Οι πέντε βασικοί άνθρωποι-κλειδιά για το ζήτημα της ελληνικής κρίσης συναντήθηκαν το βράδυ της 1ης Ιουνίου στο Βερολίνο και συζήτησαν την στάση που πρέπει να κρατήσει η πλευρά των δανειστών στο τελικό στάδιο της διαπραγμάτευσης. Η συνάντηση αυτή θύμιζε συμβούλιο στρατηγών, την νύχτα πριν τη μεγάλη επίθεση. Βασισμένο σε ανάλυση του Stratfor 

Ads

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αποσαφήνισαν τους όρους μίας «ελληνικής παράδοσης» που θα συμφέρουν όλες τις πλευρές των δανειστών.

Παράλληλα, η ελληνική άμυνα προετοίμασε τους  δικούς της όρους για την συνθήκη ειρήνης, με τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να συγκαλεί το υπουργικό συμβούλιο και τους πιο στενούς του συμβούλους.

Η «πολιορκία» διαρκεί ήδη αρκετούς μήνες. Από τον Φεβρουάριο, οι δανειστές έχουν κατασκηνώσει έξω από τα ελληνικά τείχη, επιτρέποντας μόνο μία ελάχιστη ροή πόρων στην χώρα μας με τη μορφή επείγουσας παροχής ρευστότητας (ELA) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσω της οποίας εξαρτάται και η επιβίωση των Ελληνικών τραπεζών. Στα συμβούλια της ΕΚΤ, πραγματοποιούνται πολύωρες συζητήσεις για την μείωση της αξίας των εγγυήσεων που χρησιμοποιούνται από τις ελληνικές τράπεζες για να έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα, πράγμα που δημιουργεί ανατριχίλες σε όσους βρίσκονται μέσα από τα τείχη.

Ads

Παράλληλα, στο ελληνικό στρατόπεδο, οι προμήθειες έχουν ήδη αρχίσει να εξαντλούνται. Ο όρος της συνέχισης της παροχής οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα ήταν ότι η κυβέρνηση θα συνέχιζε να πληρώνει τα χρέη της. Η εκπλήρωση του όρου αυτού όμως, δεν οδήγησε στην τήρηση της συμφωνίας από πλευράς δανειστών με την άντληση επαρκούς ρευστότητας ακόμα να αναμένεται. Όλους αυτούς τους μήνες, αυτό το κόστος, το έχει επωμιστεί εξολοκλήρου η ελληνική κυβέρνηση, που σε συνδυασμό με την πληρωμή μισθών και συντάξεων, έχει οδηγήσει σε εξάντληση των ήδη πενιχρών εσόδων του ελληνικού κράτους.

Πολλοί, μη αντέχοντας αυτή την πολιορκία και προκειμένου να εξασφαλίσουν τα του οίκου τους, έχουν αυτομολήσει, μεταφέροντας τα κεφάλαια τους σε ξένες τράπεζες, φοβούμενοι τις συνέπειες μίας ήττας, επιδεινώνοντας όμως με αυτόν τον τρόπο, την θέση της Ελλάδας και όσων επιμένουν να αγωνίζονται. Αυτή η αργή συνθλιπτική στέρηση πόρων, η στρατηγική της εξάντλησης, είναι μία εκ των αρχαιότερων στρατηγικών πολιορκίας, την οποία οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν ώστε να κάνουν την ελληνική πλευρά πιο ευάλωτη.

Η Ελλάδα από την άλλη, ακολουθεί την κλασική στρατηγική του πολιορκημένου. Αντιμετωπίζοντας μία μεγάλη δύναμη, αποτελούμενη από διαφορετικούς στρατούς οι οποίοι έχουν κατασκηνώσει έξω από τα τείχη της, η καλύτερη επιλογή που είχε είναι να τους αποσυντονίσει, και να σπείρει την διχόνοια μεταξύ τους.  Τον Φεβρουάριο, η πρώτη νίκη της ελληνικής πλευράς ήρθε από τον Υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, όταν αυτός, τερματίζοντας τη χρήση του όρου «τρόικα» μετονόμασε την συλλογική αντιπροσωπεία των ΔΝΤ, ΕΚΤ  και Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε «θεσμούς». Αν και αρχικά οι περισσότεροι το θεώρησαν  ως μία συμβολική κίνηση ή ένα παιχνίδι λέξεων, σιγά-σιγά αναδείχθηκαν οι διαφορές και οι αντιθέσεις των τριών πλευρών, οι οποίες με τον χρόνο οξύνθηκαν.

