Ας ξεκινήσουμε με μια απορία. Έχει νόημα η απόπειρα μιας πιο νηφάλιας ανάλυσης για ένα τόσο πολύπλοκο διεθνές γεωπολιτικό πρόβλημα, σε μια συγκυρία όπου επικρατούν εθνικο-λαικιστικές κραυγές και συναισθηματικές εκφορτίσεις αντί για επεξεργασία στρατηγικού σχεδιασμού στον δημόσιο διάλογο;

Ads

Το Εθνικό μέτωπο της Marine Le Pen επικράτησε την 6/12/15 με πρωτοφανή ποσοστά στις 6 από τις 13 Περιφέρειες της Γαλλίας και αυτή η διαφαινόμενη μεταστροφή του εκλογικού σώματος έγινε παρά την εθνικο-πατριωτική στάση που υιοθέτησε ο F.Hollande μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι.

Η πολιτική και κοινωνική  γεωγραφία της Ευρώπης αλλάζει δραματικά όχι μόνο κάτω από το βάρος  του νεο-φιλελεύθερου δογματισμού, αλλά και από τις δραματικές επιπτώσεις του Ισλαμικού φονταμενταλισμού και την υιοθέτηση μιας ακροδεξιάς πολιτικής ατζέντας.

Η απάντηση στην αρχική απορία δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική: «Ούτε να κλαίμε, ούτε  να γελάμε, να καταλαβαίνουμε», έγραφε ο Spinoza.
H κατανόηση της Ισλαμικής τρομοκρατίας έχει ορατές συνέπειες στη πολιτική αντιμετώπισής της.

Ads

«Thinking is fighting» έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ. Αυτό που ίσως μας μένει είναι να προσπαθούμε να φωτίσουμε ένα τέτοιο φαινόμενο βίας και φανατισμού από μια άλλη οπτική γωνία, ψυχολογική και ψυχαναλυτική, και να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις για την μακροπρόθεσμη αντιμετώπισή του. Η επικείμενη ένταση του μεταναστευτικού και του προσφυγικού κύματος ήταν προβλήματα ορατά από τότε που οι συμμαχικές δυνάμεις διέλυσαν το Ιράκ, το Αφγανιστάν και προκάλεσαν ένα χάος στον ευρύτερο αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, με αντίστοιχα γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη για τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις. Επίσης ορατή ήταν και η διόγκωση του φανατισμού.

Η Ελλάδα και ευρύτερα η Ευρώπη υιοθέτησαν την τακτική της στρουθοκαμήλου με σαφείς διαφοροποιήσεις των πολιτικών δυνάμεων. Εντελώς σχηματικά η μεν δεξιά υιοθέτησε μια μιλιταριστική ρητορική και στρατηγική, προσπαθώντας να αδυνατίσει τα επιχειρήματα του άμεσου εκλογικού της ανταγωνιστή, της ακροδεξιάς και των ευρωσκεπτιστικών κομμάτων. Η δε αριστερά, που έκρυβε για χρόνια το μεταναστευτικό κάτω από το χαλί, υιοθέτησε απερίσκεπτα αυτό που εύστοχα ονόμασε ο Δ. Χριστόπουλος (Βήμα, 23/11/2015 –Νέες εποχές) «ανοίκειο συμψηφισμό», δηλαδή τη θέση του «ναι μεν αλλά». Το «ναι» σηματοδοτεί την αναγκαία γραμμή της πολιτικής ορθότητας και σύμβασης για την καταδίκη της βίας,  ενώ το «αλλά» δείχνει να «αποδέχεται» ή να ανέχεται αυτή την τρομοκρατική βία εξαιτίας του αμαρτωλού ιμπεριαλιστικού και αποικιοκρατικού παρελθόντος των δυτικών δυνάμεων.

Υπάρχει και μια άλλη άποψη, αυτή της διχαστικής πολιτικής της πολυπολιτισμικότητας και το ότι το «μετριοπαθές Ισλάμ είναι ένας μύθος» (Σ. Τριανταφύλλου, Καθημερινή 29/11/2015). Θέση που οδηγεί στην ενίσχυση των καταστροφικών στόχων του ισλαμικού κράτους και δικαίωσης της παλαιότερης θεωρίας του Σάμιουελ Χάντιγκτον περί της σύγκρουσης των πολιτισμών.

