Αφετηρία για την ανακίνηση του θέματος της αναδιάρθρωσης του χρέους αποτελεί η απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Νοέμβρη του 2012, η οποία προβλέπει την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους σε περίπτωση που η Ελλάδα παρουσιάσει πρωτογενή πλεονάσματα, στην αντίληψη των δανειστών «εμείς αναλαμβάνουμε το χρέος εσείς τα ελλείμματα». Η δέσμευση αυτή πέρασε στην απόφαση με την επιμονή της κας Lagarde, η οποία ζητούσε τότε ένα κούρεμα του λεγόμενου επίσημου χρέους, ως προϋπόθεση για να συνεχισθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στη χρηματοδότηση του προγράμματος.

Ads

Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: Έγινε βιώσιμο το χρέος μας με τη συμφωνία αυτή; Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για ένα ακόμη «κατά συνθήκη ψεύδος» στην κυριολεξία, αφού το ελληνικό χρέος, μη γελιόμαστε, σε καμιά στιγμή δεν υπήρξε βιώσιμο. Ούτε βέβαια και μετά το κούρεμα του ιδιωτικού μέρους (PSI) το οποίο μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος το πλήρωσε η ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα να φορτωθούμε με ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα, όπως η αδρανοποίηση των τραπεζών και η αποψίλωση των ασφαλιστικών ταμείων. Άρα η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, βρίσκεται de facto σε καθεστώς χρεοκοπίας, χωρίς αυτή να εκδηλώνεται, επειδή συνάπτει διαρκώς καινούργια δάνεια και τα προσθέτει πάνω στο μη βιώσιμο χρέος.

Η άρνηση των δανειστών μας, κυρίως της Γερμανίας, να προχωρήσουν στην υλοποίηση της δέσμευσής τους οφείλεται καθαρά σε μικροκομματικούς λόγους από τη μια και από την άλλη στην αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να θέσει το θέμα στο τραπέζι και τους δανειστές προ των ευθυνών τους.

Αντίθετα μάλιστα, όταν ο πρώην υπουργός οικονομικών ανέφερε το θέμα στον κ. Schaeuble, εκείνος του απάντησε να το ξεχάσει. Οι Ευρωεκλογές του Ιουνίου πλησίαζαν και η σχέση με τους ψηφοφόρους ήταν πιο σημαντικές από εκείνης με την Ελλάδα.

Ads

Το παράδοξο είναι ότι από εκείνη τη στιγμή, η ελληνική πλευρά αρχίζει να αναπτύσσει μια ρητορική αλλά και να κάνει κινήσεις πρακτικής οικονομικής πολιτικής, προσποιούμενη και εκείνη ότι το χρέος ήταν βιώσιμο. Χωρίς να είναι έτοιμη, από πλευράς θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών, η χώρα, επιχείρησε μια ηρωική έξοδο στις αγορές με τη συνοδεία βέβαια μιας δέσμης εξασφαλίσεων που παρείχαν πάλι οι δανειστές, αναζήτησε στη Νέα Υόρκη μια ηρωική έξοδο από το ΔΝΤ με clean exit, χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης, αρνούμενη να χρησιμοποιήσει τα 17 δις εγκεκριμένα χρήματα που απέμεναν και στη συνέχεια πέρασε και ο πρωθυπουργός από το Βερολίνο για να ανακοινώσει ότι επιθυμούμε να τελειώνουμε άμεσα με την Τρόικα και με τα μνημόνια. Όλα αυτά ενώ είχαμε και συνεχείς δηλώσεις από τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη μέχρι τον καθηγητή υπουργό των οικονομικών στη Βουλή, ότι το χρέος της χώρας είναι βιώσιμο, απλά «δεν το διαβάζουμε σωστά».

Αν όμως όλα τα διεθνή Ινστιτούτα και οι οικονομικοί αναλυτές ντόπιοι και ξένοι δεν αντιλαμβάνονται ότι το χρέος είναι βιώσιμο, τότε οι αγορές που διαθέτουν τους πλέον ειδικούς γιατί δεν μας δανείζουν με φυσιολογικά επιτόκια;

Ας σοβαρευτούμε. Το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους σωστά μπήκε στην ατζέντα της προεκλογικής αντιπαράθεσης, αφού και υπαρκτό είναι και μια λύση του επείγει. Οι θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και η έως τώρα μεθόδευση, δείχνουν να φέρνουν τα πρώτα αποτελέσματα. Από την πλήρη άρνηση για συζήτηση, φτάσαμε σε δηλώσεις αξιωματούχων περί εντίμου συμβιβασμού, περί αμοιβαίων υποχωρήσεων και περί αναγκαίας ελάφρυνσης του χρέους. Σ’αυτό χωρίς αμφιβολία βοήθησε και η, σκόπιμη ίσως, ασάφεια κάποιων θέσεων σχετικά με τις ενδεχόμενες ενέργειες της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην περίπτωση που θα κλιθεί να κυβερνήσει.

Επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Έτσι θα πρέπει να στοχεύουμε σε δύο πράγματα. Πρώτον, στη διαχρονική απομείωσή του σε συνδυασμό με μια γενναία ελάφρυνση της ετήσιας επιβάρυνσης για την εξυπηρέτησή του και δεύτερον στην εξασφάλιση πόρων για την επιστροφή στην ανάπτυξη, που θα βελτιώσει και τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ.

Η καχεκτική ελληνική οικονομία είναι αδύνατο να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 4,5% στην επόμενη δεκαετία και να αποπληρώνει τους δανειστές της. Αντίθετα μια απομείωση των υποχρεώσεων π.χ. στο μισό, θα ελευθέρωνε πόρους ίσους με 3,6 δις το χρόνο, που θα ισοδυναμούσε με άλλο ένα ΕΣΠΑ. Ένα τέτοιο ποσό σε συνδυασμό με μια σειρά διαρθρωτικών αλλαγών, που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ήθελαν ή δεν κατάφεραν να δρομολογήσουν, θα αποτελούσε τη βάση για μια καινούργια αρχή για τη χώρα μας.

* Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς