Όχι, κυρίες και κύριοι, συντρόφισσες και σύντροφοι: στο δημοψήφισμα της Κυριακής στην Ιταλία δεν κέρδισε ο λαϊκισμός στις διάφορες παραλλαγές του με πρωτεργάτη το γραφικό Μπέμπε Γκρίλο, ούτε η ξενοφοβία του Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας του Βορρά.

Ads

Το ηχηρότατο «όχι» ήταν η αντίδραση μιας πολύχρωμης «ήρεμης δύναμης» για να θυμηθούμε τον Ζακ Σεγκελά, επίσημο διαφημιστή των προεκλογικών εκστρατειών του Μιτεράν και της Μερκούρη. Ήταν η απάντηση πολλών ανθρώπων στους δημαγωγικούς εκβιασμούς του Ρέντσι και άλλων που μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν τις προτεινόμενες αλλαγές στα 47 υπό συζήτηση άρθρα του Συντάγματος.

Ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ύστερα από χρόνια σήκωσε πολλούς ιταλούς από τον καναπέ τους για να συμμετέχουν σε συζητήσεις για θέματα ουσίας που αφορούν στον τόπο τους, για την ίδια τη δημοκρατία, για τον τρόπο λήψης των αποφάσεων στα δύο νομοθετικά σώματα, για την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή τους. Αυτή είναι η νίκη του «όχι» την οποία σκοπίμως αποκρύπτουν οι διαμορφωτές της διεθνούς κοινής γνώμης.

Όπως και να εξετάσει κανείς το αποτέλεσμα, είτε παίρνοντας υπόψη την ουσιαστική πλευρά, που αφορά στο περιεχόμενο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, είτε αναλύσει τις συνέπειες και παρενέργειές του στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας και στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το συμπέρασμα είναι σαφές: η πανωλεθρία του Ρέντσι δεν σημαίνει νίκη των πολιτικών αντιπάλων του. Σ’ αυτόν τον εκβιασμό του «μαύρο άσπρο» που πρόταξαν Ρέντσι και Γκρίλο δεν υπέκυψε η πλειοψηφία των ιταλών πολιτών.

Ads

Ψήφος διαμαρτυρίας στον Ρέντσι και αντίδρασης σε Βρυξέλες και Βερολίνο

Το «όχι» για να το πω ευθέως ήταν κυρίως μια ψήφος κινητοποίησης για τη δημοκρατία, μια ψήφος διαμαρτυρίας κατά ενός αλαζονικού ηγέτη που με τη στάση και τη διγλωσσία του ενόχλησε μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος. Το δημοψήφισμα συνδέθηκε με το ενδεχόμενο κυβερνητικής κρίσης κατ΄ αρχήν από τον (παραιτηθέντα) ιταλό πρωθυπουργό. Και επιπλέον ήταν μία ψήφος αντίδρασης στις μεταρρυθμίσεις μνημονιακού χαρακτήρα που επέβαλαν και εξακολουθούν να επιβάλουν στη Ρώμη Βερολίνο και Βρυξέλλες.

Μ΄ άλλα λόγια το δημοψήφισμα ήταν κατ΄ αρχήν μια εσωτερική υπόθεση της Ιταλίας, η οποία, λόγω του αποτελέσματος, ήταν εύλογο να προκαλέσει στιγμιαίους κλυδωνισμούς, περισσότερο λεκτικούς παρά ουσιαστικούς, στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Όπως είναι εύλογο η αντιπολίτευση –αυτό άλλωστε συμβαίνει παντού και πάντοτε- να επιχειρήσει με κάθε τρόπο να αξιοποιήσει προς όφελός της το αποτέλεσμα. Ο Γκρίλο ζήτησε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την έξοδο της Ιταλίας από την ευρωζώνη, ο Σαλβίνι επίσης εκλογές, ενώ ο συνήθως λαλίστατος αλλά και περισσότερο έμπειρος Μπερλουσκόνι καθόλου τυχαία σιώπησε. 

