Η φράση είναι γνωστή και αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή μετά τη δολοφονία Λαμπράκη. Ο τότε πρωθυπουργός υποτίθεται ότι ήταν έκπληκτος από το μέγεθος του παρακράτους και την αυτονόμησή του από τις επίσημες κρατικές λειτουργίες- εντολές. Μπορεί βάσιμα να αμφιβάλλει κανείς για αυτήν την εκδοχή των πραγμάτων. Το αστικό κράτος είχε γεννήσει τον ΙΔΕΑ και οι συζητήσεις περί χούντας διεξάγονταν σε όλα τα κλιμάκια του κατεστημένου- παλάτι, ηγεσία της ΕΡΕ, αμερικανική πρεσβεία, μεγαλοαστική τάξη. Η βία και η νοθεία είχε ενορχηστρωθεί για να επανεκλεγεί ο Καραμανλής το 1961 και να ανακοπεί η ΕΔΑ ενώ οι διακρίσεις εναντίον των αγωνιστών της αριστεράς και των δημοκρατών διατηρούνταν ανέπαφες.

Ads

Η φράση του Καραμανλή είναι ενδεικτική της υποκρισίας σε πολιτικό- θεσμικό επίπεδο των λειτουργών και των πυλώνων εν γένει του αστικού κράτους. Ενώ δημιουργούν τους παράγοντες της πολιτικής ανωμαλίας ως ύστατο όπλο υπεράσπισης του εσώτερου πυρήνα συμφερόντων της άρχουσας τάξης, “εκπλήσσονται” πάντα και “πέφτουν από τα σύννεφα” όταν οι παράγοντες της ανωμαλίας δρουν δημόσια και με εκκωφαντικό τρόπο.

Δεν μπορούμε να περιμένουμε βέβαια κάποιας αντίστοιχης έντασης φράση- ίσως και γενναιότητα βάσει μιας συγκεκριμένης ερμηνείας- από την ακροδεξιά ομάδα Σαμαρά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, τώρα που- μέχρι ενός σημείου πάλι- φαίνεται πόσα στεγανά υπάρχουν σε όλα τα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού και πόσο ισχυρό είναι το παρακράτος. Από τις επισκέψεις του στο Μελιγαλά και την παρουσία του στους Ρέηντζερς και στους Κενταύρους, έως τις χυδαιότητες των “Φαήλων” που έχει επιλέξει για περιβάλλον του, τις προεκλογικές του ρητορείες, τις κορώνες εθνικοφροσύνης και την ενισχυτική για τη Χρυσή Αυγή θεωρία των δύο άκρων, ο Σαμαράς άλλοτε απευθείας και άλλοτε διά των συμβούλων του, μαζί με τους γνωστούς μιντιακούς παπαγάλους φλερτάρουν διαρκώς με τους ψηφοφόρους και με τμήμα των στελεχών της Χρυσής Αυγής.

Από κοινού μετατοπίζουν διαρκώς το δημόσιο λόγο και πρακτική στην ακροδεξιά: πραξικοπήματα εντός της Βουλής, κλείσιμο της ΕΡΤ, καταστολή κάθε λαϊκής κινητοποίησης, αντί- μεταναστευτικός και αντί- αριστερός λόγος και πράξη, εξέλιξη του κοινωνικού αυτοματισμού σε κοινωνικό κανιβαλισμό εις βάρος όποιου διαμαρτύρεται απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, προνομιακές σχέσεις με τη δικαστική λειτουργία, ξεσάλωμα των κολλητών σε βαθμό που προσομοιάζει με τη μετά- σοβιετική εποχή της Ανατολικής Ευρώπης, ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου.

Ads

Ναι βεβαίως, ο Σαμαράς δεν είναι χρυσαυγίτης. Κι αυτό είναι λογικό καθώς οι χρυσαυγίτες δεν είναι ούτε εθνικιστές, όπως ψευδώς και προσχηματικά ισχυρίζονται, ούτε εν γένει ακροδεξιοί: είναι ναζιστές. Βρίσκονται εκτός ορθού λόγου, εκτός νεωτερικότητας όπως αυτή προσδιορίζεται με αφετηρία το Διαφωτισμό και τη γαλλική επανάσταση. Η ψευτό- ιδεολογία τους, δομημένη γύρω από τη μεταφυσική και το κρεσέντο, τρομοκρατικής βίας συνιστά όπως μας έχει δείξει η ιστορία μια ιδιότυπη άρνηση του σύγχρονου κόσμου, δηλαδή αυτού που απελευθερώθηκε από τα μεσαιωνικά σκοτάδια.

Ταυτόχρονα όμως, όπως οι ακροδεξιοί της μεταπολεμικής περιόδου, όπως οι ναζί του μεσοπολέμου, οι χρυσαυγίτες και δη τα ηγετικά τους κλιμάκια γνωρίζουν πολύ καλά και ποιοί τους ταϊζουν και συνεπώς υπηρετούν και σε ποιούς να επιτεθούν. Γι’ αυτό, ενώ εχθρεύονται το φιλελεύθερο στοιχείο των αστικών καθεστώτων, ουδόλως πολεμούν, αντίθετα υπηρετούν πιστά την ουσία του αστικού καθεστώτος, δηλαδή την άρχουσα τάξη και εν προκειμένω- στην Ελλάδα- το παρασιτικό και μεγάλο κεφάλαιο.

Μάλιστα, τόσο ιστορικάμ όσο και σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή έχει αποδειχτεί ότι πέρα από ορισμένα λούμπεν στοιχεία που χρειάζονται απεγνωσμένα μια αίσθηση ταυτότητας, κάποιους παρηκμασμένους ψευτό- διανοουμένους, εκείνους που- σε περιόδους ανόδου του φαινομένου- ηττημένοι και χτυπημένοι από τον καπιταλισμό βιώνουν την κατάσταση του μικροαστικού ριζοσπαστισμού έως ότου βρεθούν μπροστά στις συνέπειες της υποστήριξής τους προς το ναζισμό και ορισμένες ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες, η πλειοψηφία των στελεχών του ηγετικού πυρήνα των ναζιστών δεν είναι παρά παλιάτσοι και πλιατσικολόγοι που δεν πιστεύουν σε τίποτα παρά μόνο στην προσωπική τους εξουσία, ενίοτε εμφορούμενοι από ένα λούμπεν ναρκισσισμό.

Γι’ αυτό και τα στελέχη των χρυσαυγιτών στην πλειοψηφία είναι κοινοί μπράβοι, άτομα του περιθωρίου, απολύτως ελεγχόμενα και εξαρτώμενα από το παρακράτος που επιβίωσε παρά την πτώση της χούντας και σήκωσε κεφάλι εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης για να αποπροσανατολίσει το λαό.

Αν ήθελε το αστικό κράτος, η κυβέρνηση, θα είχαν εκκαθαρίσει το ζήτημα εδώ και πολύ καιρό. Ξέρουν και από ποιες παράνομες δραστηριότητες βγάζουν λεφτά και σε ποιές εγκληματικές συμπεριφορές εμπλέκονται και ποιοί τους εκπαιδεύουν για να δολοφονούν, όπως επίσης τα εσωτερικά τους καρφώματα που θα τους απαξίωναν στον κύκλο των οπαδών τους. Η άρχουσα τάξη τάισε τη Χρυσή Αυγή ώστε να τεθεί επικεφαλής ενός ευρύτερου αντιπολιτικού και άρα αντιδημοκρατικού κλίματος που φούντωσε η κρίση αλλά που καλλιέργησαν τα ΜΜΕ εδώ και κοντά είκοσι χρόνια προκειμένου να ελέγξουν οι ιδιοκτήτες τους επιχειρηματίες πλήρως την πολιτική ζωή της χώρας.

Βρεθήκαμε έτσι με ένα διπλό πρόβλημα, στο πλαίσιο της κρίσης και πέρα από αυτή καθεαυτή την κρίση: το πρόβλημα των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής αλλά και το ευρύτερο ζήτημα του κοινωνικού εκφασισμού. Το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Αντιδημοκράτες, φασίστες ακόμα- ακόμα υπήρχαν πάντα στην ελληνική κοινωνία, όπως και σε κάθε κοινωνία. Όμως δεν είχαν καθαρή κομματική έκφραση- ενσωματώνονταν κυρίως στη Νέα Δημοκρατία- και δεν είχαν απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και κυρίως στη νεολαία.

Η Χρυσή Αυγή πάτησε πάνω στο από χρόνια καλλιεργούμενο κλίμα εκφασισμού, στα αλληλοσυμπληρούμενα συμπλέγματα ανωτερότητας και κατωτερότητας, στο σοκ από τα μνημόνια και στη μετατόπιση του πολιτικού λόγου προς την ακροδεξιά, αφενός δίνοντας μαχητική και ανοδική έκφραση στους φασίστες και σε μερίδες ακροδεξιών, αφετέρου καλλιεργώντας έτι περαιτέρω τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό σε ευρύτερες λαϊκές μάζες, δημιουργώντας δηλαδή μια νέα γενιά ναζιστών- ή έστω εν δυνάμει ναζιστών.

Σε αυτό το πλαίσιο τίθενται μια σειρά ζητημάτων που πρέπει να είναι καθαρά στο δημοκρατικό κόσμο και στην αριστερά αν δε θέλει να παρασυρθούν στις παγίδες στις οποίες έπεσε στο παρελθόν: πρώτον, τα μέτρα της κυβέρνησης κατά της Χρυσής Αυγής έχουν αντικειμενικά υποκριτικά κίνητρα. Ωστόσο πρέπει να υποστηριχθούν και να πιεστούν οι κρατικές λειτουργίες να προχωρήσουν όσο γίνεται πιο βαθιά και πιο γρήγορα με κάθε τρόπο. Μπορεί και σήμερα να υπάρξει ένας Σαρτζετάκης.

Δεύτερον- και ωστόσο- είναι λάθος να περιμένουμε ότι θα ξεμπερδέψουμε με τη Χρυσή Αυγή και σίγουρα με τον εκφασισμό και την ακροδεξιά μετατόπιση της πολιτικής σκηνής χάρη σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Δεν μπορεί να υπάρξει αντιφασιστικό μέτωπο με τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού γιατί οι ίδιες είναι που διατηρούν την αυταρχικοποίηση και την εκτροπή ως όπλο, είτε την επιλέξουν με φόβητρο τη Χρυσή Αυγή, είτε και με τη Χρυσή Αυγή ή κάποιο διάδοχο σχήμα στην προμετωπίδα.  

Η μόνη απάντηση στους ναζί, στο φασισμό, στην ακροδεξιά και στους κύκλους πολιτικής ανωμαλίας είναι ένα λαϊκό κίνημα που θα συνδέσει την αλληλεγγύη μέσα στην κρίση για όλους όσους πλήττονται από την κρίση, τις εργατικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, τις μικρές και μεγαλύτερες νίκες ενάντια στην κυβέρνηση, τη δουλειά στην κοινωνική βάση που θα γεννήσει μια νέα συλλογική ταυτότητα, τη διαμόρφωση ενός μαζικού, λαϊκού κομματικού φορέα, την ανάδυση νέων ρευμάτων τέχνης και διανόησης, την εκπόνηση και υλοποίηση ενός στρατηγικού στόχου για τη μετά την κρίση Ελλάδα που να εμπνέει, την άμεση πάλη ενάντια στα μνημόνια και τη μάχη κατά της Χρυσής Αυγής και του εκφασισμού.