Ωστόσο, η πολιτική ελίτ της Δύσης αλλά και η πλειοψηφία των διανοητών αδυνατεί να καταλάβει κάτι θεμελιακό: Ποιος είναι ο εχθρός, που βρίσκεται ο εχθρός, ποιοι είναι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που καθιστούν φανατικούς τρομοκράτες χιλιάδες νέους 2ης και 3ης γενιάς των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων που απαξιώνουν τις αρχές του Διαφωτισμού και του κοσμικού κράτους και συγκροτούν την ταυτότητά τους μέσα από την αγάπη του μίσους;

Έχουμε να κάνουμε με μια διαμάχη πολιτισμών, χωρίς να υποτιμούμε θεμελιακές διαφορές, ή έχουμε να κάνουμε με την κατανόηση του φανατισμού που πιστεύει ότι ο σκοπός, ο οποιοσδήποτε σκοπός δικαιολογεί τα μέσα και εμάς που πιστεύουμε ότι η ζωή είναι ένας σκοπός και όχι μια έννοια; Μιλώντας για την αγάπη του μίσους σημαίνει ότι η επένδυση της ενόρμησης της καταστροφικότητας και του θανάτου που εκφράζονται από τη ρητορική και πρακτική του μίσους, αποτελεί για τους φανατικούς μια αδήριτη ανάγκη, μια ζωτική συνθήκη για την ύπαρξή τους. Φαίνεται ότι ορισμένα άτομα, ορισμένες κοινωνικές ομάδες, στην προκειμένη περίπτωση η έκφραση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, καθορίζουν τη ζωή τους, οριοθετούν την ψυχική τους λειτουργία από την ανάγκη να μισούν τον Άλλον. Θα λέγαμε ότι δεν αγαπούν παρά ένα πράγμα, το μίσος τους.

Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ισραηλινός συγγραφέας Άμος Οζ πρόκειται «για την παλιά διαμάχη μεταξύ φανατισμού και πραγματισμού, μεταξύ φανατισμού και πλουραλισμού, μεταξύ φανατισμού και ανεκτικότητας. Αν πιστεύω ότι κάτι είναι κακό θα το εξοντώσω μαζί με ότι το περιβάλλει.» Ο φανατισμός προϋπάρχει του Ισλάμ, του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού, των κυβερνήσεων, των κρατών, προϋπάρχει οποιασδήποτε ιδεολογίας ή θρησκείας στον κόσμο.

Ο φανατισμός, όπως και το κακό, είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο και το πιο ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας. Η τήρηση των κανόνων και των απαγορεύσεων μας μαθαίνει να ζούμε με την έλλειψή μας, μας μαθαίνει να συνυπάρχουμε και να εξελισσόμαστε με τους Άλλους.
Ο φανατικός απεχθάνεται την ματιά στον εσωτερικό του κόσμο, απεχθάνεται την σκέψη, την κριτική, τον αναστοχασμό, την αλλαγή. Μισεί την αβεβαιότητα της αλλαγής με την εξαίρεση ότι θέλει να αλλάξει εμάς. Προδότης για έναν φανατικό είναι αυτός που αλλάζει. Ο φανατικός αρνείται να μάθει από την εμπειρία του, αρνείται να σκεφτεί το γιατί. Πρέπει να εκπληρώσει ένα ιδεώδες που θα τον ενώσει με το θείο, να σκοτώσει και να πεθάνει.

