Το προσδόκιμο ζωής των ανδρών στη Ρωσία κατρακύλησε τη δεκαετία του ’90 μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Πολλοί το απέδωσαν στην κατανάλωση βότκας. Αλλά και τα ποσοστά θνησιμότητας των λευκών αμερικανών εργατών αυξάνονται. Και πολλοί το αποδίδουν στην επιδημία οπιοειδών.

Ads

Και στις δύο περιπτώσεις συγχέονται τα συμπτώματα με τα αίτια. Το κοινό σημείο της εκλογικής βάσης του Ντόναλντ Τραμπ με τους άνδρες της μετασοβιετικής εποχής είναι η καταρράκωση του ηθικού τους. Ο κόσμος τους εξαφανίζεται. Μέχρι να εφευρεθεί η μηχανή του χρόνου, δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτα για να τον φέρει πίσω.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου, η υποψηφιότητα του Τραμπ έχει δημιουργήσει ένα νέο και τοξικό είδος πολιτικής – την εχθρική αντίδραση των λευκών – που δεν πρόκειται να εξαφανιστεί σύντομα. Τα θετικά συναισθήματα για τον Τραμπ σε αυτή την κατηγορία των ψηφοφόρων δεν επηρεάζονται από οτιδήποτε λέει ή κάνει. Και η περιφρόνηση των ανθρώπων αυτών για το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο θα ενισχυθεί μετά την έξοδο ανωτάτων στελεχών του κόμματος που προκάλεσε η τελευταία διαρροή των σχολίων του Τραμπ για τις γυναίκες.

Η θέση των λευκών εργατών στην Αμερική επιδεινώνεται τόσο από σχετική όσο και από απόλυτη άποψη. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία για το προσδόκιμο ζωής. Το 1970, οι μεσήλικες με χαμηλά εισοδήματα ζούσαν κατά μέσο όρο πέντε χρόνια λιγότερα από τους συνομήλικούς τους με υψηλά εισοδήματα. Το 1990, η διαφορά αυτή είχε αυξηθεί σε 12 χρόνια και σήμερα υπολογίζεται σε 15 χρόνια.

Ads

Το να πεθαίνεις μισή γενιά νωρίτερα απ’ ό,τι θα έπρεπε είναι ήδη αρκετά κακό. Το να περιμένεις ότι θα πεθάνεις σε μικρότερη ηλικία από εκείνη στην οποία είχαν πεθάνει οι γονείς σου είναι ακόμη χειρότερο, καθώς έρχεται σε αντίθεση με αυτό που θεωρούσαν δεδομένο οι άνθρωποι στη Δύση, και οι Αμερικανοί ειδικότερα. Την εποχή της αμερικανικής επανάστασης, το προσδόκιμο ζωής ήταν 38 χρόνια. Το 1920 είχε αυξηθεί στα 57. Σήμερα είναι 78.

Οι πιο φιλόδοξοι ερευνητές της Σίλικον Βάλεϊ πιστεύουν ότι υπάρχει μια πιθανότητα να καταργήσουν εντελώς τον θάνατο. Οι μεσήλικες εργάτες της Αμερικής, όμως, βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Πού οφείλεται αυτή η τόσο μη αμερικανική ήττα; Ένας λόγος είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου πηγαίνει σχετικά καλά. Παρόλο που οι ισπανόφωνοι και οι αφροαμερικανοί βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από τους λευκούς, ξεκινούν από πιο χαμηλά. Το προσδόκιμο ζωής τους αυξάνεται σταθερά. Έτσι εξηγείται ότι οι μη λευκοί Αμερικανοί είναι πολύ λιγότερο απαισιόδοξοι από τους λευκούς όταν ερωτώνται για το μέλλον των παιδιών τους.

Ένας άλλος λόγος είναι η φυλετική νοσταλγία. Τη δεκαετία του ’50, οι λευκοί εξακολουθούσαν να αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία στην Αμερική. Το 2042, δεν θα είναι παρά μια ακόμη μειονότητα. Τη δεκαετία του ’50, κέρδιζαν εύκολα τα προς το ζην. Σήμερα πρέπει να έχουν πτυχίο ή μια πολύ συγκεκριμένη ειδικότητα. Ένας στους έξι αμερικανούς χειρώνακτες ηλικίας 20-35 ετών είναι σήμερα άνεργος – το μεγαλύτερο ποσοστό από οποιαδήποτε άλλη πλούσια χώρα, με εξαίρεση την Ιταλία. Πάνω από τους μισούς παίρνουν παυσίπονα, τα δύο τρίτα των οποίων είναι οπιοειδή.

Ο Τραμπ είναι το λάθος κανάλι για τη διοχέτευση όλης αυτής της δυσαρέσκειας. Η θεραπεία που προτείνει – ο «Αμερικανισμός» – είναι χειρότερη από την αρρώστια και θα έπληττε την εκλογική του βάση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Οι υποσχέσεις του να ξανανοίξουν τα ανθρακωρυχεία και τα παλιά εργοστάσια δεν μπορεί να εκπληρωθούν. Και οι μειώσεις φόρων που επαγγέλλεται θα αυξήσουν τις ήδη πολύ μεγάλες ανισότητες.

Αλλά και οι λύσεις της τεχνοκρατικής Αριστεράς δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη. Το κοινωνικό κράτος κρατά τα κεφάλια των ανθρώπων πάνω από το νερό, αλλά δεν τους δίνει περισσότερες ευκαιρίες. Αυτό που χρειάζεται είναι καλύτερη εκπαίδευση και καλύτερες υποδομές. Στο μεταξύ, οι losers θα εξακολουθήσουν να είναι τόσο πολλοί, ώστε θα προκαλούν αναταραχή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Αμερική του Τραμπ θα ζήσει πολύ περισσότερο από τον απεχθή αρχηγό της.

(Πηγή: Financial Times)

 (*) Ο Εντουαρντ Λιους είναι αρθρογράφος των Financial Times

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