Όταν πριν λίγα χρόνια βρέθηκα στην Τέλενδο, ένα μικρό νησάκι της Καλύμνου έπιασα κουβέντα στο καφενείο μ´έναν γέροντα πρώην σφουγγαρά. Από που ‘σαι κόρη μου; Από την Κάρπαθο λέω. Μέσα σε λίγα λεπτά ανακαλύψαμε μια εκλεκτική συγγένεια. Όταν αναγκάστηκαν οι σφουγγαράδες πριν χρόνια να εγκαταλείψουν την Κάλυμνο εξαιτίας της μεγάλης φτώχειας και της ανεργίας πολλοί εγκαταστάθηκαν στην Κάρπαθο. Ο συγκεκριμένος βρήκε απάγκιο στο ψαροχώρι μας. Η γιαγιά σου, μου είπε, πρώτα τάιζε εμάς και μετά τα παιδιά της, δεν το ξεχνώ. Τα πρώτα πιάτα της τσουκάλας τα δίνε στους ξένους. Μια μέρα μου ‘πε, καλώς όρισες  ξένε. Εδώ θα σε παντρέψουμε και θα σε κάνουμε δικό μας. 

Ads

 
Στην Κάρπαθο της δεκαετίας του 60 ήταν οι περισσότεροι φτωχοί,  ντόπιοι και ξένοι. Κανείς όμως πεινασμένος. Τα πρώτα πιάτα των νοικοκυριών πήγαιναν με την πρώτη καλημέρα σε εκείνους που είχαν περισσότερο ανάγκη. Χωρίς συνελεύσεις οργανώσεις ο πολιτισμός της αλληλεγγύης ήταν αυτονόητος, όπως άλλωστε στα περισσότερα χωριά της χώρας.  Όχι ότι δεν υπήρχε κοινωνικός ρατσισμός. Αν τολμούσε νέος ή νέα να ερωτευτεί κάποιον που δεν ενέκρινε η οικογένεια… Μαύρο φίδι… Για να μην μιλήσουμε για την τύχη που είχαν οι ομοφυλόφιλοι σε εκείνες τις κοινωνίες. Όμως κανείς δεν θα πρόσβαλε κανέναν επειδή ήρθε από αλλού, αντιθέτως ήταν υποχρέωση της κοινωνίας να τον αγκαλιάσει.
 
Η γιαγιά μου είχε 17 βαφτιστήρια, τα δεκατρία ήταν παιδιά Κασιωτών και Καλύμνιων με τους οποίους δημιουργούσε δεσμούς αίματος.  Η δε θεία της, η αδερφή της μάνας της είχε παντρευτεί νέγρο Αιγύπτιο παραπαίδι μιας ευκατάστατης οικογένειας Κασιωτών. Το δικό του όνομα έδωσε στο πρώτο της παιδί, τον θείο Νικόλα. Τη θυμάμαι λίγο πριν πεθάνει στα 99 της, να απαντάει στις κλήσεις τους συγκινημένη που την θυμούνται οι συγγενείς που αγαπούσε.
 
Το 70 έφυγαν τα παιδιά της μετανάστες στην Αμερική, μαζί με το 90% του πληθυσμού στο δεύτερο κύμα μετανάστευσης. Η πρώτη προσπάθεια του πατέρα μου απέτυχε. Τον απέλασαν. Μετά τα κατάφερε κι έτσι βρέθηκε στη νέα ευρεία οικογένεια που αποτελούσαν Κουβανοί, Περουβιανοί, Σπανιόλοι, Αμερικάνοι, Πορτορικάνοι. Θυμάμαι έναν έφηβο Κουβανό σερβιτόρο να με τσουλάει στο καρότσι με τα άπλυτα πιάτα την ώρα που ο πατέρας μου έλιωνε στην κουζίνα και να σκάμε στα γέλια.
 
Όταν επιστρέψαμε  το 80 στην Ελλάδα εγκατασταθήκαμε στα Καμίνια του Πειραιά. Σε λίγο άρχισαν σιγά σιγά να εγκαθίστανται σε παλαιές μονοκατοικίες Πακιστανοί. Έμεναν δέκα δέκα σε κάθε χαμόσπιτο. Παιδί εγώ και περπατούσαμε μια μέρα με τον πατέρα μου με κρατούσε από το χέρι και μας ήρθε μια έντονη μυρωδιά. Κοντοστάθηκε και μου είπε ξέρω τι μαγειρεύουν. Άρχισε να μου απαριθμεί τα μπαχαρικά τους να μου περιγράφει πως τα χρησιμοποιούν στην ανατολή.
 
Δεν στριμώχνονται τόσοι μαζεμένοι; Ρώτησα. Έτσι μέναμε κι εμείς στην Αμερική στην αρχή μου είπε. Όλοι μαζί αδέρφια, ξαδέρφια, συγχωριανοί, για να αντέξουμε. και στο χωριό τι νομίζεις; Όλοι σ’ ένα δωμάτιο. Δεν ξέραμε πως είναι να έχει καθένας το δικό του. Και μαγειρεύατε μακαρούνες με τσίκνωση και βρωμούσε όλη η πόλη; Αναρωτήθηκα. Δεν βρωμούσε, μοσχομύριζε μου απάντησε.
 
Στην Αμερική είχαν ταυτίσει τους Έλληνες με τους Ινδιάνους. Οι βρομιάρηδες, οι άγριοι, οι απολίτιστοι…. Λένε αυτοί που θυμούνται στο ντοκιμαντέρ  με τον τίτλο Το παλικάρι – Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του Λάντλοου  που είδα πρόσφατα στο Φεστιβάλ. Και λένε αλήθεια.
 
Τη συνέχεια τη γνωρίζετε. Υπατία, Frontex, Φαρμακονήσια, Φασίστες και η δυσοσμία του μίσους παντού.
 
Δεν αγιοποιώ το παρελθόν. Αναγνωρίζω πολύ καλά την ξενοφοβική, ρατσιστική, συντηρητική και μισάνθρωπη πλευρά μας μέσα στον χρόνο. Απλά, σε έναν χάρτη που ο εχθρός είναι η διπλανή χώρα, σε ένα νησί που ο εχθρός είναι το διπλανό χωριό, σε μια πόλη που ο εχθρός είναι ο γείτονας σε μια κοινωνία που έχει μάθει να αυτοπροσδιορίζεται με το δάχτυλο σηκωμένο σε ότι θεωρεί αλλότριο, κανένας δρόμος προς την αλληλεγγύη την ανθρωπιά, την αγάπη δεν φαίνεται προσβάσιμος. Κι όταν ένας  καπιταλισμός φαινομενικά παντοδύναμος κάνει τονωτικές ενέσεις στο μέσα μας τέρας προκειμένου να επιβιώσει και να συνεχίσει να επιβάλλεται καταλαβαίνει κανείς πως δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.
 
Επέλεξα όμως σήμερα, αντί να καταγγείλω για νιοστή φορά την κατάντια μας, την παθητικότητα και την απανθρωπιά μας, να προσπαθήσω να θυμίσω τον πολιτισμό του Καλώς όρισες ξένε, θα σε κάνουμε δικό μας. Γιατί υπάρχει κι αυτή η νησίδα μέσα μας, αρκεί να πέσει πάνω της λίγο φως. Κι αυτό το φως προϋποθέτει σκληρή αναμέτρηση του καθένα μας με τον εαυτό του πάνω απ’ όλα.