Η συνάντηση Τσίπρα-Πέρεζ τις προηγούμενες μέρες προκάλεσε αντιδράσεις κυρίως στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι κατ’ αρχήν θετικό ζητήματα διεθνούς πολιτικής να εξακολουθούν να γεννούν συζητήσεις, παρότι εδώ και χρόνια, ειδικά μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΟΝΕ, στο δημόσιο διάλογο η εξωτερική πολιτική δείχνει, με ελάχιστες εξαιρέσεις να έχει μπει σε έναν αυτόματο πιλότο που οδηγεί στην απαξίωση του ρόλου της χώρας διεθνώς.

Ads

Οι διαφωνίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύουν την παραδοσιακή σύγκρουση δύο κατηγοριών σκέψης στην εξωτερική πολιτική κάθε σχεδόν χώρας: της “ιδεαλιστικής”- είτε προς τα αριστερά, είτε προς τα δεξιά- και της “ρεαλιστικής”. Σχεδόν πάντα, η δεύτερη είναι αυτή που είτε αργά και υπόγεια, είτε άμεσα και σαφώς αποκτά ή ανακτά την κύρια επιρροή, χωρίς να λείπουν συμβολές και από την πρώτη κατηγορία σκέψης. Ασχέτως του πως την αξιολογεί κανείς, ιστορικά αυτή η εξέλιξη έχει επιβεβαιωθεί.

Αρκεί να δει κανείς το παράδειγμα της ΕΣΣΔ τόσο επί Λένιν, όσο φυσικά και επί Στάλιν. Ειδικά επί κυριαρχίας του δεύτερου η “ρεάλ πολιτίκ” εξελίχθηκε σε απολύτως κυνική. Ακόμα και επί Λένιν όμως, η καταστολή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων στο κέντρο της Ευρώπης και δη στη Γερμανία ώθησε τη σοβιετική ηγεσία να εγκαταλείψει το στόχο της παγκόσμιας προώθησης της επανάστασης, προκειμένου η ΕΣΣΔ να γίνει αποδεκτή σε αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε διεθνή κοινότητα.

Η αλήθεια είναι ότι ήδη από καιρό η ελληνική αριστερά- και όχι μόνο- είχε περιέλθει σε ένα σοβαρό κενό ανάλυσης ως προς τη διεθνή κατάσταση και εν προκειμένω σε ό,τι αφορά τη Μ. Ανατολή. Η τρώση της σύντομης αμερικανικής μονοκρατορίας σε συνδυασμό με την καπιταλιστική κρίση άνοιξαν το δρόμο για έναν πολύπλοκο κόσμο όπου δρουν αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί και όπου οι δυνατότητες ρύθμισης, πέραν αυτής που επιφέρουν οι κατά τόπους συσχετισμοί δύναμης, διαρκώς συρρικώνονται. Από την Αφρική έως τη Μ. Ανατολή διεξάγεται ένα άλλοτε υπόγειο και άλλο εμφανές, επικίνδυνο παιχνίδι απόκτησης σφαιρών επιρροής. Σε μια κατάσταση που παρουσιάζει αναλογίες, αν και με μεγάλες διαφορές, ποσοτικές και ποιοτικές, με αυτήν προ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ταυτίσεις με δυνάμεις και κράτη γίνονται δυσοκολότερες, ειδικά όταν επιλέγει κανείς να συνδυάσει ιδεολογικά κριτήρια με αναγκαιότητες της εξωτερικής πολιτικής των κρατών.

Ads

Επιπροσθέτως, τα γεγονότα της λεγόμενης αραβικής άνοιξης έθεσαν επί τάπητος με ιδιαίτερη οξύτητα τα ζητήματα συλλογικού αυτοπροσδιορισμού ακόμα και με σεχταριστικές τάσεις, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας αλλά και της κρατικής κυριαρχίας όπως και των ξένων επεμβάσεων.

Δημιουργήθηκε έτσι μια μεγάλη αμηχανία στην αριστερά ως προς τη διεθνή της πολιτική. Μία  περίπτωση ενδεικτική της εν λόγω αμηχανίας έχει να κάνει με τη στάση των κυπριακών ηγεσιών από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν και έπειτα. Όταν ο πρόεδρος Παπαδόπουλος αρνήθηκε το σχέδιο Ανάν ένα μεγάλο τμήμα της αριστεράς επικρότησε τη στάση του, καθώς μάλιστα ήρθε σε σύγκρουση με τον αμερικανικό παράγοντα. Όταν επιπλέον προανήγγειλε και έθεσε τις βάσεις για την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου εντός της κυπριακής ΑΟΖ, ενέργειες που συνέχισε και υλοποιεί ο πρόεδρος Χριστόφιας, πολύ σωστά τόσο η αριστερά, όσο και άλλες δυνάμεις χρησιμοποίησαν το κυπριακό παράδειγμα ως ενδεικτικό του ότι μπορείς να λες όχι στον αγγλό- αμερικανικό παράγοντα, να συνεχίζεις να υπάρχεις και μάλιστα να αμφισβητείς έμπρακτα τον επεκτατισμό ενός πολύ ισχυροτέρου γείτονά σου. Μέχρι εδώ όλα καλά.

Ωστόσο όλα τα παραπάνω και ιδίως η οριοθέτηση και αξιοποίηση της ΑΟΖ κατέστη εφικτή λόγω της πρόσδεσης της Κύπρου στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, τόσο διά των εταιρειών εκμετάλλευσης του ορυκτού υποθαλάσσιου πλούτου, όσο και διά της άμεσης στρατιωτικής παρουσίας του Ισραήλ- που παρεμπιπτόντως κάλυψε το κενό που δημιούργησε η απαράδεκτη συρρίκνωση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας και Κύπρου.

Τί είναι λοιπόν ριστερό και συνάμα αποτελεσματικό; Έπρεπε η Κύπρος να μην ορίσει και να μην εκμεταλλευτεί την ΑΟΖ της, υποκύπτωντας έτσι στην τουρκική επιθετικότητα; Έπρεπε να κάνει τις ενέργειες αυτές βασισμένη γενικά στα αισθήματα διεθνούς αλληλεγγύης, κινδυνεύοντας να πάθει ό,τι και το ’74, όταν η Κύπρος κέρδισε τη συμπάθεια της κοινής γνώμης και η Τουρκία τη μισή κυπριακή επικράτεια; Είναι αριστερό να προσχωρείς στα συμφέροντα του ρωσικού ή κινεζικού καπιταλισμού αντί του αμερικανικού και ισραηλινού; Ή τέλος έπρεπε να επιδιώξει στήριξη από αραβικά καθεστώτα- τα περισσότερα εκ των οποίων μέχρι πρότινος έπαιζαν καθαρά το παιχνίδι του Ισραήλ παρά τις όποιες κορώνες τους- που προφανώς δε θα μπορούσαν να της την παράσχουν;

Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η Κύπρος και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν μια υπαρκτή τουρκική επιθετικότητα, που πλέον λαμβάνει τη διάσταση ενός μεγαλοϊδεατικού, περιφερειακού ιμπεριαλισμού.  Δεν είναι μόνο η κατοχή της μισής Κύπρου και η έμπρακτη άρνηση αναγνώρισης κατοχυρωμένων σε διεθνοδικαιικό επίπεδο δικαιωμάτων της ελληνικής και κυπριακής δημοκρατίας. Είναι και η περίπτωση της Συρίας, όπου τους τελευταίους 17 μήνες ο διακηρυγμένος νεό- οθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός,  ο οποίος τα πρώτα χρόνια Ερντογάν εκφράστηκε με εμπορικά μέσα, έλαβε τη μορφή ενεργούς ανάμειξης στο διεξαγόμενο εμφύλιο, υπέρ των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Ανάμειξη που σαφώς εκπληρώνει την έννοια της επιθετικότητας όπως αυτή ορίζεται και από αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης. Μάλιστα, δια των ενεργειών της αυτών η Άγκυρα επιδιώκει αφενός να συμβάλλει στη συγκρότηση φιλικών προς την ίδια καθεστώντων προσκειμένων στο πολιτικό Ισλάμ, αφετέρου να παίξει το ρόλο του απαραίτητου περιφερειακού συμμάχου των ΗΠΑ, των οποίων γίνεται μακρύ χέρι στην επίθεση κατά του συρό- ιρανικού άξονα, ώστε να αποκαταστήσει έτσι και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Επιπλέον και σε σχέση με την “αραβική άνοιξη” η ανατροπή Μπεν Αλί και Μουμπάρακ χαιρετίστηκε από την αριστερά. Τα καθεστώτα τους δεν ήταν μόνο αυταρχικά και διεφθαρμένα αλλά επιπλέον ήταν στενά συνδεδεμένα με τη “δύση”, ενώ ειδικά η Αίγυπτος είχε μετατραπεί στον πιο στενό σύμμαχο του Ισραήλ και σε εγγυτή της ασφάλειάς του- μην ξεχνούμε ότι ο αιγυπτιακός αποκλεισμός της Γάζας από οποιαδήποτε τροφοδοσία ήταν από την Αίγυπτο και ειδικά κατά περιόδους ασφυκτικός.

Κατά συνέπεια η αριστερά όχι μόνο επικρότησε τα γεγονότα στην πλατεία Ταχρίρ και στην Τυνησία αλλά προσπάθησε να δανειστεί ακόμα και σύμβολά τους, χωρίς βεβαίως να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των κινημάτων που ανέτρεψαν τα εν λόγω καθεστώτα. Τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική πορεία στη Λιβύη και στη Συρία για μια σειρά λόγων, που δεν μπορούν να αναλυθούν στο εν λόγω κείμενο λόγω έκτασης.

Οι τελευταίες αυτές περιπτώσεις και ασχέτως του απολύτως δικαίου αιτήματος εκδημοκρατισμού που έθεσαν και θέτουν τμήματα των λαών αυτών αποτέλεσαν χαρακτηριστικά πεδία πραγματοποίησης ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Στη Λιβύη οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ καθ’ υπέρβαση της εντολής του Συμβουλείου Ασφαλείας του ΟΗΕ πολέμησαν ενεργά στο πλευρό των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, κλείνοντας τα μάτια σε σοβαρότατες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από την πλευρά των τελευταίων. Εν τέλει το ΝΑΤΟ επέβαλε μια παράνομη βάσει του διεθνούς δικαίου, βίαιη αλλαγή καθεστώτος.      
  
Στη Συρία διεξάγεται σύγκρουση ΗΠΑ και Τουρκίας από τη μια- τουλάχιστον- και Ρωσίας, Ιράν από την άλλη είτε δια αντιπροσώπων, είτε και με δικές τους επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις. Η απόδοση δικαιωμάτων σχεδόν αυτοδιοίκησης στους Κούρδους της Συρίας περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Στην πραγματικότητα αν το καθεστώς Άσαντ επιβιώνει είναι γιατί σε αντίθεση με τον Καντάφι διαθέτει ισχυρότερες συμμαχίες, που δυσκολεύουν τα σχέδια άμεσης ξένης επέμβασης στη Συρία, ιδίως δε υπό την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Αν εντάξουμε στο παραπάνω πλαίσιο τη συνάντηση Τσίπρα- Πέρεζ θα δούμε ότι η κριτική εξ αριστερών που δέχτηκε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αν και γόνιμη ως προς την αφετηρία της είναι άτοπη.
Η Ελλάδα σε ένα τέτοιο ασταθές περιβάλλον χρειάζεται τις ευρύτερες δυνατές, πλέον πολύπλευρες συμμαχίες και τουλάχιστον συνομιλητές. Ειδικά σε περιόδους δομικών μετασχηματισμών οι πλέον απομονωμένες δυνάμεις είναι εκείνες που βιώνουν με καταστροφικό τρόπο αυτούς τους μετασχηματισμούς.

Θα αναρωτηθεί βεβαίως κανείς αν σε αυτές μπορεί να συγκαταλέγεται το Ισραήλ δεδομένης της πολιτικής του απέναντι στους Παλαιστινίους. Πριν απαντήσει κανείς αν ο Τσίπρας έπρεπε να συναντήσει τον Πέρεζ θα έπρεπε να αναρωτηθεί αν οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι, ακόμα και η Χαμάς συνομιλούν με την Ισραηλινή πλευρά: η απάντηση είναι φυσικά ναι και τούτο δε συνιστά ούτε έκπληξη, ούτε πρωτοτυπία.
Η μη συνάντηση με τον ηγέτη μιας κυβέρνησης ή ενός κράτους αποτελεί μια οξύτατη κατ’ εξαίρεση ενέργεια που οφείλει κανείς να ζυγίσει πολύ καλά πριν να πραγματοποιήσει και στην οποία μπορεί να προχωρήσει μόνο εφόσον θέλει να δηλώσει ότι με την εν λόγω κυβέρνηση ή κράτος- όπως στην περίπτωση Πέρεζ- δε θέλει  να έχει την οποιαδήποτε επαφή.

Σε τι αλήθεια θα βοηθούσε μια τέτοια κίνηση την Ελλάδα αλλά επιπλέον τους Παλαιστινίους όταν οι εξελίξεις στην ίδια την παλαιστινιακή πλευρά καθιστούν σαφές ότι και οι ίδιοι επιδιώκουν τη διαπραγμάτευση με το Ισραήλ προκειμένου να υπάρξει λύση του παλαιστινιακού ζητήματος, εκθέτοντας επιπλέον έτσι και εν τοις πράγμασι την Ισραηλινή αδιαλλαξία;

Η πραγματική κριτική που μια ώριμη αριστερά μπορεί να ασκήσει στον Τσίπρα δεν είναι για το ότι συναντήθηκε με τον Πέρεζ αλλά τι είπε με τον Πέρεζ. Επιπλέον για το αν και πώς αυτή η συνάντηση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ στη διεθνή πολιτική. Η αριστερά πρέπει να θέσει άλλα, πιο δύσκολα και καίρια ερωτήματα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ: Θα υπάρξει και τι είδους συνεργασία Ελλάδας- Ισραήλ; Πώς θα ωφεληθούν τα δικαιώματα της χώρας μας από μια τέτοια συνεργασία; Έθεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ειδικά τώρα που το Ισραήλ έντρομο βλέπει όλη τη στρατηγική της περιφερειακής ασφαλείας του να κλονίζεται το ζήτημα της δίκαιης και βιώσιμης λύσης του παλαιστινιακού; Διατηρεί σταθερούς συνομιλητές στην παλαιστινιακή πλευρά; Θα αναγνωρίσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το παλαιστινιακό κράτος;

Έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοβουλίες συντονισμού με τα δημοκρατικά και αριστερά κινήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της αραβικής άνοιξης; Έχει καθαρή θέση υπέρ βεβαίως του δικαιώματος όλων των λαών στη δημοκρατία αλλά και κατά των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων υπό το πρόσχημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Επεξηγεί τη θέση του αυτή στις επιμέρους περιπτώσεις; ποια είναι για παράδειγμα η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για τα τεκταινόμενα στη Συρία; Διότι ναι, ο συριακός λαός έχει δικαίωμα στη δημοκρατία και στη διεθνή πολιτική υποστήριξη προς αυτήν την κατεύθυνση. Τούτο όμως δε δίνει το δικαίωμα για παράδειγμα στην Άγκυρα να διεξάγει μια καθαρά επιθετική πολιτική εις βάρος της Συρίας, ούτε δικαιώνει το ρόλο φανατικών ισλαμιστικών κινημάτων. Ποια είναι  η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε θρησκευτικά κινήματα που μόνο υπέρ της δημοκρατίας δεν τάσσονται και που εμφανώς ποια δρουν και στη Συρία; ποια είναι η στάση του απέναντι στις διαφορετικές εκδοχές του πολιτικού Ισλάμ;

Ποια είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ως προς το Κουρδικό; Θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει σχέσεις μαζί τους, θα τους αναγνωρίσει δικαίωμα αυτονομίας ή αυτοδιάθεσης και αν ναι σε ποιες χώρες και μέχρι ποιου βαθμού; Πώς ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μια θα δομήσει πολύπλευρες συμμαχίες και από την άλλη θα αποφύγει την εμπλοκή της χώρας σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους; Πώς θα πετύχει να παίξει η χώρα διαμεσολαβητικό ρόλο υπέρ της συνεργασίας των κρατών και της προόδου των λαών;

Επιδιώκει όντως ο ΣΥΡΙΖΑ να οριοθετήσει η Ελλάδα ΑΟΖ; Αν ναι με ποιους συμμάχους; Πώς θα κλείσει αντιπαλότητες η Ελλάδα με γείτονές της, τους οποίους συστηματικά “χαρίζει” στην Τουρκία μέσα από ατέρμονες διενέξεις; Πόσα μέτωπα ανοιχτά μπορεί να έχει η Ελλάδα έως ότου αντιληφθεί ότι οι δήθεν υπερπατριώτες την ωθούν σε αυτοεκλπηρούμενες προφητείες εν πολλοίς εξαιτίας της δικής τους απομονωτικής πολιτικής;

Τα παραπάνω ερωτήματα είναι μερικά μόνο από αυτά που οφείλει να θέσει και να απαντήσει η αριστερά. Άλλωστε πρέπει να θυμάται ότι η αριστερή προσέγγιση στη διεθνή πολιτική έχει πρωτίστως να κάνει με το ποια εργαλεία ανάλυσης χρησιμοποιείς και βάσει αυτών σε ποια αποτελέσματα καταλήγεις.

Σήμερα με την αναζωπύρωση των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων η αριστερή προσέγγιση είναι απολύτως επίκαιρη, τόσο ως προς τα αναλυτικά της εργαλεία όσο και ως προς την πρόταξη του διεθνισμού. Όμως κάθε κυβέρνηση, ιδίως δε μια αριστερή κυβέρνηση που πολύ πιθανά θα αντιμετωπίσει μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης αστάθειας και προβοκατόρικες συμπεριφορές οφείλει να έχει κατά νου ότι δε θα δράσει σε νεκρό χρόνο, ούτε σε ιδεατό περιβάλλον.

Γι’ αυτό η βάση του ΣΥΡΙΖΑ και όλης της αριστεράς που ορθώς δρα και κινητοποιείται για ζητήματα διεθνούς πολιτικής οφείλει να θέσει τα καίρια και όχι τα δευτερεύοντα ερωτήματα. Έτσι θα εκθέσει και όσους προσπαθούν να πείσουν ότι η αριστερά αδυνατεί να συνδυάσει το ρεαλισμό των συγχρόνων αναγκαιοτήτων με τη δική της προσέγγιση στα διεθνή ζητήματα.

Έτσι θα δικαιώσει από την άλλη πλευρά, όσους εκτιμούν ότι η αριστερά μπορεί να δομήσει το πρότυπο ενός νέου ορθολογικού πατριωτισμού, συνδυασμένου με τη διεθνιστική της προσέγγιση και με την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου της χώρας. Εν προκειμένω, είναι σκόπιμο η αριστερά να αρχίσει να συζητά όχι τόσο για το ποιους συναντά όσο για το τι συζητά μαζί τους.