Τα προπολεμικά χρόνια. Σύμφωνα με τον Bonger, κύρια αιτία της εγκληματικότητας είναι ο εγωισμός, ο οποίος είναι άμεσα συνυφασμένος με την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο εγωισμός έχει τις ρίζες του στις οικονομικές σχέσεις, ενώ το έγκλημα, ως προϊόν του αστικού περιβάλλοντος, υποστηρίζει ότι η τιμιότητα έχει αξία, όσο αυτή δεν μπλέκεται με την ατομική ωφέλεια.

Ads

Λίγα χρόνια μετά, ο Sellin − μεσούσης της καπιταλιστικής κρίσης στην Αμερική και στην Ευρώπη − υποστήριξε ότι όταν δύο αξιακά συστήματα αλληλοεπιδρούν στην κοινωνία και το ένα προσπαθεί να επηρεάσει το άλλο, τότε η ανισορροπία στην κατανομή της εξουσίας και η προσπάθεια κυριαρχίας του ενός στο άλλο, κάνει τον εξουσιαστή να χαρακτηρίζει την τυπική συμπεριφορά του εξουσιαζόμενου ως παραβατική. Όσο περισσότερο διαφοροποιημένη είναι η κοινωνία, τόσο περισσότερο αυξάνεται η πιθανότητα για συγκρούσεις, καθώς κάποιοι επιβιώνουν παραβαίνοντας τους θεσμοθετημένους και κυρίαρχους κανόνες.
 
Τα μεταπολεμικά χρόνια

Στις δεκαετίες της οικονομικής ανάπτυξης και της γιγάντωσης του κράτους-πρόνοιας και του πατερναλιστικού καπιταλισμού, το οικονομικό έγκλημα δεν απασχόλησε τους μελετητές, όμως μετά την πετρελαϊκή κρίση, οι επιστήμονες επανήλθαν στη σχέση καπιταλισμού και εγκλήματος. Συγκεκριμένα, ο Pearce υποστήριξε ότι η άρχουσα τάξη και τα ανώτατα στελέχη των πολυεθνικών, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις, ενθάρρυναν το έγκλημα για να υποστηρίξουν και να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, εμπλεκόμενοι σε εγκληματικές δραστηριότητες αξιοποιώντας τους παράνομους.

Ο Chambliss έγραψε ότι η αστική τάξη εκμεταλλεύεται και χρησιμοποιεί με παράνομο όφελος το έγκλημα, στηρίζοντας τα οργανωμένα συμφέροντα, χρηματοδοτώντας οργανωμένες ομάδες, ξεπλένοντας «βρώμικο» χρήμα, ώστε να αναπτύσσονται νόμιμες ή και νομιμοφανείς επιχειρηματικές δραστηριότητες, να διασφαλίζεται ο αθέμιτος ανταγωνισμός και να ενισχύονται οι μονοπωλιακές συνθήκες, διατηρώντας τους μηχανισμούς δίωξης και την απονομή δικαιοσύνης σε προβληματική κατάσταση. Επίσης, ο Quinney υποστήριξε ότι στην προσπάθεια της αστικής τάξης να κυριαρχήσει, διαπράττονται οικονομικά εγκλήματα, τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα καταπατιούνται και το κράτος χρησιμοποιείται για να προστατεύει τα συμφέροντα των αστών, καταπιέζοντας τους αδύναμους και τους φτωχούς. Οι παρανομίες είναι μια ασυνείδητη ατομική αντίδραση στην εκμετάλλευση και μια συνειδητή ατομική μη σύννομη δράση για την επιβίωση των απόκληρων στον καπιταλισμό, που πρέπει όμως να μετατραπεί σε συνειδητή πολιτική δράση κατάλυσής του.
 
Τα πρόσφατα χρόνια

Ads

Τα τελευταία χρόνια, οι μελέτες για το οικονομικό έγκλημα γίνονται ξανά επίκαιρες μέσα από την καπιταλιστική κρίση. Ο Currie βλέπει τις ρίζες της εγκληματικότητας στις ανισότητες του καπιταλισμού. Η επιδίωξη του ατομικού οικονομικού οφέλους κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή, η οικονομία της αγοράς δημιουργεί ανισορροπίες στους κοινωνικούς θεσμούς, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται δυνάμεις που «ληστεύουν» τα εισοδήματα των εργαζομένων, αδυνατώντας το κράτος να χτίσει ένα αποτελεσματικό «δίχτυ προστασίας» για τους αδύνατους, αφαιρώντας του τον κοινωνικό του ρόλο.

Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται ευοίωνες συνθήκες ανάπτυξης της εγκληματικότητας. Ο Colvin επικεντρώνεται στην καταπίεση και στον εξαναγκασμό του ατόμου ώστε να υποχρεωθεί να ενεργήσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, όχι μόνο λόγω απειλής, αλλά και εξαιτίας των απρόσωπων οικονομικών πιέσεων και των εξαρτήσεων που υπάρχουν. Η καταπίεση είναι συνυφασμένη με την ανισότητα και την εγκληματικότητα: όσο περισσότερη καταπίεση υπάρχει, τόσο μεγαλύτερη είναι η εγκληματική δραστηριότητα.
 
Η σχέση καπιταλισμού και οικονομικού εγκλήματος

Ο καπιταλισμός και οι σχέσεις αναπαραγωγής και εκμετάλλευσης δημιουργούν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του οικονομικού εγκλήματος. Από την άλλη πλευρά όμως, το ίδιο το οικονομικό έγκλημα αξιοποιεί αυτές τις συνθήκες και τους μηχανισμούς που διαμορφώνει ο καπιταλισμός, ώστε να καταφέρει να αναπτυχθεί και να περάσει από ένα στάδιο στο επόμενο: να γίνει περισσότερο σύνθετο και πολυμήχανο. Αυτή η αλληλεξαρτώμενη σχέση υπακούει σε τυπικούς κανόνες ηθικής και δικαιοσύνης. Το έγκλημα διώκεται, αλλά δεν συνθλίβεται. Αποκομίζει παράνομα οφέλη, αλλά δε ζημιώνει τον καπιταλισμό.

Η σχέση διαταράσσεται μόνο όταν ο καπιταλισμός είναι σε κρίση και η παραβατικότητα σε έκρηξη. Τότε οι άτυποι «σύμμαχοι» δεν μπορούν να «υπηρετούν» με ισότιμους όρους το σύστημα και οι μηχανισμοί του κράτους σηκώνουν τη σημαία μιας «προτεσταντικής εκστρατείας» ενάντια στο οικονομικό έγκλημα. Το διώκουν γιατί γίνεται επικίνδυνο για τη σταθερότητα του καπιταλισμού. Όμως η δίωξη διαρκεί μέχρι το οικονομικό έγκλημα να γίνει πάλι ένα οργανικό μέλος του συστήματος. Τότε δεν τους ενοχλεί και η ισορροπία επανέρχεται. Εμείς προς το παρόν είμαστε στην «εποχή του διωγμού».