Είναι λάθος να σκεφτόμαστε τη σεξουαλική παρενόχληση ως μια μορφή σεξουαλικής επιθυμίας, για τους ίδιους λόγους που είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε τον βιασμό πρωτίστως ως ένα έγκλημα πάθους ή λαγνείας

Ads

Ρωτήστε οποιαδήποτε γυναίκα: η σεξουαλική παρενόχληση είναι φαινόμενο ενδημικό. Κάθε γυναίκα μπορεί να σας μιλήσει για άνδρες που πιστεύουν ότι είναι δικαίωμά τους να θωπεύουν σεξουαλικά γυναίκες συναδέλφους ή υπαλλήλους τους. Πολλές φίλες μου έχουν υποστεί το ανάρμοστο άγγιγμα τέτοιων ανδρών. Είναι αμέτρητες οι φορές που με έχουν προειδοποιήσει να μη μένω μόνη σε δωμάτιο ή ασανσέρ με συγκεκριμένους άνδρες.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μου χρειαζόταν η υπενθύμιση. Θυμάμαι ακόμη έντονα τη στιγμή που ένας πολύ διακεκριμένος συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου με πήρε παράμερα και με ενημέρωσε πως η προαγωγή μου εξαρτιόταν από το αν θα βρισκόμουν μαζί του στο κρεβάτι εκείνο το βράδυ. «Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο…»1 κάγχασε. Αισθάνθηκα αμηχανία. Και μετά οργή. Όμως ποτέ δεν τον κατήγγειλα στην Επιτροπή Προαγωγών, διότι ήξερα ότι θα ήταν «ο λόγος μου ενάντια στον δικό του». Η προαγωγή μου ήρθε παρ’ όλα αυτά, αλλά, όποτε περνούσα από τον διάδρομο, μου έκλεινε συνωμοτικά το μάτι, χωρίς την παραμικρή ντροπή, καθώς προσπαθούσε να με παρενοχλήσει σεξουαλικά.

Μέχρι πρόσφατα, τέτοιες ιστορίες τις μοιράζονταν αποκλειστικά φίλες ή μικρές ομάδες γυναικών. Τις προηγούμενες εβδομάδες, ωστόσο, η σεξουαλική παρενόχληση έγινε αντικείμενο συζήτησης, και μάλιστα φωναχτά. Διάσημες ηθοποιοί και μοντέλα βγήκαν μπροστά και κατηγόρησαν άνδρες σαν τον Χάρβεϊ Γουάινστιν για συστηματική κακοποίηση των γυναικών με τις οποίες συνεργαζόταν. Στη Βρετανία παραιτήθηκε ο υπουργός Άμυνας, αφού παραδέχθηκε ότι είχε επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά. Τόσο το Συντηρητικό όσο και το Εργατικό Κόμμα αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν την κουλτούρα της σεξουαλικής παρενόχλησης στους κόλπους τους και επιφανείς πολιτικοί κατηγορήθηκαν ότι υποτίμησαν τη σοβαρότητα της κακοποίησης όταν τους επισημάνθηκε. Στην Ελλάδα έχω ακούσει αντίστοιχες απεχθείς ιστορίες.

Ads

Ασφαλώς η σεξουαλική παρενόχληση δεν είναι νέο φαινόμενο. Από όταν οι άνδρες άρχισαν να ασκούν εξουσία, εκμεταλλεύονται εκείνους και εκείνες που θεωρούσαν ως υποτελείς τους. Σεξουαλικά αστεία, πρόστυχα σχόλια, εικόνες γυμνών γυναικών στους τοίχους γραφείων, ανάρμοστα αγγίγματα και μη συναινετική ερωτική επαφή είναι πράξεις που δημιουργούν σεξουαλικά εχθρικά περιβάλλοντα εργασίας.

Παρ’ όλα αυτά, μόλις το 1975 αυτές οι μορφές κακοποίησης απέκτησαν ένα όνομα. Ο όρος «σεξουαλική παρενόχληση» γεννήθηκε στο Ίθακα της Νέας Υόρκης, τον Απρίλιο του 1975, από την Ένωση Εργαζόμενων Γυναικών, μια οργάνωση που δημιουργήθηκε για να διεκδικήσει ισότητα στον χώρο εργασίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η φεμινίστρια Κάθριν ΜακΚίνον δημοσίευσε το «Σεξουαλική Παρενόχληση των Εργαζόμενων Γυναικών», ένα βιβλίο με μεγάλη επιρροή, που αποδεικνύει ότι η θυματοποίηση των γυναικών από τους άνδρες «είναι τόσο εκτεταμένη στην αμερικανική κοινωνία, ώστε να είναι σχεδόν αόρατη». Η ΜακΚίνον υποστήριξε πως η σεξουαλική παρενόχληση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως διάκριση με βάση το φύλο, έτσι όπως ορίζεται στην Πράξη για τα Πολιτικά Δικαιώματα του 1964. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν είναι μια μορφή βλάβης ενάντια σε κάποιες μεμονωμένες γυναίκες, είναι μια μορφή διάκρισης που βλάπτει όλες τις γυναίκες. Είναι μια μορφή εξουσίας που καθιστά τις γυναίκες υποτελείς στους άνδρες, θίγοντας ουσιαστικά τις οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές τους.

