Δ​​εν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, δυστυχώς, να διεκτραγωδήσουμε την κατάσταση του Τύπου, στην Ελλάδα και διεθνώς. Πάνε πολλά χρόνια που το χαρτί νικήθηκε από το γυαλί της μικρής οθόνης, ενώ μετά το γύρισμα της χιλιετίας το γυαλί της τηλεόρασης, ελάχιστα ποιοτικό όπως ήταν, ηττήθηκε από το γυαλί της οθόνης του υπολογιστή, και του κινητού βέβαια.

Ads

Από ήττα σε ήττα, οι πωλήσεις των εφημερίδων είναι πια εξαιρετικά χαμηλές. Φτάνει – δεν φτάνει τα ογδόντα χιλιάδες φύλλα, αθροιστικά, η ημερήσια κυκλοφορία τους στη χώρα μας, με τα κίτρινα και τα ροζ έντυπα στις πρώτες θέσεις. Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα το άθροισμα των πωλούμενων φύλλων ξεπερνούσε το 1.000.000. Ημερησίως.

Επίσης χαμηλό είναι το μερίδιο των εφημερίδων στη διαφημιστική πίτα, που μειώθηκε σοβαρά, λόγω και της κρίσης· σχηματικά, από τη λαχταριστή βασιλόπιτα, ικανή να χορτάσει πολλούς, υποβιβαστήκαμε σ’ ένα ταπεινό κομμάτι κέικ. Να μην παραλείψουμε πάντως να θυμηθούμε εδώ μία από τις παραμέτρους της πολιτικοεπικοινωνιακής παράδοσής μας.

Μιλάω για τη μεθοδική εμμονή με την οποία κρατικοί λειτουργοί, αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις της επιρροής τους, ενίσχυαν λαθρόβια έντυπα με ακριβές ρεκλάμες. Είκοσι εννέα κατασκευαστές πλυντηρίων χρήματος συνιστούν διαπλοκέξ…

Ads

Η μικρή κυκλοφορία και οι λίγες διαφημίσεις υπονομεύουν την επιβίωση των Μέσων και υποθηκεύουν την ελευθερία τους. Την ανεξαρτησία τους. Το οξυγόνο τους. Το δράμα ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια μας τα τελευταία χρόνια. Και παρότι αρκετοί επέλεγαν να κρατούν κλειστό τον έναν ή και τους δύο οφθαλμούς τους, δεν μπορεί παρά να το είδαμε οι συντριπτικά περισσότεροι, να το νιώσαμε, ν’ ακούσαμε τον ήχο της κατάρρευσης. Εφημερίδες και κανάλια που έμοιαζαν παντοδύναμα δεν έφτασαν απλώς στο χείλος του γκρεμού, αλλά το πέρασαν. Αλλα φύλλα περισώθηκαν την ύστατη ώρα, με βαρύ κόστος, αποτυπωμένο και στην αλλαγή πλεύσης τους, ευκρινή ακόμα και στον οπαδικό ποδοσφαιρικό προσανατολισμό τους. Δεν είναι πρωτόγνωρο, αλλά συνήθως τηρούνταν τα προσχήματα.

Τον γκρεμό δεν τον άνοιξε η κακιά η ώρα ή το κακό το ριζικό μας. Δεν τον άνοιξε επίσης η συντριπτική πλειονότητα του δημοσιογραφικού σώματος, η οποία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τη διαβόητη τέταρτη εξουσία, που την προσωποποιούν και τη νέμονται οι μιντιάρχες και οι «ονοματεπώνυμοι» του δημοσιογραφικού επαγγέλματος· ορισμένοι εξ αυτών εκμυστηρεύτηκαν ανενδοίαστα ότι, για να σώσουν την πατρίδα, είπαν ψέματα ή διαστρέβλωσαν –ενσυνείδητα αλλά όχι φυσικά και ευσυνείδητα– ειδήσεις και πληροφορίες. Τώρα ετοιμάζονται να πολιτευτούν. Για να σώσουν την πατρίδα και από άλλο πόστο.

Τον καταποτήρα γκρεμό τον άνοιξαν τα τεράστια τραπεζικά δάνεια, που δεν προορίζονταν για τη βελτίωση του δανειζόμενου Μέσου, αλλά για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών αναγκών, ή μάλλον πολυτελών επιθυμιών. Πρόκειται, όπως θυμούνται όσοι πάσχουν από την αρρώστια της μνήμης, για δάνεια που χορηγούνταν από γενναιόδωρες τράπεζες με μοναδική εγγύηση τον «αέρα», το «κύρος» που είχε κληροδοτήσει η παράδοση. Και για να ενδώσω στον λαϊκισμό, στο βάθεμα και στο πλάτεμα του γκρεμού συνέβαλαν και οι εκπλειστηριαζόμενες πλέον βίλες, όσες υψώθηκαν με τσιμέντο και σιδερόβεργες αγορασμένες από ένα υπερκατάστημα παλαιόθεν γνωστό με την επωνυμία «Υπεροψία και Μέθη».

Παρά τις απολύσεις εργαζομένων, στο όνομα του εξορθολογισμού, παρά τις αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών που υπέστησαν οι εκτός βεντετικού συστήματος δημοσιογράφοι, και παρότι υπάρχουν ακόμα καλές εφημερίδες, με όλη τη στράτευσή τους, ο έντυπος Τύπος εξακολουθεί να χειμάζεται. Ακόμα και οι εθισμένοι αναγνώστες, αυτοί που μόλις έφταναν στον τόπο των διακοπών τους, λ.χ., έψαχναν όλο αγωνία να εντοπίσουν πρώτα το μαγαζάκι που πουλάει εφημερίδες κι ύστερα την καλή ταβέρνα, τώρα τους γύρισαν την πλάτη. Αλλοι επειδή αναγκάστηκαν να κάνουν οικονομία και σε αυτό. Αλλοι επειδή κάποια στιγμή, και με αφορμή τις σεξιστικές, ρατσιστικές ή σωβινιστικές αθλιότητες των σεσημασμένων ρυπαροφυλλάδων, αποφάσισαν να ενστερνιστούν το λαϊκιστικής κοπής σύνθημα «Αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι» στη σαρωτικότερη δυνατή εκδοχή του, και να κάψουν στο τζάκι της αυθαίρετης γενίκευσης τα κίτρινα φύλλα μαζί με τα χλωρά.

Η υπεσχημένη και πολλάκις αναγγελθείσα και από τη σημερινή κυβέρνηση ενίσχυση των έντυπων μέσων ενημέρωσης, όχι με ναυαγοσωστικά επιδόματα ή εξαρτησιογόνα δάνεια, αλλά με τη θεσμοθέτηση μέτρων μακράς πνοής, κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, είναι μια υπόθεση που επιγράφεται «Απολεσθέντα αντικείμενα» ή «Αναμείνατε στο ακουστικό σας». Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που, υπό τις διάφορες ονομασίες της μετεξέλιξής του, πολιτεύτηκε υποσχόμενος την ανεξαρτησία και το μη κομματικό καπέλωμα των κρατικών μέσων ενημέρωσης, υπέκυψε γρήγορα στον πειρασμό του ελέγχου τους. Θαρρείς και οι υποσχέσεις ήταν άλλου παπά βαγγέλιο.

Το μαύρο στην ΕΡΤ, μια απεχθής στιγμή απόλυτου σκοταδισμού, στο τελετουργικό της οποίας πρωταγωνίστησε, φανταστείτε, δημοσιογράφος, δεν οδήγησε σε μιαν άνοιξη που φαινόταν τόσο εύκολη και τόσο αυτονόητη. Ακόμα και ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες έγινε με τέτοιο τσαπατσούλικο τρόπο, που τελικά αδίκησε και συκοφάντησε το όλο εγχείρημα, αφού ό,τι κυρίως απόμεινε στη συλλογική μνήμη είναι το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και τα διαβόητα αγροτεμάχια της Ιθάκης. Κρίμα.

Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν χρειάζονταν πολλά για να φανεί η διαφορά, με δεδομένη τη φανατική μέχρι ταλιμπανισμού στράτευση των ιδιωτικών διαύλων, οι οποίοι απλώς αδιαφορούν, και μάλιστα παγερά, για τις πρόνοιες που εισήγαγε στο Σύνταγμα ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001. Τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, για όσους υποκρίνονται ότι δεν το θυμούνται, δεν είναι εφημερίδες, άρα δεν απολαύουν της προστασίας του άρθρου 14 του Συντάγματος. Η δική τους λειτουργία διέπεται από το άρθρο 15, το οποίο ορίζει, όπως επιμένει να θυμίζει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης Γιώργος Σωτηρέλης, ότι τα ιδιωτικά κανάλια «υπάγονται ρητά στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Οχι βέβαια, πλέον, υπό την έννοια της κρατικής ιδιοκτησίας ή ενός γενικού και αόριστου ελέγχου, αλλά υπό την έννοια της εποπτείας, που ασκείται για λογαριασμό του κράτους από Ανεξάρτητη Αρχή (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης), προκειμένου να διασφαλιστούν τρεις βασικές και ρητά αναφερόμενες συνταγματικές αρχές (ισότητα, αντικειμενικότητα και ποιότητα), οι οποίες οριοθετούν την έννοια του ραδιοτηλεοπτικού πλουραλισμού, ως απαρέγκλιτο θεσμικό αντίβαρο απέναντι στη μονομερή ραδιοτηλεοπτική ενημέρωση». Βαριές λέξεις: Ισότητα, Αντικειμενικότητα, Ποιότητα. Αλλά γι’ αυτές την άλλη Κυριακή.

*Ομιλία στο συνέδριο «Ενημέρωση και Δημοκρατία», που οργάνωσε το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (Μέγαρο Μουσικής, 13-15.12.2018).

Πηγή: Η Καθημερινή