Στη δημοσιογραφία το «κάποιοι» και τα πρώτα και δεύτερα ξαδέρφια του (το «μερικοί», το «ορισμένοι», το «ελάχιστοι», ακόμα και το «ένιοι», όταν ο γραφιάς θυμάται και τα παλαιότερα κλισέ και τα επιστρατεύει για ποικίλους λόγους) είναι ένα αυτοπροστατευτικό τέχνασμα. 

Ads

Χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι άδικες γενικεύσεις, άρα και οι μηνύσεις και οι αγωγές απ’ όσους ενδέχεται να νιώσουν προσβεβλημένοι. 

«Μη γράφεις ποτέ “οι δικαστές, οι αστυνομικοί, οι τελωνειακοί, οι γιατροί κάνουν το ένα ή το άλλο απρεπές, άνομο, απαράδεκτο κ.ο.κ.”» σε δασκαλεύουν οι ξεσκολισμένοι. «Και άδικος θα είσαι, αν τους περιλάβεις όλους αδιακρίτως, και σε μπελά μπορείς να βρεθείς κι εσύ και η εφημερίδα. Να γράφεις “μερικοί”, “κάποιοι”, “λίγοι ευτυχώς”, “μια μικρή μερίδα” ή ό,τι άλλο μετριάζει και δεν ισοπεδώνει».

Εκτός από αυτοπροστατευτική, η λύση αυτή είναι και στοιχειωδώς τίμια. Κανένας κλάδος, κανένα επάγγελμα, καμία κοινωνική ομάδα, και κανένας λαός ή φυλή βέβαια, δεν φέρεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κακό ή κακό. Υπάρχει διαβάθμιση και ποικιλία. Υπάρχουν εξαιρέσεις από τον κανόνα που φτιάχνει η προκατάληψή μας. Και μπορεί ο κανόνας αυτός να βολεύει τον καταγγελτικό τόνο, καίει όμως μαζί χλωρά και ξερά.

Ads

Τα ακούμε και στην πολιτική το «κάποιοι», το «μερικοί» κ.τ.λ. Εκεί όμως κυκλοφορούν σε άλλα συμφραζόμενα, που τους στερούν την τιμιότητά τους και τα μετατρέπουν σε σήματα κουτοπονηριάς. Τα ακούμε όταν οι πολιτικοί θέλουν να καταγγείλουν κάτι, δεν έχουν όμως συγκεκριμένα στοιχεία στα χέρια τους, μόνο φήμες και «εμπιστευτικές πληροφορίες» από σπασμένα τηλεφωνήματα, οπότε απλώς σκανδαλολογούν. Δημοκοπικά. Τα ακούμε όταν οι ρητορεύοντες δεν θέλουν να κατονομάσουν τον «στόχο» τους, για να μη χαλάσουν τις σχέσεις τους μαζί του, ταυτόχρονα όμως θέλουν να ρίξουν και την μπηχτή τους. Για παράδειγμα, και όσον αφορά τις κεντροαριστερές ζυμώσεις: «Κάποιοι δεν θέλουν την ηλεκτρονική ψήφο επειδή φοβούνται». ΄Η το… ομοιοκατάληκτο: «Κάποιοι μετατρέπουν τη διαδικασία της ψήφου σε ουσία, επειδή φοβούνται».

Αν λοιπόν ο «στόχος» ενοχληθεί και το δείξει, ο στοχεύσας θα προσπαθήσει να ξεγλιστρήσει λέγοντας μελιστάλαχτα: «Μα όχι, για όνομα του Θεού, δεν εννοούσα εσένα. Πώς είναι δυνατόν;». Πιστεύει ότι έτσι θα κρατήσει ακέραιη την πίτα και θα ’χει και τον σκύλο χορτασμένο. Στο τέλος, όμως, η κουτοπονηριά αποδεικνύεται βλαβερή· η πίτα εξαφανίζεται και το τετράποδο μένει με το παράπονο.

Καθημερινή