Μόνο φέτος το καλοκαίρι κάηκαν από δασικές πυρκαγιές που προκάλεσε ο παρατεταμένος καύσωνας εκτεταμένες περιοχές  στην Ελλάδα και την Καλιφόρνια, με την Ελλάδα να χάνει το 12% της συνολικής έκτασης των δασών της.

Ads

Κι ακόμη φέτος πνίγηκαν από πλημμύρες που προκάλεσαν ισχυρές καταιγίδες η Γερμανία και η Κίνα, ενώ στη Βραζιλία η πρωτοφανής ξηρασία επιδεινώνει όχι μόνο το πρόβλημα της λειψυδρίας, αλλά και την παραγωγή ενέργειας, λόγω της μείωσης στο 1/5 της παροχής των ποταμών στους οποίους έχουν εγκατασταθεί υδροηλεκτρικά έργα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο φετινός Ιούλιος ήταν ο θερμότερος μήνας που καταγράφηκε ποτέ στην ιστορία.

Εντωμεταξύ οι καμένες εκτάσεις, αλλά και οι κατάντη αγροτικές και αστικές περιοχές, αναμένεται το φθινόπωρο να πληγούν από πλημμυρικά φαινόμενα, λόγω της αδυναμίας έγκαιρης ανάσχεσης των πλημμυρικών απορροών στα ορεινά. Συγχρόνως αναμένεται να επηρεαστεί σημαντικά και η διαθεσιμότητα των υδατικών αποθεμάτων κι αυτό όχι γιατί δεν αναμένονται βροχοπτώσεις, αλλά εξ αιτίας του μειωμένου εμπλουτισμού των υπόγειων υδροφορέων. Καθώς το νερό των βροχοπτώσεων στις καμένες περιοχές απορρέει πλέον ορμητικά προς τη θάλασσα, μη δίνοντας τη δυνατότητα στο έδαφος να το διηθήσει και να εμπλουτίσει τις υπόγειες φυσικές δεξαμενές του νερού.

Η κλιματική κρίση εμφανίζεται μέσα από την εκδήλωση και τη συχνή εναλλαγή των ακραίων φυσικών φαινομένων της ξηρασίας, του καύσωνα και των μεγάλης έντασης βροχοπτώσεων. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα με τη σειρά τους αυξάνουν σημαντικά τους φυσικούς κινδύνους της δασικής πυρκαγιάς και της πλημμύρας, δημιουργώντας τις συνθήκες να συμβούν σοβαρές καταστροφές.

Ads

Αυτά καθ’ εαυτά τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν προκαλούν καταστροφές. Οι μεν καύσωνες και οι ξηρασίες δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να εμφανιστούν δασικές πυρκαγιές, ενώ οι ισχυρές βροχοπτώσεις δημιουργούν τις συνθήκες για πλημμυρικά φαινόμενα.

Το αν τα ακραία φυσικά φαινόμενα οδηγήσουν ή όχι σε καταστροφές, εξαρτάται από τον βαθμό προετοιμασίας και οργάνωσης του κρατικού μηχανισμού. Ο οποίος, δεδομένων των συνθηκών, οφείλει να επεξεργάζεται και να εκτελεί επιχειρησιακά σχέδια πρόληψης, αποτροπής, αντιμετώπισης και περιορισμού των φυσικών καταστροφών.

Η κλιματική κρίση μας αναγκάζει να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων και να συνυπάρξουμε στο εξής με αυτά.

Η προσαρμογή στις νέες κλιματικές συνθήκες ξεκινά από την έγκαιρη πρόληψη των φυσικών καταστροφών, μέσα από την εκπόνηση σχεδίων και την εκτέλεση έργων αντιπυρικής ή αντιπλημμυρικής προστασίας. Και φτάνει μέχρι την επιχειρησιακή ετοιμότητα για την αποτελεσματική πυροσβεστική ή αντιπλημμυρική επέμβαση.

Η μεγαλύτερη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος που καταγράφηκε φέτος στην ιστορία της Ελλάδας, με περισσότερα από 1 εκατομμύριο στρέμματα καμένης γης, δεν συνέβη επειδή οι καιρικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά ακραίες, όπως η κυβέρνηση προσπάθησε ατυχώς να παρουσιάσει για επικοινωνιακούς λόγους, στην προσπάθειά της να αποφύγει τις πολιτικές ευθύνες.

Ο καύσωνας ήταν πράγματι ακραία παρατεταμένος και οι θερμοκρασίες ασυνήθιστα υψηλές. Οι ασθενείς άνεμοι όμως, έντασης μόλις 2-3 μποφόρ, δεν δικαιολογούν τη μεγάλη εξάπλωση της φωτιάς. Η εξέλιξη της οποίας άλλωστε ήταν αργή, γι’ αυτό και άφησε το περιθώριο στους κατοίκους να εκκενώσουν με άνεση τους οικισμούς και τα σπίτια τους. Δίνοντας μια ακόμη ευκαιρία στην κυβέρνηση να επωφεληθεί επικοινωνιακά, παρουσιάζοντας σαν δική της επιτυχία την… άπνοια που συνέβαλε ώστε να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα.

Η αλήθεια είναι ότι το μόνο σχέδιο που είχε το αυτοαποκαλούμενο «επιτελικό κράτος» της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν να εκκενώσουν τα σπίτια και τους οικισμούς και να αφήσουν τη φωτιά να καίει ανεξέλεγκτη, καταστρέφοντας ό,τι εύρισκε στο διάβα της.

Σε αντίθεση, οι πραγματικά ακραίες καιρικές συνθήκες το καλοκαίρι του 2018 στο Μάτι, όπου οι ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες και κυρίως, οι πολύ ισχυροί άνεμοι, έντασης 7-8 μποφόρ, με ριπές που έφταναν τα 10-11 μποφόρ, σε συνδυασμό και με την απουσία διεξόδων διαφυγής λόγω σωρείας πολεοδομικών παραβάσεων, ήταν οι κύριες αιτίες για τον αιφνιδιασμό και την αδυναμία εκκένωσης του οικισμού, που κόστισαν σε εκατόμβη ανθρώπινων θυμάτων.

Το φετινό καλοκαίρι οι καταστροφές είναι ξεκάθαρο ότι οφείλονται στην ανετοιμότητα και την απουσία οργάνωσης της κρατικής μηχανής. Η οποία, παρά το γεγονός ότι ο καύσωνας ήταν αναμενόμενος, ούτε σχέδια αντιπυρικής προστασίας επεξεργάστηκε και εκτέλεσε, ούτε πυροσβεστική επιχειρησιακή ετοιμότητα είχε. Η καύσιμη ύλη στα δάση δεν είχε καθαριστεί, ούτε και αντιπυρικές ζώνες είχαν διανοιγεί, επειδή η κυβέρνηση δεν ενέκρινε παρά μόλις το 10% της δαπάνης που ζητούσαν γι’ αυτές τις προληπτικές δράσεις τα δασαρχεία. Με αποτέλεσμα τα δάση να εξελιχθούν σε εύφλεκτες βόμβες, έτοιμες να εκραγούν είτε από αυταναφλέξεις, είτε και από εμπρησμούς.

Επιπλέον, η ετοιμότητα και η ικανότητα πυρόσβεσης ήταν σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα. Η στελέχωση της πυροσβεστικής υπηρεσίας υστερούσε φέτος, σε σχέση με την περσινή, κατά 4.000 πυροσβέστες, των οποίων η κυβέρνηση αρνήθηκε να ανανεώσει τις συμβάσεις.

Τέλος, από τα 74 συνολικά εναέρια πυροσβεστικά μέσα, μόνο τα 20 βρέθηκαν σε κατάσταση επιχειρησιακής ετοιμότητας και μπόρεσαν να συμβάλουν στην κατάσβεση της φωτιάς.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όσον αφορά στις ευθύνες για τη μεγάλη καταστροφή είναι ότι η κρατική αβελτηρία δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας οικονομικής αδυναμίας, αλλά η συνέπεια συγκεκριμένων κυβερνητικών επιλογών.

Καθώς την ίδια ώρα που φέτος δεν εγκρίνονταν το 90% των δαπανών αντιπυρικής προστασίας, που δεν ανανεώνονταν οι συμβάσεις των πυροσβεστών και που δεν εκσυγχρονίζονταν οι εξοπλισμοί επίγειας και εναέριας πυρόσβεσης, η κυβέρνηση χορηγούσε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε φιλικά της επιχειρηματικά συμφέροντα και σε ΜΜΕ, ενώ συγχρόνως ενίσχυε με εκατομμύρια ευρώ τη στελέχωση και τον εξοπλισμό της αστυνομίας.

Τα φετινά ακραία καιρικά φαινόμενα μπορεί πράγματι να είχαν ως αιτία τους την κλιματική αλλαγή, αλλά οι εκτεταμένες καταστροφές που εκδηλώθηκαν οφείλονται αποκλειστικά στην ανετοιμότητα και στην απουσία οργάνωσης και επιχειρησιακής ικανότητας του λεγόμενου «επιτελικού κράτους».

Το οποίο είδε την κρίση, αλλά έκαψε στις φωτιές την ευκαιρία να δικαιώσει την επικοινωνιακή προβολή του.