Σήμερα, έπειτα από δεκάμηνη περίοδο αναμονής, παραμένουμε ακόμη στην φάση της αναμονής και των προσδοκιών  […] Η κυβέρνηση δίνει την εντύπωση ότι φλέγεται πολύ περισσότερο για να εκπληρώσει με εξονυχιστική ακρίβεια τις δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και πολύ λιγότερο αυτές που έχει αναλάβει έναντι του ελληνικού λαού. […] Κοινωνικές διαβουλεύσεις, με φωτεινή εξαίρεση τις εξαγγελίες για την παιδεία, δεν φαίνονται ούτε καν στον ορίζοντα και επί του παρόντος η κοινωνία βρίσκεται καθηλωμένη στις κερκίδες σαν απλός θεατής […] Ο Κώστας Βεργόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο VIII του Παρισιού, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη συμμετέχοντας στην Έρευνα για την κρίση.
 

Ads

Κρ.Π.: Πιστεύετε ότι αυτή η κυβέρνηση έχει όραμα; Μπορεί να έχει όραμα, με ένα τρίτο μνημόνιο, και ποιο θα έπρεπε να είναι αυτό; 
 
Κ.Β.: Οπωσδήποτε, η κυβέρνηση έχει όραμα, για το όποιο άλλωστε και ψηφίστηκε από τον ελληνικό λαό. Ωστόσο, το όραμα δεν αρκεί.
 
Απαιτούνται επίσης δράσεις, συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και ημερομηνίες για την υλοποίηση του και φυσικά οπωσδήποτε η συμμετοχή της κοινωνίας στην επεξεργασία και εφαρμογή του οράματος.
 
Και ποιό θα είναι αυτό το όραμα; Μα φυσικά η άμεση ανάκαμψη της οικονομίας και η ανάταση της κοινωνίας, όπως το επαγγέλθηκε προεκλογικά η σημερινή κυβέρνηση και επιβεβαιώθηκε με τις πρόσφατες προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού.
 
Το όραμα για το μέλλον απαιτεί έργο στο παρόν. Οι δεσμεύσεις έναντι του ελληνικού λαού δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι χαλαρότερες από αυτές έναντι των δανειστών, ούτε βέβαια να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία και προτεραιότητα στην αξιολόγηση, από ό,τι στην άμεση ανάκαμψη.  
 
Κρ.Π.: Τι έχετε να πείτε για τον οδικό χάρτη της νέας διακυβέρνησης, όπως τον κατέθεσε προχθές ο πρωθυπουργός;
 
Κ.Β.: Δεν έχω αντίρρηση, όλα καλά. Ωστόσο, σημαντικό είναι το ειδικό βάρος που δίδεται σε κάθε κεφάλαιο και πτυχή του προγράμματος.
 
Η συναίνεση και συμμετοχή της κοινωνίας δεν ταυτίζεται με τα ανοίγματα προς κομματικούς χώρους. Οι ποικίλοι κομματικοί χώροι δεν υποκαθίστανται στην κοινωνία.
 
Στις σημερινές συνθήκες, κανένα άνοιγμα προς άλλους κομματικούς χώρους δεν καλύπτει το αναγκαίο άνοιγμα που έχει αναλάβει να πραγματοποιήσει η κυβέρνηση προς τις κοινωνικές δυνάμεις.
 
Και αυτό όχι βέβαια για να «εμπλέξει» την κοινωνία στα δικά της σχέδια και να την καταστήσει «συνένοχο», αλλά για να επωφεληθεί και να εμπλουτιστεί η ίδια από το δυναμικό που διαθέτει η ελληνική κοινωνία και που επί του παρόντος παραμένει περιθωριοποιημένο και ανενεργό.
 
Κρ.Π.: Τι σκέψεις κάνατε για τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στην Ελλάδα; 
 
Κ.Β.: Η λαϊκή ετυμηγορία της 20ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν διαφορετική από την προηγούμενη της 25ης Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους. Επιβεβαίωσε και ανανέωσε την λαϊκή εμπιστοσύνη προς τον Σύριζα, αποδοκίμασε ξεκάθαρα τα παλαιά κόμματα.
 
Ωστόσο, ο σημερινός Σύριζα δεν είναι ίδιος με τον προηγούμενο. Βασικά απαλλάχτηκε από τα «επαναστατικά» βαρίδια  που παρεμπόδιζαν την προσαρμογή στην καθημερινή πραγματικότητα. Με το αναμενόμενο νέο σχήμα, ο Σύριζα επαγγέλθηκε να είναι σήμερα πιο ευέλικτος και πιο κοντά στις άμεσες ανάγκες της κοινωνικής πραγματικότητας.
 
Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαίωσε τις επιλογές του, ωστόσο το νέο κυβερνητικό σχήμα δεν είναι παρά μια επανέκδοση του προηγούμενου, με την κυβερνητική αδράνεια και αβεβαιότητα να παρατείνονται.
 
Για την αδράνεια, στην πρώτη φάση η ευθύνη φορτώθηκε στο «σύνδρομο Βαρουφάκης», στην δεύτερη φάση φορτώθηκε στο «σύνδρομο Λαφαζάνης» και στο αριστερό ρεύμα.
 
Σήμερα, έπειτα από δεκάμηνη περίοδο αναμονής, παραμένουμε ακόμη στην φάση της αναμονής και των προσδοκιών.  Οπωσδήποτε το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν θετικό, όμως για την κυβέρνηση που προήλθε από αυτό, παραμένει ασαφής ο ορίζοντας όχι μόνον ο απώτερος, αλλά ακόμη και ο άμεσος. Ο κόσμος που εμπιστεύτηκε στον Σύριζα ευελπιστεί ότι η ασάφεια θα ξεπεραστεί το συντομότερο.   
 
Κρ.Π.: Τα ποσοστά που πήραν τα κόμματα στις εκλογές αφορούν μόνο το 56,57% των ψηφοφόρων, αφού το 43,43% απείχαν. Άρα και το ποσοστό της δημοκρατίας που ασκείται στην ελληνική βουλή είναι ανάλογο;
 
Κ.Β.: Το ότι 43,43% των ψηφοφόρων επέλεξαν την αποχή αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι αυτοί ήταν ψήφοι της Αριστεράς, ούτε φυσικά ότι όλοι επέλεξαν την αποχή για τους ίδιους λόγους. Υπάρχουν δυσαρεστημένοι και αποστασιοποιημένοι από όλους τους πολιτικούς χώρους.
 
Γενικά, η αποχή καταγράφει κάποιο βαθμό αδιαφορίας για το εκλογικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκην και ότι οι απέχοντες το αμφισβητούν, ούτε βέβαια, ακόμη λιγότερο, ότι προτίθενται να αμφισβητήσουν την νομιμότητα της κυβέρνησης και των επιλογών της.
 
Οπωσδήποτε η αποχή συνιστά σοβαρό πρόβλημα και πλήγμα στην αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όμως αυτό πρέπει να απασχολήσει όλα τα πολιτικά κόμματα και όχι μόνον ένα.
 
Φυσικά, η Αριστερά πρέπει να απασχοληθεί περισσότερο από όλους με την αποχή, αφού αυτή διεκδικεί περισσότερο από όλους την σύνδεση με την κοινωνία και την δυναμική των κοινωνικών μεταβολών.
 
Κρ.Π.: Εάν οι μισοί περίπου έλληνες δεν εκπροσωπούνται από τα κόμματα της βουλής, πόση σταθερότητα μπορεί να υπάρξει, για την οποία ο πρωθυπουργός εγγυάται στους επενδυτές; 
 
Κ.Β.: Δεν είναι ότι οι απέχοντες δεν εκπροσωπούνται, αφού οι ίδιοι επιλέγουν να μην εκπροσωπούνται. Πως μπορούν να διαμαρτύρονται οι ίδιοι για τις επιλογές τους;
 
Θα πρέπει όμως το πολιτικό σύστημα να φροντίσει να τους πείσει ότι με την συμμετοχή τους στις εκλογές κάποια πράγματα θα μπορέσουν να αλλάξουν. Κι αυτό δεν είναι καθόλου προφανές ούτε εύκολο έργο στις σημερινές συνθήκες υπό τις οποίες παρά την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία τα πράγματα παραμένουν σε βασικές γραμμές ίδια και απαράλλακτα.
 
Όσο για την σταθερότητα που επιθυμούν οι υποψήφιοι επενδυτές, δεν πιστεύω ότι την εξαρτούν από το ύψος της εκάστοτε αποχής. Στην ουσία, όσο μεγαλύτερη είναι η αποχή, τόσο περισσότερο πλήττεται η κοινωνική αξιοπιστία της Αριστεράς.
 
Κρ.Π.: Η Κωνσταντοπούλου κατέθεσε το πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους, λέγοντας πως «το τρίτο Μνημόνιο είναι καταδικασμένο να αποτύχει, αφήνοντας το χρέος μη βιώσιμο». Το δε ΔΝΤ δήλωσε πρόσφατα πως χρειάζεται να γίνει οπωσδήποτε κούρεμα 100δις στο ελληνικό χρέος. Τι έχετε να πείτε;
 
Κ.Β.: Δεν είναι μόνον το χρέος μη-βιώσιμο, αλλά και το πρόγραμμα του Μνημονίου, αφού η εφαρμογή του αποφέρει με μαθηματική ακρίβεια μεγαλύτερη ύφεση και υψηλότερη ανεργία, χωρίς από την άλλη πλευρά η οικονομία να εξυγιαίνεται ούτε να γίνεται περισσότερο ανταγωνιστική.
 
Ωστόσο, αυτό αποτελεί γενική διαπίστωση που δεν παρασιωπά ο Σύριζα, αφού παραδέχεται ότι οι συνέπειες από την εφαρμογή του θα είναι οπωσδήποτε υφεσιακές: Επιδείνωση της ύφεσης, της ανεργίας και της κάθε παθογένειας. Προς τούτο, ο ίδιος επαγγέλλεται σειρά από αντιμέτρα και αναπτυξιακό σχέδιο ικανό να αντισταθμίζει και να υπερβαίνει τις αρνητικές συνέπειες του Μνημονίου.
 
Με δυο λόγια, ο Σύριζα ανέλαβε δεσμεύσεις όχι μόνον έναντι των δανειστών μέσω του Μνημονίου, αλλά και έναντι του ελληνικού λαού προκειμένου να σταματήσει την υφεσιακή πορεία της χώρας και να εκκινήσει την ανάκαμψη.
 
Ωστόσο στην πράξη και μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δίνει την εντύπωση ότι φλέγεται πολύ περισσότερο για να εκπληρώσει με εξονυχιστική ακρίβεια τις δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και πολύ λιγότερο αυτές που έχει αναλάβει έναντι του ελληνικού λαού.
 
Μέχρι σήμερα, πέρα από  ρητορικά σχήματα, τα αντιμέτρα που θα αντισταθμίζουν τις υφεσιακές και αρνητικές συνέπειες του Μνημονίου δεν εμφανίζονται ούτε καν στον ορίζοντα.
 
Για την επερχόμενη πρώτη αξιολόγηση η κυβέρνηση δείχνει σχολαστική σπουδή, ενώ για την ανάκαμψη εμφανίζεται πολύ πιο χαλαρή, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και κατ’ ανάγκην χωρίς δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα και ημερομηνίες.

Κρ.Π.: Ένα σοκαριστικό γεγονός όπως μάλλον ήταν η υπογραφή του τρίτου μνημονίου για τους περισσότερους έλληνες μετά το “Όχι”, ο κόσμος χρειάζεται χρόνο για να το διαχειριστεί, άρα το πώς θα αντιδράσει στο μέλλον, ποιος μπορεί να το προβλέψει;

Κ.Β.: Αφού το τρίτο Μνημόνιο θεωρήθηκε απαράκαμπτο, η νίκη του Σύριζα δεν οφείλεται στην πρώιμη επαγγελία του ότι θα το έσκιζε, αλλά στην πρόσφατη δέσμευση του ότι θα λάβει αναπτυξιακά αντιμέτρα που θα το αντισταθμίζουν.
 
Κατά συνέπεια, οι αντιδράσεις των πολιτών θα εξαρτηθούν άμεσα από το κατά πόσο η κυβέρνηση περιορίζεται στο να εφαρμόζει αποκλειστικά το Μνημόνιο ή εφαρμόζει και αλλά μέτρα πέρα από αυτό, μέτρα που αντισταθμίζουν τις υφεσιακές συνέπειες του και το υπερβαίνουν.
 
Το ζήτημα είναι ότι μέχρι σήμερα η κυβέρνηση διεκδικεί, έστω και ανόρεκτα, την αυστηρή εφαρμογή του Μνημονίου, ενώ παράλληλα για τα αντι-υφεσιακά μέτρα δεν παρουσιάζονται αποφάσεις, αλλά μόνον υποθετικές εκθέσεις ιδεών.
 
Κρ.Π.: Επιπλέον, ποιές είναι οι σωστές και ποιές οι λάθος κινήσεις της μέχρι τώρα διακυβέρνησης της χώρας;
 
Κ.Β.: Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η διαπραγμάτευση με τους δανειστές κατά το πρώτο εξάμηνο, όσο σκληρή και αν ήταν, δεν κατέληξε πρακτικά παρά στην γερμανική πρόταση για 5ετη αποβολή της χώρας από την Ευρωζώνη.
 
Παρά την καλή θέληση και την αποφασιστικότητα στην προάσπιση των λαϊκών στρωμάτων από ελληνικής πλευράς, υπήρξε οπωσδήποτε έλλειμμα διαπραγματευτικής εμπειρίας που κινδύνεψε να ρίξει την χώρα σε άγνωστα και επικίνδυνα ύδατα. Όμως, έστω και την έσχατη στιγμή αυτό έγινε αντιληπτό από την κυβέρνηση και το χειρότερο αποφεύχθηκε.
 
Εάν είχε υπάρξει ικανή διαπραγματευτική εμπειρία και με την υποστήριξη άλλων φιλικών προς την Ελλάδα ευρωπαϊκών χωρών, θα ήταν δυνατόν να έχει κλείσει συμφωνία πολύ ενωρίτερα και με καλύτερους όρους.
 
Τον Φεβρουάριο, όταν η οικονομία ήταν ισχυρότερη, περιορίστηκε στο να ζητήσει 4μηνη παράταση, ενώ τον Ιούλιο, όταν η οικονομία ήταν πλέον αδύναμη, η συμφωνία έκλεισε με δυσμενέστερους ορους.
 
Έκτοτε, ενώ το κύριο ζήτημα για τους δανειστές είναι η εφαρμογή του Μνημονίου, για την χώρα κύριο ζήτημα είναι η επιστροφή στην ανάπτυξη με αναπτυξιακό σχέδιο που να υπερβαίνει το Μνημόνιο.

Ads

Κρ.Π.: Τι δεν γίνεται που θα έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει;

Κ.Β.: Ενώ όλοι συμφωνούν ότι η χώρα χρειάζεται επενδυτικό πακέτο και ακόμη και αν αυτό εξασφαλιστεί, μέχρι σήμερα ουδείς είναι σε θέση να εντοπίσει σε ποιους ακριβώς τομείς και κλάδους θα πρέπει κατά προτεραιότητα να διοχετευτούν οι επενδύσεις.
 
Κι ακόμη ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει με ποιους ακριβώς θεσμούς και μηχανισμούς θα εντοπιστούν οι επενδυτικές προτεραιότητες και με ποιους κανόνες θα εξασφαλιστεί η επωφελέστερη διαχείριση τους.
 