Ορισμένοι βεβαίως σε Βερολίνο και Βρυξέλλες, δήθεν υπερασπιστές του ευρωπαϊκού πνεύματος, θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού – και προσέξτε όχι ο Σόϊμπλε, που παρέμεινε ατάραχος όταν ρωτήθηκε για το αποτέλεσμα –  έσπευσαν να κινδυνολογήσουν κάνοντας λόγο για τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος σ΄όλη την Ευρώπη και το ενδεχόμενο ακόμη και εξόδου της Ιταλίας από την ευρωζώνη. Στόχος τους, επικαλούμενοι την αντίδραση των αγορών, είναι να δημιουργήσουν ένα κλίμα φόβου για «να μπουν τα πρόβατα στο μαντρί», να μη σκέφτονται, να μη συζητάνε. Εντός της χθεσινής ημέρας βεβαίως διαψεύστηκαν καθότι οι τιμές στα χρηματιστήρια δεν σημείωσαν κάθετη πτώση, όπως είχε προαναγγελθεί και η ισοτιμία του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων εν μέρει αποκαταστάθηκε.

Το άσχημο είναι ότι σ’ αυτή την κινδυνολογία που πρόβαλαν κανάλια και social media παρασύρθηκε και τμήμα της ημέτερης  και ευρωπαϊκής αριστεράς θεωρώντας ότι καλύτερα ένας ασταθής Ρέντσι παρά ένας λαϊκιστής Γκρίλο. Λάθος κι αυτό διότι η συμμετοχή στο δημοψήφισμα που έφτασε το 70%, δείγμα του έντονου ενδιαφέροντος, κατά τι μικρότερη από τις εκλογές του 2013, και το 60% που συγκέντρωσε το «όχι» δεν είναι αποκλειστικοί ψήφοι του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, ούτε της Lega del Nord ή της Forza Italia.

Ένα διόλου αμελητέο κομμάτι αυτών των ψηφοφόρων ανήκει στην αριστερά, ένα άλλο εξίσου σημαντικό στην κεντροαριστερά του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο είχε ταχθεί επίσης υπέρ του «όχι» κι ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα ανήκει σε δυσαρεστημένους ψηφοφόρους, σ΄αυτήν την κινούμενη μάζα πολιτών, κυρίως μικρομεσαίων, που υπάρχει σε κάθε χώρα και κρίνει κάθε φορά σε ποια πολιτική δύναμη θα δώσει την ψήφο της.

Όλοι αυτοί, λοιπόν, είναι δυσαρεστημένοι για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από τον Ρέντσι και δυσαρεστημένοι για την πολιτική λιτότητας που στην χώρα τους, όπως και στην Ελλάδα, τους έχει οδηγήσει στη φτωχοποίηση (ελαστικοποίηση στην αγορά εργασίας, πτώχευση επιχειρήσεων, κλείσιμο εργοστασίων, ανεργία, κλπ.).

Το ιταλικό «όχι» της 4ης Δεκεμβρίου ήταν σε μικρότερη βεβαίως ένταση ως προς το διακύβευμα, αλλά με ανάλογο ειδικό βάρος ως προς το μήνυμα προς Ρώμη, Βερολίνο και Βρυξέλλες, αντίστοιχο με το ελληνικό «όχι» του καλοκαιριού του 2015.

Οι ιταλοί πολίτες ζητούν αξιοπρέπεια και όχι υποταγή. Για αυτό διαφώνησαν με την επιτάχυνση της εφαρμογής των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, όπως και την αφαίρεση εξουσιών από τις περιφέρειες σε μια χώρα που όπως είναι γνωστό έχει παράδοση στην αποκεντρωμένη αυτοδιοίκηση, ενώ αντιμετώπισαν με καχυποψία τη μείωση των εδρών στη Γερουσία και την αύξηση της νομοθετικής ισχύος της Βουλής. Πολλοί συμφωνούσαν επί της αρχής με τη μείωση των εδρών, αλλά φοβήθηκαν ότι ο Ρέντσι «έκρυβε ένα άσσο στο μανίκι του» για να συγκεντρώσει ακόμη μεγαλύτερες εξουσίες στο πρόσωπό του.

Άλλοι πάλι, όπως ο Ρομάνο Πρόντι, διαφώνησαν με τις αλλαγές, αλλά τελικά τις υπερψήφισαν. Οι πολιτικές προτιμήσεις κυριάρχησαν επί των συνταγματικών θεμάτων. Όσο για το ζήτημα της ανακεφαλοποίησης των τραπεζών αυτό παραμένει ανοικτό και δεν συζητήθηκε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των κομμάτων.

Τα καλά, τα λιγότερο καλά σενάρια και το στοίχημα της αριστεράς

Δεδομένου ότι η ψήφος, σ΄ένα κλίμα πόλωσης που επιχείρησε πρωτίστως ο Ρέντσι να καλλιεργήσει, ήταν πολιτική, ήταν δηλαδή μια ψήφος εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του, και η κεντροαριστερά εξακολουθεί να διαθέτει την απαραίτητη πλειοψηφία, οι συνέπειες της κυβερνητικής κρίσης θα περιοριστούν στην αλλαγή φρουράς στο Παλάτσο Κίτζι.

Ο ιταλός πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα, ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής σταθερότητας θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να μην «ανοίξει μύτη». Ήδη όπως έγινε γνωστό ζήτησε από τον Ρέντσι να παραμείνει στη θέση του έως ότου ψηφιστεί ο προϋπολογισμός του ’17. Και έχει τη δυνατότητα να διορίσει νέο πρωθυπουργό με την υποστήριξη της υπάρχουσας ή μιας νέας διευρυμένης πλειοψηφίας.

Σε διαφορετική περίπτωση –κι αυτό είναι το κακό σενάριο- θα σχηματιστεί κυβέρνηση τεχνοκρατών που θα οδηγήσει την χώρα σε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, αφού βεβαίως αλλάξει τον εκλογικό νόμο επί το αναλογικότερον. Όπερ σημαίνει ότι ακόμη και σε περίπτωση νίκης του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, όπως ονειρεύεται ο Μπέμπε Γκρίλο, θα του είναι αδύνατον να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση.

Η Ιταλία θα εισέλθει σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, αλλά το ερώτημα είναι πόσο αυτό μπορεί να επηρεάσει την πορεία της χώρας και τις σχέσεις της με την ΕΕ. Κατά τη γνώμη μου ελάχιστα, καθότι η Ιταλία έχει μια μακρά παράδοση σε κυβερνήσεις συνασπισμού, όπως και σε μεγάλες περιόδους πολιτικών κρίσεων, οι οποίες ουδόλως, όμως, επηρέασαν την εύρυθμη λειτουργία των κρατικών θεσμών, την ανάδειξή της σε τρίτη οικονομική δύναμη της Ευρώπης και τις σχέσεις της με τις Βρυξέλες. Το θέμα είναι το μέλλον των ιταλικών τραπεζών, αλλά ποιος αμφισβητεί ότι ο Ντράγκι και η BCE δεν θα τις αφήσει στην τύχη τους.

Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο για την αριστερά και τις λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις είναι πώς θα εντάξουν την ψήφο διαμαρτυρίας του «όχι» σε μία στρατηγική διεξόδου της χώρας από την στενωπό της λιτότητας και πώς θα ενισχύσουν τις διαδικασίες συμμετοχής και διαλόγου για τη διεύρυνση της δημοκρατίας. Όχι με τα συνήθη «θα», αλλά τώρα. Διότι μόνον έτσι θα περιοριστούν οι αυθαιρεσίες τύπου Ρέντσι, αλλά και οι λαϊκιστικές, εθνικιστικές και ξενόφοβες φωνές που περιμένουν στη γωνία.

Η ιταλική αριστερά για μια ακόμη φορά έχει μπροστά της μια ευκαιρία και μια πρόκληση.
 
* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστας. Διατέλεσε Διευθυντής στην ΕΡΤ3 και για 35 χρόνια ανταποκριτής στην Ελλάδα της ιταλικής εφημερίδας Il Manifesto.