Είναι γνωστό ότι η Βρετανία ποτέ δεν υπήρξε υπόδειγμα κοινοτικής χώρας, καθώς ποτέ δεν δέχτηκε την ευρωπαϊκή – κοινοτική αντίληψη της συμμετοχής σ’ έναν υπερεθνικό οργανισμό και την εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών που αυτή συνεπάγεται. Οι εξαιρέσεις από τους κοινοτικούς κανόνες, οι δισταγμοί και οι παλινωδίες χαρακτηρίζουν όλη την πορεία της Βρετανίας κατά τα 45 χρόνια συμμετοχής της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Συχνά υπονόμευε τις ευρωπαϊκές πολιτικές που δεν ήταν απολύτως σύμφωνες με τα συμφέροντά της, όπως, π.χ., την Κοινή Αγροτική Πολιτική και την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, ενώ αντιστεκόταν στη δημιουργία ευρωπαϊκών πολιτικών, όπως, π.χ., η Κοινωνική Πολιτική.

Ads

Όμως η αφορμή για την οριστική ρήξη ήταν η μεταναστευτική πολιτική και η ελεύθερη εγκατάσταση πολιτών από κοινοτικές χώρες, πράγμα που την έφερνε αντιμέτωπη με βασικές αρχές της κοινοτικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Η Βρετανία ήθελε πάντα να ισχύουν οι τρεις βασικές ελευθερίες στο εσωτερικό της ΕΕ, δηλαδή η ελευθερία διακίνησης προϊόντων, η ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων και η ελευθερία εγκατάστασης επιχειρήσεων, αλλά όχι και η ελευθερία εγκατάστασης προσώπων από άλλες κοινοτικές χώρες και, πολύ περισσότερο, μεταναστών από τρίτες χώρες.

Αυτές οι τρεις ελευθερίες που φαίνεται να χάνει η Βρετανία μετά την έξοδό της από την ΕΕ αποτελούν τον βασικό λόγο για τον οποίο προσχώρησε το 1973 με δημοψήφισμα, δηλαδή για να μπορεί να εξάγει ελεύθερα προϊόντα και υπηρεσίες στις χώρες-μέλη της ΕΕ, να μπορεί να διακινεί ελεύθερα τα κεφάλαιά της, ώστε να αναπτύσσει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στο City του Λονδίνου και τέλος, να μπορεί να εγκαθιστά ελεύθερα επιχειρήσεις της στο κοινοτικό έδαφος.

Οι παραπάνω δυνατότητες συνέβαλαν στην ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας όλα αυτά τα χρόνια της κοινής πορείας της με την ΕΕ και σήμερα τίθεται σε αμφιβολία αν αυτή η πορεία μπορεί να συνεχιστεί μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ. Όλοι σχεδόν οι υπολογισμοί και οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η έξοδός της θα κοστίσει σημαντικά στη Βρετανία, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα κοστίσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο στο επίπεδο του εμπορίου όσο και στο επίπεδο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.

Ads

Οι προσπάθειες της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι κατά τη διάρκεια των πολύμηνων διαπραγματεύσεων στόχευαν στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών συνεπειών της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Η συμφωνία στην οποία τελικά κατέληξε η διαπραγμάτευση με την ΕΕ φαίνεται ότι δεν ικανοποιεί ολόκληρη την κυβέρνηση αλλά ούτε και το Συντηρητικό Κόμμα στο σύνολό του. Ετσι, δεν συμφωνούν με μια σχετικά «ήπια» συμφωνία που δεν διαρρηγνύει πλήρως τις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πιθανότητα κατάρρευσης της σημερινής κυβέρνησης είναι μεγάλη και το μέλλον φαίνεται μάλλον δυσοίωνο.

Αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πληγεί, γιατί έτσι αποδεικνύεται ότι αποτυγχάνει σταθερά να πείσει τους Ευρωπαίους πολίτες, αφήνοντάς τους ευάλωτους στις Σειρήνες του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και του εθνικισμού. Κι αυτό πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.

* Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών και Αντιπρύτανης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: Νέα Σελίδα