Κόντρα στις φωνές της εθελοδουλίας η αντιπολίτευση  προτείνει με σθένος την διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και την επιστροφή στην στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Κόντρα στην φωνή του (φαινόμενου) παραλογισμού της συγκυβέρνησης  η αντιπολίτευση προτείνει επάνοδο στην στοιχειώδη λογική δηλαδή στην εγκατάλειψη της αντιαναπτυξιακής λιτότητας για την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη. Είναι πλέον σαφές στο ευρύ κοινό ότι μέσα στην πανσπερμία οικονομικών πολιτικών, στο εσωτερικό του καπιταλισμού, διακρίνονται δυο ομάδες: από το ένα μέρος πολιτικές με κοινό παρανομαστή την ενεργοποίηση της οικονομάς με κρατική δαπάνη και ενίσχυση της ζήτησης και από το άλλο η γνωστή πολιτική που μαστίζει την Ευρώπη και κατέστρεψε τη χώρα μας.

Ads

Λιτότητα, και ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί αποτελούν  το σύγχρονο δόγμα οικονομικής πολιτικής σε όλο περίπου το εύρος της ΕΕ και ειδικότερα της ΕΖ (με τις αντίρροπες αντιδράσεις της Γαλλίας και Ιταλίας να έρχονται  εν έτη 2014, πολύ αργά, χωρίς σαφή έκβαση και χωρίς την αναγκαία καθολικότητα και συλλογικότητα). Στις χώρες του Νότου με μνημόνια  και σε βαθύτερη κρίση λόγω χρεών το δόγμα επιβλήθηκε άκοπα. Οι «σοφοί» της τρόικας – για  μεγάλο χρονικό διάστημα σε ομοφωνία μεταξύ τους – προσπάθησαν να πείσουν την ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα ότι εφήρμοζαν λύση σωτηρίας : Ότι  εν μέσω κρίσης η οικονομική πολιτική της λιτότητας, της περικοπής μισθών  και των χαμηλών κρατικών δαπανών (αναπτυξιακών και προνοιακών) θα απέδιδε καρπούς: θα έλυνε  τα προβλήματα και θα οδηγούσε στην ανάπτυξη. Και όλα αυτά με  ένα  μεγάλο μη μειούμενο ,ουσιαστικά, χρέος.

Η Ιστορία διδάσκει.  Ποιοι όμως θέλουν να διδαχθούν ; ( Θέλουν πράγματι τα σημερινά  οικονομικά κέντρα που  επιβάλλουν τις πολιτικές εξόντωσης των λαών για ίδιο όφελος   να αποφύγουν, διδασκόμενοι και αλλάζοντας κατεύθυνση, τις ανθρωπιστικές κοινωνικές και οικονομικές τραγωδίες 😉

Το ζήτημα των εναλλακτικών πολιτικών, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, έχει ιστορικό βάθος: έρχεται και επανέρχεται όπως και οι οικονομικές κρίσεις. Σε ότι έπεται καταγράφονται  ιστορικές αναφορές: μια από τις ΗΠΑ και  την κρίση του 1929 και δύο από τη Γερμανία (από την μεσοπολεμική κρίση αλλά και από την πρόσφατη μεταπολεμική περίοδο).

Ads

Ο Χούβερ έμεινε στην ιστορία ως ο χειρότερες πρόεδρος των ΗΠΑ: Εν μέσω φλεγόμενης και καταρρέουσας αμερικανικής οικονομίας, μετά το  κραχ του 1929,  ήθελε να αντιμετωπίσει την κρίση με λιτότητα και  περιορισμό των ελλειμμάτων με την μείωση των δημόσιων δαπανών.  Ένα άλλος πολιτικός , ο Ρούσβελτ,  πρόεδρος  στην ιδία χώρα  στην ίδια περίοδο κρίσης, υιοθέτησε τις εισηγήσεις που πήγαζαν από την θεωρία του Κέυνς στη άλλη μεριά του ατλαντικού. Ενίσχυση της ζήτησης, αύξηση κρατικών δαπανών, τροφοδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας και τα συμπαρομαρτούντα. Οι ΗΠΑ βγήκαν  από την κρίση (ενώ πολιτικές της ίδιας φιλοσοφίας επικρατήσαν και στην μεταπολεμική Ευρώπη και Αμερική με τα γνωστά θετικά αποτελέσματα).

Ο καγκελάριος Μπρίνινγκ στην ίδια οικονομική κρίση – που είχε και πάλι όπως σήμερα ξεκινήσει από την Αμερική – εφήρμοσε πολιτικές λιτότητας ευελπιστώντας ότι θα πείσει τις αγορές για την αξιοπιστία του και θα επιτύχει κούρεμα χρέους. Τα αποτελέσματα γνωστά από την ιστορία (αλλά και τα τεκταινόμενα σήμερα στην Ελλάδα) : δραματική συρρίκνωση της οικονομίας , μεγάλη ανεργία, φτωχοποίηση των μεσαίων στρωμάτων.

Η οικονομική απόγνωση αλλά και τα απόνερα της ταπείνωσης του γερμανικού λαού από τις ήττες και τις πιεστικές διεθνείς συνθήκες δημιούργησαν «πεδίο δόξης λαμπρό» για δημαγωγικές υποσχέσεις, ακραίες εθνικιστικές αντιλήψεις, και   την άνοδο του ναζισμού. Ο Χίτλερ  εξήγγειλε κρατικές δαπάνες, αναπτυξιακή  στροφή και θέσεις εργασίας. Η προσέγγιση της αύξησης δημόσιων δαπανών λειτούργησε για άλλη μια φορά  αλλά με μοιραίο τρόπο προσανατολισμένη όπως ήταν στις πολεμικές δαπάνες.  Ο ηγέτης ήταν παράφρων, τα οικονομικά συμφέροντα στήριξης του πανίσχυρα, η κοινωνία αποσυντονισμένη από την εξαθλίωση. Ο Μπρίνινγκ δια χειρός Χίτλερ είχε οδηγήσει τη χώρα του στο ναζισμό και τον πόλεμο: Ήταν εν πολλοίς μια καταστροφική πολιτική μείωσης δαπανών , από τον πρώτο, την πιο ακατάλληλη περίοδο,  που έφερε τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα για την Γερμανία ,την Ευρώπη ,τον κόσμο.

Η διελκυστίνδα δαπάνες – λιτότητα δεν σταμάτησε ποτέ. Προ του 2003, πριν ο Σρέντερ ανακοινώσει «την ατζέντα 2010» καθοδηγώντας  την αλλαγή οικονομικής πολιτικής πλεύσης ο τότε υπουργός οικονομικών  Χανς ¨Αιχελ  εφήρμοζε σκληρή πολιτική λιτότητας με αύξηση φορολογίας, μείωση μισθών και δαπανών πάσης φύσεως.  Το αποτέλεσμα  κάθε άλλο παρά δικαίωσε τα μέσα του.  Αντί της σταθεροποίησης η Γερμανία οδηγήθηκε σε μια στάσιμη οικονομία και αύξηση της ανέργων σε 5 εκατομμύρια . Η χώρα βρέθηκε σε οικονομικό μαρασμό με τις Βρυξέλλες την ίδια περίοδο να  υποδεικνύουν την συνέχιση της λιτότητας. Ο Σρέντερ αγνόησε επιδεικτικά το ιερατείο των Βρυξελών και κατάδειξε, δια του αποτελέσματος, το γεγονος ότι οικονομική ανάκαμψη με περιορισμό της ζήτησης και  μείωση  αναπτυξιακών δαπανών συνιστά φαντασιοκοπία.

Η κυρία Μέρκελ ήταν παραπάνω από τυχερή. Το αναπτυξιακό σκέλος των πολιτικών του Σρέντερ ήταν αυτό που της έδωσε το υπόβαθρο  για την ανάπτυξη της Γερμανίας  σε σχέση με την δεινή  οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Είναι άγνωστο που ακριβώς θα βρισκόταν η Γερμάνια χωρίς την αγνόηση των Βρυξελών και το  «το διάλειμμα» Σρέντερ : Που θα βρισκόταν η πρώτη  σήμερα ευρωπαϊκή οικονομία αν εφήρμοζε τις προς τρίτους «διδασκαλίες της». Σήμερα  η καγκελάριος της ζητεί από τους Ευρωπαίους  εταίρους της να κάνουν τα λάθη που έκανε η χώρα της στο απώτερο αλλά και πρόσφατο παρελθόν.  Ζητεί, επί πλέον,  απ όλους να παραμερίσουν το γεγονος ότι είναι πρωταθλήτρια στις διαγραφές χρεών ( μεταξύ των οποίων η διαγραφή του 1953  είναι μια μόνο). Να ξεχάσουν  ότι αυτές ακριβώς αποτέλεσαν την προϋπόθεση sine qua non της  σημερινής της οικονομικής θέσης. Ζητάει να ξεχάσουν τη αναγκαστικό δάνειο της ελληνικής κατοχής και την ασύστολη αθέτηση των υποχρεώσεων της.