Υπάρχει σημαντική επιστημονική τεκμηρίωση ανάμεσα στη σχέση ταπείνωσης, ντροπής, περιθωριοποίησης που προέρχεται από πολλαπλές μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και βίας. Η φονταμενταλιστική ισλαμική ιδεολογία βρίσκει γόνιμο έδαφος για προσηλυτισμό σε προσωπικότητες που είναι ευάλωτες και δυσλειτουργικές, όπως οι νέοι άντρες και γυναίκες που πάσχουν από οριακή ή αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η φτώχεια, οι κοινωνικές ανισότητες, η ταπείνωση ή το βίωμα της κατωτερότητας απέναντι στην κουλτούρα της δυτικής μεγαλούπολης δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει μια γραμμική-αιτιώδης σχέση με τον φανατισμό. Τα πράγματα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα. Ωστόσο, ένα άτομο, όπως στις οριακές διαταραχές, έχει εύθραυστη ταυτότητα, ασταθή εικόνα εαυτού, κινείται ψυχικά μεταξύ ακραίας εξιδανίκευσης και υποτίμησης, εκδηλώνει παρορμητικότητα, καταστροφικότητα και αυτό-καταστροφικότητα, βιώνει επώδυνα συναισθήματα κενού, εκδηλώνει συχνά παρανοϊκό ιδεασμό (για όλα φταίνε οι άλλοι) και φθόνο, αποτελεί ένα ιδανικό υπόβαθρο για προσηλυτισμό.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τις αποκαλούμενες αντικοινωνικές προσωπικότητες που χαρακτηρίζονται από ένα σταθερό μοτίβο παραβίασης και περιφρόνησης των δικαιωμάτων των άλλων, ευερεθιστότητα και επιθετικότητα, έλλειψη μεταμέλειας και αισθημάτων ενοχής και κυρίως ανάγκη για εκφόρτιση, για βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του άγχους τους. Τέτοιες προσωπικότητες υιοθετούν σύντομα και αβίαστα μια πρωτόγονη εξιδανίκευση και ταύτιση με τον θεϊκό πατέρα, βιώνουν την ευφορία της θυσίας σαν μια υπερβατική μυστικιστική εμπειρία. Έτσι επιτελείται ένας βίαιος μετασχηματισμός του μίσους ενάντια στον εαυτό και του φθόνου απέναντι στη διαφορετικότητα, ως ταύτιση και αγάπη προς το θείο. Το «δυτικό ξένο» μας μολύνει, μας απειλεί έλεγε ένας νέος τζιχαντιστής σε έναν Παλαιστίνιο ψυχίατρο. Ένας εκπαιδευτής τρομοκρατών αφηγείτο μιλώντας για την ταπείνωση ως κίνητρο εκδίκησης στους νέους εκπαιδευόμενους: «Πολύ από τη δουλειά έχει ήδη γίνει, λόγω όλων αυτών που υποφέρει ο κόσμος. Μόνο 10% γίνεται από εμένα. Η οδύνη και η εξορία δίνουν στο άτομο 90% από αυτά που χρειάζεται για να γίνει ένας μάρτυρας».

Καταλαβαίνουμε ίσως καλύτερα γιατί η ταύτιση με το θείο μας προστατεύει από το βίωμα της απώλειας και του πένθους. Συνεπώς, το ολίσθημα σε μια παρανοϊκή θέση του ψυχισμού γίνεται ευκολότερο. Το πρόσταγμα της προκρούστειας φαντασίωσης του φανατικού είναι «Εάν δεν ενταχθείς στην εικόνα του εαυτού μου, θέση και αξία που σου ορίζω εγώ ο θύτης, σε εξαφανίζω». Το βασικό κίνητρο παραμένει η ένωση με τον Θεό, με το ιδεώδες του αιωνίου παραδείσου, με το υπερβατικό και όχι μόνο ο φθόνος, η οργή και η εκδίκηση.

