Στις αρχές του 2013 το Υπουργείο Παιδείας δημιούργησε το Παρατηρητήριο για την πρόληψη της σχολικής βίας και του εκφοβισμού. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς το ίδιο υπουργείο ανήγγειλε αιφνίδια την κατάργηση 50 από τις πλέον δημοφιλείς ειδικότητες των επαγγελματικών λυκείων και σχολών, βάζοντας σε διαθεσιμότητα περισσότερους από 2.000 εκπαιδευτικούς και προκαλώντας τεράστια αναστάτωση, φόβο και αγωνία σε ένα σημαντικό μέρος του μαθητικού πληθυσμού.

Ads

Οι συνέπειες από την ενέργεια αυτή, που στηρίχτηκε μάλιστα στην επιχειρηματολογία της αναβάθμισης της τεχνολογικής εκπαίδευσης, δεν μπορούν να αποτιμηθούν ακόμη. Όμως το κλίμα αποσταθεροποίησης που έχει ήδη δημιουργηθεί ανάμεσα σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς είναι προφανές.

Η επαγγελματική εκπαίδευση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και κατοχυρωμένο δικαίωμα των παιδιών από το Σύνταγμα (αρ.16) αλλά και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (αρ.28.β). Τα επαγγελματικά λύκεια στη χώρα μας ωστόσο, έχουν αναδειχθεί ως οι «φτωχοί συγγενείς» των γενικών λυκείων, καθώς σε αυτά οδηγούνται –με κάποιες εξαιρέσεις- οι μαθητές με χαμηλότερη εκπαιδευτική απόδοση, που στην πλειονότητά τους προέρχονται από πιο οικονομικά αδύναμες και ευάλωτες οικογένειες.

Σε αντίθεση με τα ισχύοντα στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα τα επαγγελματικά λύκεια είναι λιγότερα των γενικών και οι μαθητές που εγγράφονται σε αυτά συνολικά εκπροσωπούν το 30% του συνολικού πληθυσμού των λυκείων. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό έτεινε αυξανόμενο τελευταία, λόγω της ανεργίας που πλήττει τους πτυχιούχους ΑΕΙ. Οι περισσότερες ειδικότητες που καταργήθηκαν ήταν κατά γενική ομολογία ιδιαίτερα δημοφιλείς, ιδίως σε μαθήτριες, καθώς υπήρχε η αίσθηση ότι η αγορά εργασίας προσφέρει ακόμη προοπτικές επαγγελματικής ένταξης στους απόφοιτους των ΕΠΑΛ που τις έχουν επιλέξει.  

Ads

Είναι γνωστό ότι στα ΕΠΑΛ συγκεντρώνονται και εκδηλώνονται εντονότερα τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, όπως η φτώχεια, η ανέχεια, η βία, ο ρατσισμός, η χρήση ουσιών, κλπ. Μαθητές και μαθήτριες επιβαρυμένοι από μεγάλο αριθμό δυσκολιών, που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους, και σε αρκετές περιπτώσεις με άλλα επιπρόσθετα οικογενειακά, προσωπικά ή κοινωνικά προβλήματα, οδηγούνται στα ΕΠΑΛ σχεδόν εξ ανάγκης και αναζητούν σε αυτά ένα ηπιότερο και φιλικότερο δρόμο προς την ούτως ή άλλως δύσκολη προοπτική της επαγγελματικής αποκατάστασης. «Να πάρουμε ένα χαρτί, μπας και βρούμε καμία δουλειά», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά μαθητής. Για κάποιους –τους λιγότερους- τα ΕΠΑΛ είναι συνειδητή επιλογή, λόγω των ειδικοτήτων στις οποίες έχουν επιλέξει και επιθυμούν να εξειδικευτούν.

Πάντως, σε όλους τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς η αίσθηση είναι έντονη ότι η βελτίωση της τεχνολογικής εκπαίδευσης χρειάζεται, όμως δεν έχει αποτελέσει προτεραιότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής ηγεσίας. Οι διδάσκοντες εκπαιδευτικοί που αγαπούν το λειτούργημά τους, και είναι πολλοί αυτοί, αναζητούν διαφορετικούς τρόπους να προσεγγίσουν, να ενθαρρύνουν και να εμψυχώσουν τους μαθητές τους. Δυστυχώς συχνά με ανεπαρκή βοηθήματα, καθώς σε πολλά σχολεία τα εργαστήρια είναι απαρχαιωμένα και ο εξοπλισμός ελλιπής. Επί πλέον, η ύλη των μαθημάτων δεν είναι προσαρμοσμένη στα ειδικά χαρακτηριστικά των μαθητών των επαγγελματικών λυκείων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συχνά έντονα προβλήματα στη διδακτική.

Στα ΕΠΑΛ έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια από πολλούς εκπαιδευτικούς ένας αγώνας που αφορά το στοίχημα της διατήρησης της σχέσης των δυσκολεμένων εφήβων με την εκπαίδευση και της αποτροπής της σχολικής τους εγκατάλειψης.

To στοίχημα αυτό αφορά προφανώς εξ ίσου και το περιεχόμενο και την ποιότητα της τεχνολογικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Οι ευαισθητοποιημένοι εκπαιδευτικοί επιχειρούν να συνδυάσουν τη διατήρηση του ενδιαφέροντος των μαθητών τους στο διδακτικό επίπεδο –ιδίως στα εργαστήρια, που είναι περισσότερο προσφιλή- με την προσπάθεια να αντιπαλέψουν στην ανασφάλεια, την απογοήτευση, την μοναξιά και τις ευρέως διαδεδομένες μορφές επιθετικότητας που υιοθετούνται από αρκετούς μαθητές, στο πλαίσιο αναζήτησης κύρους ανάμεσα στους συνομηλίκους τους.

Ιδίως στις δημοφιλείς ειδικότητες, όπου το ενδιαφέρον των μαθητών είναι αυξημένο, η προσπάθεια των εκπαιδευτικών και όσα διακυβεύονται στο επίπεδο της παιδαγωγικής σχέσης («δάσκαλος» – μαθητής) έχουν ακόμη μεγαλύτερη αξία, καθώς αποτελούν το σπουδαιότερο αντιστάθμισμα στην αίσθηση της αποτυχίας (για όσους δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν το Γενικό Λύκειο) και την αβεβαιότητα της προοπτικής επαγγελματικής αποκατάστασης. Είναι μια προσπάθεια που εδρεύει στην έννοια του «σχολείου» και της επαγγελματικής εκπαίδευσης, και όχι σε αυτή του ινστιτούτου και της επαγγελματικής κατάρτισης, που έχει διαφορετικό θεσμικό ρόλο και αποστολή.

Μια προσπάθεια που χρειάζεται πλαισίωση και υποστήριξη και όχι απαξίωση. Και όσο για τις αδυναμίες και τις ελλείψεις στην οργάνωση σπουδών, στη λειτουργία των σχολείων και στην έμπρακτη υλοποίηση του παιδαγωγικού έργου από ορισμένους εκπαιδευτικούς, το αναμενόμενο από μεριά του υπουργείου θα ήταν να διερευνηθούν και να αξιολογηθούν προσεκτικά, σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς και μαθητές, με στόχο την αναβάθμιση της τεχνολογικής εκπαίδευσης, πριν τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου.

Από τις συζητήσεις που διεξήγαγε ο Συνήγορος του Παιδιού με εφήβους σε σχολεία πολλών περιοχών της χώρας, αναδεικνύεται ότι η ποιοτική επαφή/επικοινωνία και η εμπιστοσύνη μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία που αναζητούν οι έφηβοι στο σύγχρονο σχολείο. Αυτό το αίτημα για διαγενεακή επικοινωνία και εμπιστοσύνη και για ουσιαστικότερες παιδαγωγικές σχέσεις, φαίνεται ότι δυστυχώς δεν έχει ακουστεί ούτε έχει γίνει κατανοητό από αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις για την παιδεία.

Το Υπουργείο Παιδείας, εφόσον επιθυμεί πραγματικά να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό του περιεχομένου των σπουδών, στην βελτίωση της ποιότητας της σχολικής ζωής και στην πρόληψη της σχολικής βίας, χρειάζεται να ενσκύψει στις πραγματικές ανάγκες των μαθητών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στον χώρο της τεχνολογικής εκπαίδευσης, για όλους τους λόγους που αναπτύχθηκαν παραπάνω. Να θωρακίσει το δημόσιο σχολείο και την συνταγματικά κατοχυρωμένη αποστολή του, απέναντι σε αλλότρια προς αυτό συμφέροντα και επιταγές. Να σχεδιάσει τις αναγκαίες οργανωτικές αλλαγές, δίνοντας έμφαση στην ουσία των παιδαγωγικών σχέσεων και βιωμάτων, αφού κάνει διάλογο με τους εκπαιδευτικούς και αφού ακούσει και λάβει υπόψη του τη γνώμη των μαθητών, κερδίζοντας και όχι καταρρακώνοντας την ούτως ή άλλως ασθενή εμπιστοσύνη τους στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Η εκπαιδευτική κοινότητα είναι ακόμη σε αναμονή των ανακοινώσεων για τη δομή του «νέου τεχνολογικού σχολείου». Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο μεθοδεύονται οι αλλαγές, καταργούνται μαζικά οι ειδικότητες με αυξημένη ζήτηση, απομακρύνονται οι εκπαιδευτικοί και συρρικνώνονται τα επαγγελματικά λύκεια, γεννούν λογικά τον προβληματισμό σχετικά με την πιθανότητα η κοινωνία μας να βρεθεί αντιμέτωπη με περισσότερη νεανική απόγνωση και οργή, και να χρειαστεί να πληρώσει ένα πολύ βαρύτερο κοινωνικό τίμημα από τους σήμερα «εξοικονομούμενους» πόρους.   

* Ο Γιώργος Μόσχος είναι Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού