό της πρόγραμμα και ως προς την οργανωτική της υπόσταση. Η άλλη όμως αφορά μια διαδικασία που αποσκοπεί στη ριζική αλλαγή του κοινωνικού status quo. Σύμφωνοι, αλλαγή με συναίνεση, δημοκρατικό τρόπο, στάδια και υπο-στάδια ή, όπως λέει ο πολύς κόσμος, «με το μαλακό». Το «Κέντρο» σ’ αυτή την περίπτωση αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο, ένα στάδιο που υπάρχει μόνο εν κινήσει.