Στην ουσία περιγράφουμε ένα κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στις μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες όπου ο κοινωνικός δεσμός, η νοηματοδότηση, η πολύπλοκη έννοια της υποκειμενοποίησης είναι δομικά ελλειμματικές. Το χάος που προέρχεται από τις εύθραυστες ταυτότητες των ατόμων, την αδυναμία να συμβολοποιούν την απουσία, να βιώνουν ήρεμα το έλλειμμα δείχνει ότι τα αίτια είναι βαθύτατα. Σύμφωνα με τον Γάλλο ψυχαναλυτή R. Kaës (2013), 4 χαρακτηριστικά των μεταμοντέρνων δυτικών κοινωνιών καταστρέφουν κάθε πλαίσιο αναφοράς σε αυτή την «υγρή πραγματικότητα» που ζει το άτομο. Η κουλτούρα του ελέγχου, της έλλειψης ορίων και της ηρωοποίησης του ακραίου, η κουλτούρα του επείγοντος (όλα εδώ και τώρα) και η κουλτούρα της μελαγχολίας απέναντι στις πολλαπλές καταστροφές και αβεβαιότητες για το μέλλον.

Τι να κάνουμε λοιπόν; Υπάρχει επείγουσα ανάγκη, πέρα από συμψηφισμούς και στρατιωτικές επεμβάσεις να ξανασκεφτούμε τις δυνατότητες αλλαγής του πλαισίου μέσα στο οποίο ζει ο «αόρατος εσωτερικός εχθρός». Με την ενδυνάμωση του διαλόγου σε δυτικό πολιτισμικό πλαίσιο με τους μετριοπαθείς Μουσουλμάνους και την ενίσχυση του λόγου των εκκοσμικευμένων θρησκευτικών ηγετών και διανοητών τους.

Από την επίθεση στους δίδυμους πύργους και έως το 2010 [συνεχίζονται] έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο πολλές βαριά καταδικαστικές κρίσεις που υπογράφουν θρησκευτικοί εκπρόσωποι, γνωστοί ισλαμιστές λόγιοι και μελετητές των ιερών κειμένων, διοικήσεις ισλαμικών θεσμών σε διάφορες αραβικές χώρες (την Αίγυπτο, το Ιράν, το Λίβανο, το Κατάρ, τη Μαλαισία, το Πακιστάν, την Παλαιστίνη, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία, την Τυνησία κά.) και από μειονότητες Μουσουλμάνων σε δυτικές χώρες καθώς και κοσμικών θεσμών, όπως π.χ. ο Σύνδεσμος Αραβικών Κρατών. Υποστηρίζουν όλοι ότι το Ισλάμ δεν έχει καμιά σχέση με την τρομοκρατία, τις δολοφονίες και μάλιστα αθώων ούτε την αυτοκτονία (που είναι αμάρτημα θανάσιμο).

Ο βασικός στόχος είναι ο περιορισμός των νέων στρατολογήσεων φανατικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μην ενισχυθεί η συνεργασία των πολυεθνικών δυνάμεων για τον έλεγχο της πληροφορίας. Μοιάζει αδιανόητο ότι ο πόλεμος ενάντια στο φρικαλέο ΙSIS να διεξάγεται από τους Δυτικούς συμμάχους χωρίς τη συμμετοχή των υπόλοιπων ισλαμικών κρατών, που είτε μένουν αμέτοχα είτε επιδεικνύουν μια ύποπτη ανοχή στη δράση του.

Είναι επείγον να ξανασκεφτούμε την εκ βάθρων οικοδόμηση του ευρωπαϊκού χώρου με νέους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους, πέρα από τον φόβο, τον πανικό, την οργή και την απόσυρση που δημιουργεί η ισλαμική τρομοκρατία. Αυτή η Ευρώπη ή θα αλλάξει ή θα αυτοκαταστραφεί σαν ενιαίος χώρος παρασύροντας στο χαοτικό τέλμα της και τον μεταναστευτικό και προσφυγικό φονταμενταλισμό.

Η ήττα της συλλογικής νοηματοδότησης αυτού που συμβαίνει είναι ίσως το μεγαλύτερο πλήγμα για το μέλλον μας. Όπως και η ήττα της σκέψης και της δημιουργικής δράσης υπερβαίνοντας  το καθρέφτισμα του συλλογικού ειδώλου μας με το φανατισμό του εχθρού.

* O κ. Στέλιος Στυλιανίδης είναι καθ. Κοιν. Ψυχιατρικής Παντείου Πανεπιστημίου, Ψυχίατρος – Ψυχαναλυτής