Ισως θα έπρεπε να συνεννοούμεθα περισσότερο οι γραφιάδες σ’ αυτήν την εφημερίδα, για να μη φτάνω στο σημείο να εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα. Διαβάζοντας το φύλλο της εφημερίδας μας του προηγούμενου Σαββάτου, ενώ εγώ έγραφα στην παρούσα στήλη για τον Αύγουστο, «να πάει από κει που ‘ρθε», ακριβώς στη διπλανή υπήρχε άρθρο που τελείωνε με το «Αύγουστέ μου στην Αθήνα, να κρατούσες κάθε μήνα» (!).

Ads

Είμαστε λογιώ λογιώ φρούτα εδώ στα κεντρικά της Κολοκοτρώνη -πράγμα και επιθυμητό και τουλάχιστον παρήγορο για τον πλουραλισμό μιας εφημερίδας-, από την άλλη όμως, όπως προείπα, μ’ αυτά και μ’ αυτά εκτίθεμαι. Διότι βγαίνω σαν να είμαι και νευρωτική και νευρωτική (όχι ότι δεν έχει βάση -σαν τον βράχο της Ακρόπολης μεγάλη- αλλά λέμε τώρα). Και να πεις δεν κάνω προσπάθεια! Και ρέικι κάνω και τα ψυχολογικά μου συνεδριάζω και τα ανθοϊάματά μου παίρνω και στη γιόγκα μου πάω… αλλά να που έρχεται αυτή η μαύρη ώρα και γίνοντ’ όλα, σύχρηστα γίνονται!

Μια τέτοια ώρα ήταν και η προχθεσινή. Μαύρη, μεταφορικά και κυριολεκτικά, καθώς είχε πέσει ήδη η νύχτα. Σκηνή: λίγο μετά τις 10 το βράδυ, στο μετρό. Ηταν γεμάτο, αλλά όλοι είχαν να καθίσουν. Η πάρτη μου καθόταν σε γωνία (αγωνίας) και διάβαζε, επιστρέφοντας από τη δουλειά. Πλοκή: ένας άνθρωπος φανερά καταβεβλημένος, βρόμικος, σγρουμπιασμένος, πιθανόν πρεζάκι, ζητούσε κάτι να φάει. Ξαφνικά, ένα παλικάρι πανύψηλο, γύρω στα 30, ωραιότατο, με τα γυαλάκια του και τα καθαρά γιακαδάκια του, γυρίζει και αρχίζει να του φωνάζει (μιλάμε για φωνή!): «Ενοχλείς, δεν το καταλαβαίνεις; Πες μου, δεν το καταλαβαίνεις; Ηρέμησε και σταμάτα! Ηρέμησε και σταμάτα! Θέλεις να φωνάξω την αστυνομία; Ηρέμησε και σταμάτα!». Ο τυπάς κάτι πήγε να αντιγυρίσει, αλλά ούτε κουράγια είχε ούτε βέβαια την εξουσία του… «καθαρού γιακά».

Καθώς ήδη το ‘χα κάνει εικόνα, να ‘ναι ο ψηλός μικρό παιδί και να του φωνάζει η μάνα του συνέχεια «ηρέμησε και σταμάτα», κάπως κατανόησα και είπα να μη μιλήσω. Ενεκα όμως που το ούρλιαξε τουλάχιστον 10 φορές, δεν άντεξα. Σηκώθηκα για να με δει και λέω: «Εσείς ενοχλείτε κύριε. Σας παρακαλώ, εσείς να ηρεμήσετε και να σταματήσετε». Το περιστατικό έληξε καθώς κατέβηκαν και οι δύο αμέσως μετά. Και τώρα αρχίζει το πανηγύρι.

Ads

Η κυρία πιο δίπλα, ηλιοκαμένη και καλοκαιρινή, μου λέει: «Καλά, θα πούμε ότι φταίει και το παλικάρι τώρα;». «Ναι, αυτό θα πούμε» απαντώ. «Σιγά μην το βάλουμε και στην ίδια θέση μ’ αυτά τ’ αποβράσματα!» με κεραυνοβολεί.

«Αποβράσματα». Χρησιμοποίησε ακριβώς την ίδια λέξη με αυτήν που είπε ο Κώστας Καραμανλής ανιψιός/νέος υπουργός Μεταφορών, πριν από λίγες εβδομάδες, για όσους δεν πληρώνουν εισιτήριο στο μετρό. Ακριβώς την ίδια.

«Πρέπει να αισθάνεστε πολλή μοναξιά εκεί στα πέρα μέρη της Ανωτερότητας και της Αυθεντίας, για να κρίνετε τόσο εύκολα τους ανθρώπους» της λέω. Κάτι μουρμούρισε, πως δεν είναι έτσι, αλλά… κ.λπ. δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι μέχρι το τέρμα κανείς δεν μίλησε. Κανείς! Μήτε μίλησε, μήτε μου μίλησε. Δεν γύρισε καν ψιθυριστά να μου πει «δεν πειράζει, κορίτσι μου, αυτά γίνονται». Τίποτα. Μούγκα. Δηλαδή, συν-ευθύνη. Δηλαδή, ναι, σιωπηλή, ασύλληπτα πιότερο επικίνδυνη, επιβεβαίωση της «κατηγοριοποίησης» σε «παλικάρια» και «αποβράσματα».

Εκείνη τη στιγμή δεν ένιωσα οργή. Ούτε θυμό. Ούτε καν απογοήτευση. Δεν ξέρω καν τι ένιωθα. Ξέρω, όμως, πολύ καλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υψώσω τον τόνο της φωνής μου, ούτε να χρησιμοποιήσω χαρακτηρισμούς όπως «αυτό είναι ρατσιστικό ή φασιστικό» γιατί θα γινόμουν ίδια… με όλα αυτά. Ε, αν με έβαζες να τρέξω μαραθώνιο εκείνη την ώρα, θα τερμάτιζα σε 5 λεπτά! Αυτό ένιωσα. Ενα τεράστιο κύμα ενέργειας να αναβλύζει από τα σωθικά μου.

Αν η Ακροδεξιά έκανε τη βία ιδεολογία, η Δεξιά την έκανε τρόπο ζωής. Και κάνει πολύ καλά τη δουλειά της -η προπαγάνδα της περνάει. Αλλά τόσο πολύ πια; Τόσο πολύ;

Οχι. Δεν θα πω «καληνύχτα» σε κανέναν «Κεμάλ». Οχι. Αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει… «Καλημέρα». Μόνο «καλημέρα»!

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών