«Η Τέχνη και η Ιστορία είναι Δίδυμες Αδερφές. Η μια βοηθά την άλλη για να μην χαθούν»

Ads

Ο τρόπος που οι κοινωνίες οργανωμένα ‘θυμούνται’, πολλές φορές σε ανταγωνισμό με εναλλακτικές αφηγήσεις, δεν είναι ανεξάρτητος από  τις πολιτικές κοινωνικές και πολιτισμικές συντεταγμένες κάθε εποχής. Στην Ελλάδα, η  συγκρότηση της ιστορικής μνήμης, αποτέλεσε ένα διακύβευμα άμεσα συνδεδεμένο με την τραυματική εμπειρία του εμφυλίου πολέμου. Πολέμου που, ως συνέχεια της τρομερής κατοχής, σημάδεψε όχι μόνο «την μετάβαση της χώρας από τον πόλεμο στη μεταπολεμική περίοδο» (Παπαθεοδώρου) αλλά και τον τρόπο που νοούνταν στην Ελλάδα ‘ο πολιτικός άλλος’ και κατά συνεπαγωγή ο ‘πολιτικός διάλογος’, τόσο στο πρακτικό όσο και στο ιδεολογικό/πολιτιστικό πεδίο. Μέσα από αυτό διαμορφώθηκε όχι μόνο ένας αφασικός πολιτικός πολιτισμός αλλά και «οι ιδεολογικές  χρήσεις της πρόσφατης ιστορίας».

Κι όμως ο κατ’ ουσίαν αποσιωπημένος Απρίλης του 44 είναι εξαιρετικά σημαντικός αφού ουσιαστικά (όπως έχει  επισημανθεί, βλ. Στ. Μακρίδης, Εφημερίδα των Συντακτών) η πρώτη φάση των Δεκεμβριανών «παίζεται» στον Λίβανο την εποχή εκείνη. Καθώς η τρομερή κατοχή  τελείωνε και το ζήτημα της εξουσίας εγειρόταν, οι δυνάμεις του ΕΑΜ στη Μέση Ανατολή είχαν δημιουργήσει την ΑΣΟ, την Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση, με παρακλάδια την ΑΟΝ (Αντιφασιστική Οργάνωση Ναυτικού) και την ΑΟΑ (Αντιφασιστική Οργάνωση Αεροπορίας). Ήδη η από μηνών ίδρυση της ΠΕΕΑ, με κύριο αίτημα να συγκροτηθεί μια «κυβέρνηση εθνικής ενότητας», που θα επέτρεπε στον ελληνικό λαό να επιλέξει με δημοψήφισμα το πολίτευμα που επιθυμούσε μετά το πέρας της κατοχής, είχε συνεγείρει μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού αλλά ακόμη και του στρατεύματος της Μέσης Ανατολής.

Έχοντας  ως  κύριο όργανο την εφημερίδα «αντιφασίστας» και κύρια ομάδα επιρροής τους χαμηλόβαθμους στρατιωτικούς και ναύτες,  η ΑΣΟ στις 3 Απρίλη του 44, μπροστά στην δυσώδη καμαρίλα της εξουσίας  των παλιών πολιτικών αθηναϊκών «τζακιών» (που κατήγγειλε σε σπαρακτικά αποσπάσματα ο Σεφέρης και παραδέχθηκε με εμφανή κυνισμό και περιφρόνηση ο Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματα του), η ΑΣΟ εξεγέρθηκε, καταλαμβάνοντας στρατόπεδα και πλοία κυρίως στο Πορτ Σάιντ. Η επί 20ήμερο ‘στάση’ τους χαρακτηρίσθηκε από τις Αγγλικές μυστικές υπηρεσίες ως ‘τίποτε λιγότερο από επανάσταση’, κάνοντας τον Βρετανό πρωθυπουργό να διατάξει την με κάθε τρόπο καταστολή τους.

Ads

Η συνεργασία των Αγγλικών στρατευμάτων με την ελληνική διοίκηση, υπό την ηγεσία του Σοφοκλή Βενιζέλου, είχε ως αποτέλεσμα την περικύκλωση, τον αποκλεισμό και τελικά την βίαιη παράδοση των εξεγερμένων, παρά την αλληλεγγύη όσων αφορά τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα που έδειξε μέρος του ντόπιου πληθυσμού.

Όταν η εξέγερση (με την  συντριπτική συμβολή των Άγγλων) κατατροπώθηκε, και, λίγο καιρό αργότερα ακολούθησε το Συνέδριο του Λιβάνου, η παλιά αστική καμαρίλα συναντήθηκε με την φέρελπι μικροαστική καμαρίλα ηγετικών κλιμακίων της αριστεράς που υπολόγιζε σε λάθος συμμάχους (υπολογισμό που θα τον πλήρωναν κυρίως τα απλά μέλη της με τραγικό τρόπο) μιας και όλοι μαζί συνεφώνησαν στο 1ο κεφάλαιο του αποκαλούμενου «Εθνικού Συμβολαίου» ότι: «…η στάσις της Μέσης Ανατολής απετέλεσε έγκλημα εναντίον της Πατρίδος» παραδίδοντας ονειροπόλους στα στρατοδικεία και την πατρίδα στην ακροδεξιά.

Όπως ο Παπαθεεοδώρου επισημαίνει η υποβάθμιση και ο στιγματισμός του μεσανατολίτικου κινήματος και η πιθανή του σύνδεση με τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες υπήρξε ημιεπίσημη πολιτική θέση του Κ.Κ.Ε., ιδιαίτερα στα χρόνια της ηγεσίας του Ν. Ζαχαριάδη. Γράφει σχετικά ο Βασ. Νεφελούδης: «Από τη στιγμή που ο Ζαχαριάδης έκανε στο 7ο Συνέδριο του Κ.Κ.Ε. τον υπαινιγμό για “αγγλικό δάκτυλο”, σχετικά με τα γεγονότα του Απριλίου 1944 στη Μ. Ανατολή, καταβάλλεται μια επίμονη, συστηματική προσπάθεια να κατασκευαστούν ψευδομάρτυρες, στις εκθέσεις και τις καταθέσεις των οποίων να μπορέσει να στηριχθεί ο υπαινιγμός του».

Καθώς μάλιστα στο υστερικό μετεμφυλιακό σκηνικό το ένστολο είχε αγιοποιηθεί από τους μεν και δαιμονοποιηθεί από τους δε, «τα γεγονότα είχαν στιγματισθεί και απωθηθεί τόσο από την ιστοριογραφία της μετεμφυλιακής περιόδου —γραμμένη, ως επί το πλείστον, από πολιτικούς και στρατιωτικούς που έδρασαν στη Μέση Ανατολή στο πλευρό της κυβέρνησης του Καίρου— όσο και από τη συλλογική μνήμη της αριστεράς, στη συνείδηση της οποίας η καταδίκη και η αποκήρυξη του κινήματος και των πρωταγωνιστούν του, από την εαμική ηγεσία αλλά και από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος στη μεταπολεμική περίοδο αναζητώντας ‘εθνικούς συμμάχους’, είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη «θεληματική λησμονιά».

Είκοσι χρόνια αργότερα θα είναι δυο λογοτέχνες, θυμίζοντας την πολιτική αξία της αυτοβιογραφικής γραφής να παρεμβαίνει στις επίσημες πολιτικές ρητορικές φέρνοντας στο προσκήνιο το βίωμα των απόκληρων της επίσημης εκδοχής, που αφήνονται συστηματικά απέξω από τις ηγεμονικές αφηγήσεις: Ο Τσίρκας, δρώντας ως ζώσα Μνήμη δηλαδή ως Ερινύα και Συνείδηση, θα καταγράψει τον Απρίλη στην Τριλογία του. Κι ο Αναγνωστάκης, στην κριτική του με αφορμή την έκδοση της τριλογίας, θα είναι ο πρώτος που θα επισημάνει την σημασία της άγραφης ιστορίας της Μέσης Ανατολής για να ψαύσουμε πραγματικά το πρόσωπο και την πορεία μας στο σύνολο του 20ου αιώνα ίσαμε (γιατί όχι;) τις τραγικές ημέρες μας.

Ο Σκληρός Απρίλης του 44, και κυρίως ο τρόπος καταγραφής της ή ακριβώς η απουσία της, τόσο στο μακροκοινωνιολογικό (του μετεμφυλιακού κράτους)  όσο και στο μικροκοινωνιολογικό (της αριστεράς) επίπεδο υπενθυμίζει την ρήση του ιστορικού Le Goff ότι «μία από τις ύψιστες φροντίδες των τάξεων, των ομάδων και των ατόμων που κυριάρχησαν και κυριαρχούν στις ιστορικές κοινωνίες είναι να γίνουν κύριοι της μνήμης και της λήθης».
 
Η δικαίωση του Απρίλη (όχι στην απόλυτη βάση της πολιτικής υπεραξίας αφού  κανείς δεν ξέρει τα πολιτικά διακυβεύματα με βάση τον ψυχροπολεμικό διαχωρισμό, αλλά στην βάση των κινήτρων των απλών φαντάρων που ονειρεύτηκαν μια δημοκρατικότερη Ελλάδα, πριν τα οράματα καταρρακωθούν) αποτελεί ένα βαθύ ηθικό με την πολιτικότερη των εννοιών, (αυτή της προσωπικής μας αξιοπρέπειας κι ευθύνης, του τελευταίου κάστρου μας), πρόταγμα. Και υπενθυμίζει την ρήση του Ρενάν πως οι αληθινοί άνθρωποι της προόδου είναι αυτοί που τρέφουν ένα βαθύ σεβασμό στο παρελθόν. Αρκεί να εντοπίζουν τις ποικίλες αναπαραστάσεις του και τα αίτια τους, έχοντας την θέληση να ξεχωρίσουν το πρόσωπο των ανθρώπων από πίσω.