Για όλες τις απαραίτητες διεργασίες, όχι μόνον στην οικονομία αλλά και στα αλλά μέτωπα, όπως στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό, στην υγεία, επιβάλλεται η άμεση συμμετοχή της κοινωνίας και ευρύτατες κοινωνικές διαβουλεύσεις. Όπως για παράδειγμα δείχνει ότι το έχει αντιληφτεί ο Νίκος Φίλης για την παιδεία.
 
Ένα άλλο αρνητικό παράδειγμα είναι ο τουρισμός: ενώ η Ελλάδα τροφοδοτεί παγκόσμιο τουριστικό ενδιαφέρον, εν τούτοις η τουριστική οικονομία στη χώρα μας παραμένει απολύτως ανοργάνωτη και χαοτική.
 
Ο πολιτιστικός τουρισμός είναι σε ακόμη χειρότερη αποδιοργάνωση και αυτό συμβαίνει στη χώρα που διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει παγκόσμιο υπόδειγμα στον συγκεκριμένο τομέα.
 
Όμως, κοινωνικές διαβουλεύσεις, με φωτεινή εξαίρεση τις εξαγγελίες για την παιδεία, δεν φαίνονται ούτε καν στον ορίζοντα και επί του παρόντος η κοινωνία βρίσκεται καθηλωμένη στις κερκίδες σαν απλός θεατής.

Κρ.Π.: Το θέμα της ανθρωπιστικής κρίσης / προσφυγικό – μεταναστευτικό, είναι ένα φλέγον ζήτημα που δείχνει πόσο ανάγκη υπάρχει για την συνεννόηση των λαών της Ευρώπης και τη συνεργασία τους;  

Κ.Β.: Το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα είναι σήμερα τεράστιο και φυσικά δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με αστυνομικούς ελέγχους.
 
Ίσως αυτό το πρόβλημα να αποδεδειχθεί και ο καταλύτης για την αλλαγή κατεύθυνσης στην μέχρι σήμερα ευρωπαϊκή πολιτική της λιτότητας.
 
Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα επειγόντως τη μαζική δημιουργία νέων θέσεων εργασίας προκειμένου να απορροφήσει με επωφελή τρόπο τα ρεύματα των μεταναστών, αλλα φυσικά και δικών της ανέργων, των οποίων ο αριθμός δεν παύει να αυξάνεται ενόσω η Ευρώπη παραμένει σε λάθος δρόμο: στην πολιτική της λιτότητας, με συνέπεια την εκρηκτική και απαράδεκτη αύξηση της ανεργίας ακόμη και για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους.
 
Κατά συνέπεια, το προσφυγικό ζήτημα έρχεται σήμερα σε κατευθείαν σύγκρουση με τις ισχύουσες στην Ευρώπη πολιτικές και απειλεί να τις ανατρέψει.

Κρ.Π.: Υπάρχει κάτι που πρέπει να αντιληφθούμε αλλά εθελοτυφλούμε;

Κ.Β.: Θα πρέπει να αντιληφτούμε ότι δραματικό πρόβλημα σήμερα δεν αντιμετωπίζει μόνον η χώρα μας, αλλά επίσης οι χώρες της υπόλοιπης ευρωπαϊκής περιφέρειας – Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, όπως επίσης και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο σύνολο του, λόγω των νοσηρών και αδιεξοδικών γερμανικών επιλογών.
 
Η αγωνία του ελληνικού λαού δεν βρίσκεται στο περιθώριο της Ευρώπης, αλλά στο κέντρο της, λόγω του ότι από εκεί εκπέμπεται η σημερινή νοσηρότητα.
 
Οι Έλληνες το αντιλαμβάνονται αυτό και γι’ αυτό δεν γοητεύονται από την διεκδίκηση του εθνικού απομονωτισμού. Και ακόμη με το αίσθημα δικαιοσύνης, αντιλαμβάνονται επίσης ότι ο υπαίτιος για την κοινωνική και ανθρωπιστική καταστροφή στη χώρα μας θα πρέπει να αναλάβει και αυτός τις ευθύνες του και να αποζημιωσει επιτέλους τα θύματα των καταστροφικών επιλογών του.-