Από την εποχή που εκδόθηκε το εμβληματικό βιβλίο της ΜακΚίνον, η σεξουαλική παρενόχληση γίνεται όλο και πιο ορατή. Με όρους δημοσιότητας, το 1991 αποτέλεσε καθοριστικό σημείο καμπής, όταν η Αφροαμερικανίδα δικηγόρος Ανίτα Χιλ κατηγόρησε τον Κλάρενς Τόμας (το αφεντικό της και υποψήφιο για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ) για σεξουαλική παρενόχληση. Η κατάθεσή της μπροστά σε δεκατέσσερις λευκούς άνδρες της Δικαστικής Επιτροπής της Γερουσίας μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση. Επειδή μίλησε ανοιχτά για την παρενόχληση που υπέστη, η Χιλ δέχτηκε άθλιες επιθέσεις. Χαρακτηρίστηκε ψυχοπαθής και σεξουαλικά διεστραμμένη. Ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Μπροκ την ειρωνεύτηκε απρεπώς, λέγοντας ότι είναι «λίγο μουρλή, λίγο τσουλί».

Στην πραγματικότητα, οι Αφροαμερικανίδες ήταν εκείνες που σήκωσαν πάνω τους τις περισσότερες από τις πρώτες υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης που έφτασαν στα αμερικανικά δικαστήρια. Δεν είναι συμπτωματικό ότι εμπνεύστηκαν από τον δικαιωματικό ακτιβισμό ενάντια στη φυλετική παρενόχληση. Αυτές οι πρωτοπόρες φεμινίστριες υπέστησαν διπλή διάκριση, ως Αφροαμερικανίδες και ως γυναίκες: αντιμετωπίστηκαν ως σεξουαλικά διαθέσιμες από τους λευκούς εργοδότες τους και στη συνέχεια, όταν έκαναν καταγγελίες, ως Μαύρες Ιεζάβελ.

Σήμερα, παρόλο που οι περισσότερες από τις διάσημες γυναίκες που βγήκαν μπροστά για να καταγγείλουν σεξουαλική παρενόχληση είναι πλούσιες, λευκές γυναίκες, αυτές που υποφέρουν πιο συχνά και από τις πιο σοβαρές μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης είναι ως επί το πλείστον μαύρες και μέλη άλλων εθνοτικών μειονοτήτων, καθώς και εργαζόμενες γυναίκες της εργατικής τάξης. Αυτή η μορφή παρενόχλησης στηρίζεται στην ανισότητα ως προς την κατοχή εξουσίας, ιδίως δε στην εργασιακή τρωτότητα.

Η σοβαρότητα αυτών των μορφών κακοποίησης εξακολουθεί να υποτιμάται, ακόμη και να απορρίπτεται από κάποιους άντρες. Ενώ έγραφα αυτό το άρθρο, ένας Έλληνας άνδρας ανασήκωσε τους ώμους και μου είπε «τα αγόρια θα είναι πάντα αγόρια». Κάποιος άλλος μου είπε ότι ο καταναγκασμός των σχέσεων στους χώρους εργασίας είναι αναπόφευκτος σε σεξουαλικά ετερογενείς εργασίες: είναι το τίμημα που πληρώνουν οι γυναίκες για την ισότιμη συμμετοχή τους στη δημόσια σφαίρα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης (πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών και διευθυντής της Σεξουαλικής Κλινικής του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών) υποστήριξε πως «στον κόσμο του σινεμά και των μεγάλων στούντιο, αλλά και στον κόσμο της τηλεόρασης, που η ματαιοδοξία είναι το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα, οι θύτες και τα θύματα δεν είναι τόσο εύκολο να διακριθούν». Τέτοια σχόλια αγνοούν τη διαφορά ως προς την εξουσία· και προσπαθούν να υποτιμήσουν τη βλάβη της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Είναι καλό σημάδι ότι τα προβλήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης συζητιούνται πιο ανοιχτά στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη σεξουαλική παρενόχληση, είναι σημαντικό να μην πέσουμε στην παγίδα να τη σκεφτούμε πρωτίστως με σεξουαλικούς όρους. Είναι λάθος να σκεφτόμαστε τη σεξουαλική παρενόχληση ως μια μορφή σεξουαλικής επιθυμίας, για τους ίδιους λόγους που είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε τον βιασμό πρωτίστως ως ένα έγκλημα πάθους ή λαγνείας. Η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα έγκλημα βίας που εκφράζεται μέσα από τη γλώσσα του σεξ. Είναι παράδειγμα της καθυπόταξης των γυναικών και της διάκρισης με βάση το φύλο. Αυτού του είδους η βία όχι μόνο μετατρέπει το «όχι» μιας γυναίκας σε «ναι», αλλά επίσης διαιωνίζει και επικυρώνει ένα σύνολο έμφυλων κανόνων που προσπαθούν να καταστήσουν τις γυναίκες παθητικά σεξουαλικά αντικείμενα.

* Η Τζοάνα Μπερκ είναι Καθηγήτρια Ιστορίας στο Birkbeck, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και συγγραφέας του βιβλίου «Rape: A History» («Βιασμός: Μια Ιστορία»)

1 ΣτΜ: Απόδοση από τα αγγλικά της φράσης «You scratch my back and I will scratch yours».

Πηγή: Ενθέματα