Ως «τρόικα» ο κάθε θεσμός κρυβόταν πίσω από τον άλλο και όλοι μαζί πίσω από την τρόικα, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις αρμοδιότητες που τους είχαν ανατεθεί σε τέτοιο σημείο που η ΕΚΤ, για παράδειγμα, συναποφάσιζε μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, παραβιάζοντας κάθε κανόνα το Δικαίου της Ε.Ε. Ως «Θεσμοί» πια, κάθε ένας έχει συγκεκριμένους κανόνες λειτουργίας, συγκεκριμένο πεδίο αρμοδιότητας και συνεπώς, διαφορετικές προτεραιότητες. Πλέον οφείλουν να εργάζονται με βάση τους κανόνες δικαίου αλλά και να οδηγούνται σε μεταξύ τους συνεννόηση και συμβιβασμούς πριν προχωρήσουν σε όποιο αίτημα.

Η ΕΚΤ, η οποία να σημειωθεί ότι αναμένει την απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., το οποίο πιθανότατα θα της επιβάλει μικρότερη εμπλοκή της σε πολιτικές υποθέσεις, ακροβατεί μεταξύ αποχής από λήψεις αποφάσεων και άσκησης πίεσης προς την ελληνική πλευρά, ενισχύοντας την θέση των δανειστών. Το ΔΝΤ αναρωτιέται για το αν πρέπει να παραμείνει ή όχι στην ελληνική υπόθεση, απαιτώντας παράλληλα τα πιο σκληρά δημοσιονομικά μέτρα σε εργασιακά, ασφαλιστικό, μισθούς και συντάξεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να τα πάει καλά με όλους, και ως εκ τούτου, παρουσιάζεται ως ο διαμεσολαβητής με μικρή όμως επιρροή, καθώς προτείνει διάφορα σχέδια λύσης τα οποία μέχρι στιγμής αγνοούνται από τους υπόλοιπους παίκτες. Μέσα σε όλα αυτά, τα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωζώνης παρακολουθούν παθητικά, ενίοτε τασσόμενα με τις θέσεις της ισχυρής Γερμανίας. Ταυτόχρονα, άλλα κράτη-μέλη, φοβούμενα μην  βρεθούν στην θέση της Ελλάδας, παρουσιάζουν δειλά-δειλά επιχειρήματα υπέρ μίας γρήγορης και αμοιβαίας επωφελούς λύσης. Σίγουρα όμως, το μέτωπο των «πολιορκητών» μοιάζει λιγότερο ενωμένο από ποτέ.

Όμως, η ώρα της λύσης και του τελικού διακανονισμού φαίνεται πως φτάνει. Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν πως το τρέχον status quo δεν μπορεί να διαρκέσει μετά την 30η Ιουνίου, όταν και η παράταση του προγράμματος λήγει. Η Ελλάδα έχει να πληρώσει μεγάλες δόσεις τον Ιούλιο και τον Αύγουστο τις οποίες ούτε μπορεί, ούτε πρόκειται να εξυπηρετήσει, σύμφωνα, τόσο με τις δεσμεύσεις της όσο και με την κατάσταση της οικονομίας της. Για την κυβέρνηση, το ενδεχόμενο της ρήξης, λειτουργεί ως διαπραγματευτικό εργαλείο στο βαθμό που της το επιτρέπει η λαϊκή εντολή που πήρε για παραμονή στο ευρώ. Αλλά ας μην γελιόμαστε. Το grexit δεν συνιστά επιθυμητή λύση, ούτε για την ελληνική πλευρά, ούτε για τους ευρωπαίους. Μία πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ θα έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Ευρώπη απ’ όσο το μέγεθος της χώρας μας μπορεί να υποδηλώσει, τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική της Ένωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο πλευρές, συναντήθηκαν για μία τελευταία προετοιμασία, πριν αντιμετωπίσουν η μία την άλλη για την τελική «διαπραγμάτευση ειρήνης». Η ελληνική πλευρά έχει ήδη κάνει τις υποχωρήσεις της σε αρκετά ζητήματα και τονίζει πως θα παραμείνει ακλόνητη από τους κεντρικούς άξονες που ορίζονται, άλλωστε, στις προγραμματικές τις θέσεις. Η πλευρά των δανειστών δείχνει να επιμένει σε όρους που κρίνονται απαράδεκτοι από την Ελλάδα. Μένει να καταλάβουν ότι αυτή η μαξιμαλιστική τους στάση φθείρει και την δική τους πλευρά καθώς αυτό που διακυβεύεται, σε τελική ανάλυση, δεν είναι μόνο η επιβίωση της Ελλάδας, αλλά ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μέλλον, μόνο στην περίπτωση που λειτουργήσει ως ένας θεσμός συνεννόησης, συνεργασίας και υπό το πλαίσιο των κανόνων δικαίου. Οι τιμωρητικές λογικές αυστηρής πειθαρχίας, επιβολής και κυρώσεων την οδηγούν σε αναπόφευκτη διάλυση.  Κάποιοι το γνωρίζουν. Μένει να απομονώσουν και να αποκλείσουν αυτές τις φωνές που ζητάνε να χυθεί αίμα στον βωμό της λιτότητας και της πειθαρχίας σε ένα πρόγραμμα που μόνο καταστροφή και αδικία έχει προκαλέσει.