Ήταν το κινηματογραφικό πρόσωπο μιας ολόκληρης γενιάς. Την ηλιόλουστη δεκαετία του 80, αρχή της εφηβείας μας, κι ενώ ο πλανήτης τουλάχιστον στην Δύση έκανε ανασκόπηση και τον επίλογο ταυτόχρονα της τρελής, ελπιδοφόρας δεκαετίας του 60 που γινόταν σιγά σιγά άμμος ανάμεσα στα δάκτυλα…

 
…τον ακούσαμε να βoμβαρδίζει με γέλια τον πόλεμο, μια σταγόνα γέλιου σαν θυμιατό για όλο το άδικο αίμα, λέγοντας εκείνη την φράση επιτομή ηρωϊκού του κλαυσίγελου Gooodddd Morning Vietnaaaamm!!! (1985)
 

 

Στην δύσκολη φάση της εφηβείας μας, όταν το υλικό από το οποίο ο νεοπλουτισμός είναι φτιαγμένος κατέκλυζε τα πάντα κι η κυνικότητα έβγαζε την γλώσσα στις «ιδεολογικές μας εμμονές», μας έκανε να σκύψουμε γύρω του και σαν τον καθηγητή που θα θέλαμε να έχουμε μας ψιθύρισε το προαιώνιο μυστικό του μονίμως ανολοκλήρωτου ανθρώπου, με όνειρα από ουρανό και φτερά από χώμα ή μάλλον από κερί, αφήνοντας σαν τον Walt Whitman την βαρβαρική κραυγή του πάνω από τις κοιμισμένες στέγες του κόσμου: Νο Matter what they ‘ll tell you we don’t write poetry because its cute, we write poetry because words and ideas can change the world. (1987)

 

Θρηνήσαμε μαζί του όταν ένα ακόμη ακίνητο μαυσωλείο στην ταινία τον απέλυσε αφού στην ζωή τα συστήματα έχουν ανάγκη από εσωτερικά νικημένους ηλίθιους σε θέσεις κλειδιά για να εξασφαλίζουν μια απρόσκοπτη αναπαραγωγή της μετριότητας που κρατά δέσμια κάτω από τα δυνατά φώτα του ήλιου (σιγά την φήμη, σιγά τον θώκο, σιγά το ξημέρωμα! Καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του) μια ολόκληρη κοινωνία καίγοντας της τα φτερά. Του κλείσαμε με ελπίδα το μάτι λέγοντας πως κάτι ακόμη δεν έχει πεθάνει, κάτι δεν θα πεθάνει εύκολα ποτέ σε μια φύση ανθρώπινη, όταν εκείνα τα λίγα παιδιά που τα ‘χε μάθει να μην βαδίζουν στρατιωτικά, να σκέφτονται ελεύθερα, (1987)

 

εκείνα τα λίγα παιδιά, η σπορά του στο πιο δημιουργικό επάγγελμα του κόσμου, αφού τους είχε μάθει να σκίζουν προλόγους όρια και προγράμματα και είχε απολυθεί, σηκώθηκαν σπάζοντας τις αναμενόμενες συμπεριφορές επάνω στα θρανία για να κοιτάξουν τον κόσμο λιγάκι διαφορετικά, απ το ύψος του ανθρώπου, και είχαν πει την περίφημη φράση από τα Φύλλα της Χλόης (τι ευτυχία που μεταφράστηκε ο Whitman απ’ τον Σικελιανό στην Ελλάδα) Oh captain, my captain! Μια ολόκληρη σειρά από γραφιάδες που ξεπερνούσαν σύνορα κι εποχές θυμίζοντας πως μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον στυλό ή το πινέλο ή το ίδιο το κορμί σαν έμβολο ενάντια στην τραγική μας μοίρα. (1987)

 

 

Ήταν ταυτόχρονα το γοητευτικό, κοινωνικά φιλελεύθερο πρόσωπο της Δύσης, της Αμερικής που εμείς της αριστεράς και των ταξικών αγώνων μα και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (γιατί αλλιώς θα ‘ταν οι πρώτοι ψεύτικοι και στεγνοί), αγαπούσαμε, και δεν ντραπήκαμε στιγμή γι’ αυτήν την κληρονομιά μας, ίδιο όνειρο στην αρχή, διαφορετικά αρθρωμένο στην Ανατολή, για μια κοινωνία που θα εξασφάλιζε ισότητα ευκαιριών και κοινωνική δικαιοσύνη. Φριχτά αποτυχημένο όπου γης, φριχτά παραμορφωμένο στα τσιτάτα.
 
Κι όταν το όνειρο μετά τα Reaganomics – και από τα λάθη και τις αμετροέπειες όλων των πλευρών – ήταν πια φανερό πως απέτυχε, μας πήρε βόλτα στα πίσω στενά της Αμερικής και μας έκατσε ως άστεγος απέναντι του θρυμματίζοντας με τα μάτια τις βιτρίνες της ευμάρειας: Can I take you for lunch?
 
Όχι πια… Send in the Clowns… Και πόση θλίψη να χωρά σ’ ένα τραγούδι για τους ανθρώπους με το μονίμως καρφωμένο χαμόγελο… (1973)

 

 

Κι αν με την Missis Dubfire έπαιξε εξαιρετικά με το φύλο και τα σύνορα του, χαρακιές επάνω στο κορμί, μιλώντας ταυτόχρονα για την απελπισία του άνεργου κι αν σε παρουσιάσεις των Οscar έδινε ρεσιτάλ ίσως πρεζομένoς από την ψεύτικη ζωτικότητα της κοκαΐνης, υπήρξε ταυτόχρονα αυτό που θα αποκαλούσαμε άνθρωπος συμπαντικός, όπως αυτός που ο καλός, βασισμένος σε ανθρωπολογικές σταθερές και εξαιρετικούς συνεργάτες, κινηματογράφος όχι των γελοίων υπερηρώων των blockbuster μα των ανθρώπων, μπορεί να δημιουργήσει. Οικείος, «δικός». Σαν κάποιος με τον οποίον τα ‘χες «μιλήσει».

 

 

Δεν ξέρω πως είναι να είσαι νέος, στα 63 σου, παγκόσμια επιτυχημένος, πλούσιος, αγαπητός, σεβαστός, με την οικογένεια σου γύρω. Δεν ξέρω πως μπορεί να ένιωσε η χώρα του κι ο κόσμος όταν έχασε την Μονρόε εκείνον τον Αύγουστο του ‘62 και αρκετούς άλλους. Ξέρω πως είναι να νιώθεις ενίοτε μόνος, πονεμένος, νικημένος. Κι αυτή η κοινή ανθρώπινη μοίρα, μονάχα με την δημιουργία μιας μοίρας που θα ‘ναι πραγματικά κοινή (ή έστω με την προσπάθεια για την δημιουργία της) θα μπορέσει ίσως να αντιμετωπιστεί σημαντικά καλύτερα. Ως τότε Καλό Ταξίδι Καπετάνιε μου και σ’ ευχαριστώ που με, που μας, βοήθησες τόσο «τότε»… (1998)