Η τυπολογία της λογοκρισίας είναι προϊόν ετεροκαθορισμού.

Ads

Δηλαδή δεν είναι προϊόν της οντολογίας της λογοκριτέας πράξης, αλλά του πλαισίου στο οποίο αυτή εκφέρεται: Με άλλον τρόπο υποστασιοποιεί τη λογοκρισία ένα φιλελεύθερο, με άλλον ένα αυταρχικό, πολλώ δε μάλλον ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα.

Η λογοκρισία, λοιπόν, είναι προϊόν του πλαισίου μάλλον παρά του περιεχομένου.

Το πλαίσιο υπαγορεύει τι λέγεται και τι όχι. Άλλα πράγματα επιτρέπονται σε μία παρέα φίλων που σε μία ταβέρνα σχολιάζουν τα τεκταινόμενα, άλλα πράγματα όταν το κάνουν σε ένα πάνελ ενός συνεδρίου, και άλλα όταν δύο από αυτούς είναι δημόσιοι λειτουργοί και βρίσκονται σε υπηρεσία.

Ads

Είναι ο χώρος και ο χρόνος που καθορίζουν το όριο της παύσης της ελευθερίας, τη «στιγμή του ‘κόφτη’».

Είναι οι δύο διαστάσεις της ύλης που ουσιαστικά υπαγορεύουν τo θεμιτό ή το αθέμιτο στην ύλη του λόγου.

Ο χώρος και ο χρόνος υπαγορεύουν το ποιόν του λόγου μας. Άλλοι κανόνες ισχύουν για το ιδιωτικό, άλλοι για το δημόσιο, με όποιες δυσκολίες η διάκριση αυτή συνεπάγεται.

Άλλοι για τους ασκούντες δημόσια εξουσία, άλλοι για τους μη ασκούντες. Άλλοι για τους ανηλίκους και άλλοι για τους ενηλίκους.

Άλλοι για τον ρατσιστή ιερωμένο που γυρνάει σπίτι του και γελοιοποιεί στο οικείο του περιβάλλον τους ομοφυλόφιλους του ποιμνίου του, και άλλοι για το ίδιο πρόσωπο σε ώρα κηρύγματος.

Η λογοκρισία λοιπόν είναι, πρώτα απ’ όλα, κυρίως τομές που καμία γραμμική ερμηνεία δεν μπορεί να ερμηνεύσει, ούτε φυσικά να καθορίσει.

Η λογοκρισία, όμως, είναι και συνέχειες στο χρόνο. Μιλώντας για ελληνικές –αντί άλλου παραδείγματος– συνέχειες στη μηχανική της λογοκρισίας, πρέπει να εντοπίσουμε ότι υπάρχει ένα νήμα το οποίο ενώνει τις διαδηλώσεις στα αθηναϊκά σινεμά που προβάλλουν τον Τελευταίο Πειρασμό, τα ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του βιβλίου Μν του Ανδρουλάκη, την «Υπόθεση ‘Outlook’» το 2004, τον «Παστίτσιο» το 2013 ή τις χρυσαυγίτικες αγκαλιές με τον μητροπολίτη Πειραιώς με αφορμή το Corpus Christi στο «Χυτήριο».

Παρεμπιπτόντως, τα προαναφερθέντα έργα τέχνης αποτελούν δημιουργίες άνισες: κάποιες άξιες μνείας, κάποιες όχι. Δεν είναι μόνο τα αριστουργήματα που λογοκρίνονται.

Τα περιστατικά αυτά συνεχίζονται με δύο τρόπους: Είτε κάποιοι «αγανακτισμένοι» επεμβαίνουν και το κράτος τούς παρακολουθεί χωρίς να τους πειράζει, είτε το κράτος –πιο σπάνια– κάνει μόνο του τη δουλειά.

Σε κάθε περίπτωση, σχεδόν κάθε φορά που η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο, τα θύματα της λογοκρισίας αθωώνονται, αλλά η δουλειά έχει γίνει.

Από την άλλη, η προληπτική λογοκρισία, κατεξοχήν θεσμοποιημένος τύπος επί Χούντας, φυσικά δεν υπάρχει. Πλέον έχει αποκτήσει μορφές άτυπες και μη εντοπίσιμες στον δημόσιο χώρο.

Τα κίνητρα μιας προληπτικής λογοκριτικής παρέμβασης δεν είναι πλέον ο φόβος της Επιτροπής Λογοκρισίας, όπως άλλοτε, αλλά η ανάγκη της συμμόρφωσης με αυτά που ζητάει ο εκάστοτε ιθύνων.

Η λέξη «λογοκρισία» δημόσια αποδοκιμάζεται πλέον ακόμα και από τους ίδιους τους λογοκριτές. Σήμερα δεν είναι μόνο το έθνος, η θρησκεία ή άλλες μεγάλες αξίες που στέκουν ως τα σκιάχτρα των περιορισμών του λόγου, αλλά η αγορά.

Η αγορά με τον δικό της –ιδιόμορφα παραγωγικό– τρόπο κατευθύνει την ανθρώπινη δημιουργία. Υπό την έννοια αυτή, η λογοκρισία πλέον δεν συγκροτείται πάνω στο αρχετυπικό «απαγορεύεται» της καταστολής, αλλά στους πολλαπλούς κοινωνικούς και εμπορικούς καταναγκασμούς ή συμβάσεις μιας αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, που διαμορφώνουν λόγο.

Η λογοκρισία δεν είναι μόνο το «απαγορεύεται», και η καταστολή δίνει τη θέση της στη παραγωγή εγγενώς αυτολογοκριμένου λόγου. Έτσι, επανέρχονται το ερώτημα και η απειλή της ολίσθησης σε έναν υπερμεταμοντέρνο αποδομητισμό: Αν όλα είναι λογοκρισία, τι πραγματικά είναι λογοκρισία;
 
ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ (ΑΝ)ΑΣΦΑΛΕΙΑ
 
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σε ένα πρόσφατο κείμενό του μας θύμισε το εξής:

«Στις Μέρες του ’36 (1972) και στο Θίασο (1974), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, επιχειρώντας να αποφύγει τη λογοκρισία, επινόησε τρόπους υπαινικτικούς και έκφραση αλληγορική, αποδεικνύοντας ότι η λογοκρισία έχει και μία παραγωγική διάσταση καθώς δυνάμει μπορεί να αποτελέσει μία διαδικασία που δημιουργεί νέους τρόπους επικοινωνίας: «Αν είχα εκφραστεί ελεύθερα, σίγουρα θα μου είχαν επιβάλει λογοκρισία. Έπρεπε να εφεύρω έναν άλλο τρόπο.

Καθετί σημαντικό σε αυτή την ταινία, προσπάθησα να το βάλω πίσω από κλειστές πόρτες, ή να λέγεται στο τηλέφωνο, ή να μη λέγεται καθόλου, ή να ψιθυρίζεται.

Η Δικτατορία είναι καταγεγραμμένη στη δομή της ίδιας της ταινίας. Έτσι, τη γύρισα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής να καταλάβει πως ήταν θέμα λογοκρισίας». Ακόμα κι έτσι, ο Γεωργαλάς αντιλαμβάνεται τη στρατηγική του και τον καλεί στο γραφείο του για να του πει: “Κοιτάξτε, κύριε Αγγελόπουλε, είμαστε παρά πολύ δυνατοί. Δεν φοβόμαστε τίποτα, κάντε ό,τι θέλετε”».1

Θα κλείσουμε με τον Σπινόζα πάλι. Για εκείνον, η ελευθερία έκφρασης και λόγου δεν αντιβαίνει στον απόλυτο χαρακτήρα του κράτους. Αντιθέτως, ένα κράτος που περιορίζει τις ελευθερίες αυτές είναι ένα κράτος που έχει λόγους να φοβάται, είναι κράτος μερικό και σχετικό, χάνει κάτι από τον απόλυτο χαρακτήρα του.2 

Όσο πιο τυραννικό και καταπιεστικό είναι ένα κράτος, όσο περισσότερο περιορίζει τις πολιτικές ελευθερίες, τόσο πιο αδύναμο είναι κατ’ ουσίαν και, κατά τον Σπινόζα, τόσο πιο κοντά στην καταστροφή του βρίσκεται.

Έτσι, ένα τυραννικό και καταπιεστικό καθεστώς μπορεί να παρουσιάζεται ως ισχυρό, αλλά, στην πραγματικότητα, είναι αδύναμο και ασταθές.

Γι’ αυτό και το αληθινά δυνατό κράτος είναι εκείνο που παραχωρεί στους πολίτες του όσο το δυνατόν ευρύτερη ελευθερία γνώμης και έκφρασης.

Και αυτό το κάνει διότι είναι πραγματικά ασφαλές. Υποστασιοποιεί, όμως, την ασφάλειά του με έναν τρόπο ξεχασμένο πλέον: την ασφάλεια ως αίσθηση γαλήνης ή ισορροπίας και όχι την ασφάλεια ως έναν μανιασμένο αγώνα προστασίας.

Κατά παράδοξο τρόπο ίσως, λοιπόν, και ξέρω ότι εδώ μπορεί να δημιουργείται μία αμηχανία, ο αγώνας εναντίον της λογοκρισίας είναι ο αγώνας για ένα αληθινά ασφαλές και δυνατό κράτος.

Όχι όμως δυνατό υπό την έννοια της κτηνώδους ισχύος του και της πανοπτικής του δυνατότητας, αλλά υπό την έννοια της αυτοπεποίθησης της πολιτικής κοινότητας ως ζητούμενου.

Της ικανότητάς της, δηλαδή, να ενσωματώνει τις αντιθέσεις στον δημόσιο λόγο και να προλαμβάνει έτσι τη μετατροπή τους σε πραγματική βία, αποφορτίζοντας και εξορθολογίζοντας τον a priori αγωνιστικό χαρακτήρα κάθε δημοκρατίας.

Το λογοκριτικό παράδοξο έγκειται ακριβώς σε αυτό: Αφενός, η λογοκρισία είναι ασύλληπτη εκτός σχέσεων εξουσίας, και αφετέρου, όσο πιο ισχυρή νιώθει πως είναι η εξουσία, τόσο λιγότερο λογοκρίνει.

Όμως, ένα τέτοιο ασφαλές κράτος δεν μπορεί να υπάρχει σε συνθήκες βαθιάς ανισότητας, διότι, όταν οι άνθρωποι είναι άνισοι, τότε το κράτος δεν έχει κανέναν λόγο να είναι ασφαλές (εκτός κι αν είναι ανόητο).

Παραδόξως και πάλι, ο αγώνας εναντίον της λογοκρισίας είναι αγώνας για την ισότητα και την ελευθερία μαζί. Ειδάλλως, μάλλον μένει στην καλή προαίρεση μιας μονίμως ματαιωμένης φιλελεύθερης προσδοκίας.

Απόσπασμα από την έκδοση «Η Λογοκρισία στην Ελλάδα».

Επιμέλεια: Πηνελόπη Πετσίνη – Δημήτρης Χριστόπουλος.

Έκδοση Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ 2016.

Ο συλλογικός αυτός τόμος επιχειρεί να αναδείξει για πρώτη φορά την ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα σε μία αυτοτελή ενιαία αφήγηση μέσα από ετερόκλητα στιγμιότυπα λόγου, από τις εικαστικές τέχνες ως τη δημοσιογραφία και από τον κινηματογράφο ως τη λογοτεχνία ή τη φωτογραφία.

Περιέχει επεξεργασμένες αρκετές από τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στο ομώνυμο συνέδριο που διοργάνωσε το Τμήμα  Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και το γραφείο Αθηνών του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθώς και μία σειρά δοκιμίων τα οποία αξιολογήθηκαν ότι προσθέτουν στην προβληματική του φαινομένου. 

Διαθέσιμο εδώ: https://rosalux.gr/publication/i-logokrisia-stin-ellada
 
 —————————————————-

1 Μπουρνάζος, Στ. – Παναγιωτόπουλος, Ν. – Πετσίνη, Π. – Χριστόπουλος, Δ. (2015). «Λογοκρισίες στην Ελλάδα: Το πρώτο συνέδριο για τη λογοκρισία στη χώρα μας». Ενθέματα της Αυγής, 13/12/2015, σσ. 34-35.
 

2  Στυλιανού A. (2006). Θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου. Από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ. Αθήνα: Πόλις, σ. 194.