Τρίτον, η αριστερά πρέπει να μην πατάει τις μπανανόφλουδες. Μια από τις πλέον επικίνδυνες για το λαό και ανόητες για την αριστερά φράσεις είναι το “καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται.” Κανείς δεν καταδικάζει κάθε μορφή βίας, ούτε καν το σύνταγμα και οι νόμοι. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη νόμιμη κρατική βία. Υπάρχουν και το ακροτελεύτιο άρθρο του συντάγματος όπως και η νόμιμη άμυνα. Αλλά επιπλέον αυτών, βία είναι για παράδειγμα και η περιφρούρηση μιας απεργίας. Βία εμπεριείχε και ο Μάης του ’68 ή ακόμα παλιότερα η γαλλική επανάσταση. Σε κάθε περίπτωση, η αριστερά για να είναι αριστερά οφείλει να διατηρεί την πολιτική της θεωρία σαφή και τη στρατηγική της στόχευση για αλλαγή οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου σταθερή. Αυτά δεν αναιρούν το γεγονός ότι η δράση της πρέπει να είναι πάντα ώριμη και συλλογική, μακριά από χουλιγκανισμούς και απολίτικες πρακτικές.

Αλλά επιπλέον η αριστερά δεν μπορεί να δέχεται καν το εν λόγω ερώτημα: ήταν αυτή που πολέμησε για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, που έδωσε νεκρούς για αυτούς τους σκοπούς διαχρονικά. Αν κάποιος κατεξοχήν και πάλι θα χτυπηθεί για να υπερασπιστεί τη δημοκρατία θα είναι ο ευρύτερος αριστερός και δημοκρατικός χώρος.

Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που η αριστερά προσχωρεί στη συζήτηση του αντιπάλου περί δήθεν καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται, δέχεται ότι καταδικάζει προκαταβολικά όποια μορφή βίας καταδικάζει και ο αντίπαλός της, δηλαδή τυχόν βία του ώριμου και συγκροτημένου λαϊκού κινήματος εναντίον των ταξικών του αντιπάλων.

Στην Ελλάδα άλλωστε, μετά τον εμφύλιο δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα βίας από τον οργανωμένο αριστερό χώρο. Το μεν αντάρτικο πόλεων αφορούσε ελάχιστες γκρούπες εν πολλοίς διαβρωμένες, η δε βία των κουκουλοφόρων μόνο αριστερή δεν ήταν.

Ούτε οι ίδιοι προσδιορίζονται ως αριστεροί και ούτε είναι τυχαίο ότι αφού επιτέλεσαν το ρόλο τους με αποκορύφωμα τις δολοφονίες στη Μαρφίν αποχώρησαν από το προσκήνιο, χωρίς ποτέ να μάθουμε ποιοί ήταν οι δολοφόνοι.

Αντίθετα, η ναζιστική και η ακροδεξιά, φιλοχουντική βία, που εν τοις πράγμασι ταυτίζονται είναι παρούσες και μαζί με την κρατική- παρακρατική βία δρουν είτε διακηρυγμένα, είτε εμφανώς όπως πλείστα όσα πειστήρια αποδεικνύουν.
 
Άλλωστε, αν κάποιο κόμμα στη μεταπολιτευτική ιστορία βαρύνεται με αίμα, πέραν της Χρυσής Αυγής, αυτό είναι η Νέα Δημοκρατία, χωρίς και πάλι να μπορεί να την ταυτίσει κανείς με τους ναζί. Σήμερα όμως, αυτοί που φέρουν το εν λόγω στίγμα ταυτίζουν Χρυσή Αυγή και ΣΥΡΙΖΑ ή ΚΚΕ, όπως παλιότερα έκαναν και με το ΠΑΣΟΚ- ταυτίζοντάς το ή συνδέοντάς το με τη 17 Νοέμβρη.