Ως προς τις ιστορικές αναφορές που κατατέθηκαν, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η πρώτη  επισήμανση αφορά στην πολιτική Σρέντερ στο άλλο σκέλος των πολιτικών του δηλαδή του  περιορισμού μισθών. Ο πρώην καγκελάριος – αγνόησε σε αυτό το σκέλος τις ρίζες του και τα κοινωνικά του    ερείσματα. Αποδοκιμάστηκε. Έχασε τις εκλογές. Στη πολιτική συλλογική συνείδηση μένει ως ένας εκ των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών ηγετών που αλλοίωσαν πλήρως τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και «έβαλαν πλάτη» στην εξομοίωση σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών κομμάτων.

Η δεύτερη επισήμανση αφορά στην εφαρμοσιμότητα της ιστορικής εμπειρίας στο παρόν. Οι θιασώτες  του νεοφιλελευθερισμού ,  φροντίζουν πάντοτε να μας υπενθυμίζουν «ότι άλλαξαν οι καιροί» : αόριστα και  χωρίς περαιτέρω σοβαρά επιχειρήματα.  Η υπενθύμιση αυτή έχει αξία μόνο όταν γίνεται με τρόπο  απολύτως συγκεκριμένο και τεκμηριωμένο: Σε ποιους τομείς, με ποιον τρόπο και τι αυτή η αλλαγή χρόνου επιβάλλει στις επιτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος ώστε να γίνουν επίκαιρες και εφαρμόσιμες στο παρόν; Σε κάθε περίπτωση η δεκαετία του 2000 δεν απέχει πολύ από το σήμερα (και οι δυο φάσεις είναι εγγεγραμμένες στην ίδια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.). Η ποιοτική διαφορά είναι η κρίση και είναι τεράστια. Στους θιασώτες του δόγματος της λιτότητας λοιπόν πρέπει να επισημανθούν πολλά αλλά και τα ακόλουθα: 1/  Ότι ακριβώς στις περιόδους κρίσης η λιτότητα και η μείωση κρατικών δαπανών  είναι αυτοτροφοδοτουμένη καταστροφή.  2/ ¨Ότι  βρισκόμαστε πλέον στο στάδιο της διάψευσης των θεωριών τους:  Είμαστε εντός εργαστηρίου κοινωνικό – οικονομικών πειραμάτων  (Ελλάδα, ευρωπαϊκός νότος)  όπου εφαρμόστηκαν οι αναχρονιστικές συνταγές τους και απέτυχαν. Οι θεωρίες τους σαθρές ως τέτοιες διαψεύστηκαν με άφατη ανθρώπινη δυστυχία κάποτε και  με θάνατο στα «εργαστήρια» πειραματισμού και αγνόησης της ανθρώπινης ζωής. 3/ Ότι με παράβαση των χρυσών κανόνων των Βρυξελών συντελέστηκε το πρόσφατο Γερμανικό θαύμα.

Είναι άραγε απορίας άξιο το γεγονος ότι  ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από το « τι θα κάνετε αν σας αρνηθούν; »  αντί της συστρατεύσης επί των  αδιαφιλονίκητης ορθότητας των απαιτήσεων της χώρας μας; Για ορισμένους, ναι, είναι πράγματι απορίας άξιο. Για άλλους – τα μέλη της συγκυβέρνησης, τα κέντρα που τα επηρεάζουν και τους  πεισμένους από την εξοντωτική προπαγάνδα   –  δεν υπάρχει απορία: η απάντηση είναι γνωστή.

*Η Ελευθερία Καρνάβου είναι Ομότιμη καθηγήτρια περιφερειακής οικονομικής πολιτικής στο AΠΘ.