Το θράσος τους δεν είναι τυχαίο: αποπειρώνται να αφοπλίσουν και να απαξιώσουν την αριστερά και άρα το ίδιο το λαϊκό κίνημα προκαταβολικά, αν ποτέ δυναμώσει σε επικίνδυνο βαθμό για το κατεστημένο.

Επίσης ανόητο είναι να εξηγεί κανείς το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και του εκφασισμού προβάλλοντας δικά του απωθημένα, μπλέκοντας πρωτεύουσες και τριτεύουσες αιτίες με αποτέλεσμα να φτιάχνει έναν αχταρμά. Δε φταίει γενικά ο δικομματισμός για τον εκφασισμό. Εδώ που τα λέμε μάλλον τον περιόριζε κιόλας.

Δε φταίνε τα σκυλάδικα του ’80. Μπορεί κανείς να εντοπίσει ίσως ίχνη. Αλλά φτάνει πια με τη διαρκή και αντικειμενικά κοινή επίθεση τμημάτων της αριστεράς, αριστερών, δεξιάς και ακροδεξιάς σε μια περίοδο που παρόλα τα προβλήματά της και τις παραφθορές της, που παρόλες τις λανθασμένες επιμέρους και στρατηγικές επιλογές συγκεκριμένων κυβερνήσεων, μας έδωσε την σταθερότητερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη επίσης από οποτεδήποτε στο παρελθόν.

Τέταρτον, για όλους τους παραπάνω λόγους, ούτε η Χρυσή Αυγή, ούτε ο εκφασισμός θα σβήσουν εύκολα και γρήγορα. Προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες όσοι βιάζονται να μιλήσουν για εξαφάνιση της επιρροής των ναζί λόγω της όποιας πιθανής δημοσκοπικής τους πτώσης, που καταρχήν φαίνεται να είναι ούτως ή άλλως πολύ μικρή.
 
Αγνοούν ή παραγνωρίζουν συνειδητά ότι το φαινόμενο έχει βαθύτερες ρίζες και στο παρακράτος και στον αποπροσανατολισμό ευρυτέρων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Στις επερχόμενες εκλογές μάλιστα πιθανότατα δε θα πάμε με κεντρικό θέμα συζήτησης  τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και όσων ακόμα εγκλημάτων έχει διαπράξει η Χρυσή Αυγή αλλά με θέμα την επίταση της κρίσης και τις διαρκείς επιθέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ και σε όλη την αριστερά. Την αριστερά θα χρίζει παράγοντα ανωμαλίας το κατεστημένο, εναντίον της θα ασκεί εκφοβιστικές πολιτικές όπως έκανε και πριν τις εκλογές του 2012.

Αν μάλιστα συγκροτηθεί αριστερή κυβέρνηση που πραγματικά θα συγκρουστεί με τα μνημόνια, τότε η Χρυσή Αυγή “αποκαθαρμένη” πλήρως από τους συστημικούς παπαγάλους θα αναλάβει τον κεντρικό ρόλο της εσωτερικής αποσταθεροποίησης.

Εν κατακλείδι, έρχονται δύσκολες μέρες για το λαό και τις ελευθερίες του. Για τη δημοκρατία και την πολιτική ομαλότητα. Αν θέλουμε να υπερασπιστούμε την ύπαρξή μας ως κοινωνίας σύγχρονης και με ελπίδες εξόδου από την κρίση οφείλουμε να αφήσουμε τις αυταπάτες και να πάψουμε να προσχωρούμε στο στημένο παιχνίδι του αντιπάλου. Ο ναζισμός και ο ευρύτερος εκφασισμός δε θα εξαφανιστούν από αυτούς που τους έθρεψαν αλλά από εμάς που θα τους υποστούμε στο πετσί μας αν δε δράσουμε ώριμα, συγκροτημένα, έγκαιρα και αποφασιστικά.