Αν κανείς ρωτήσει ένα μέσο Τούρκο τι πιστεύει για τη ριζοσπαστικοποίηση των Κούρδων και πως θα έβλεπε μια πιθανή απόσχιση του νοτιανατολικού τμήματος της χώρας προς ένωση με τα κουρδικά εδάφη της Συρίας και του Ιράκ, η απάντηση που θα λάβει θα είναι γεμάτη κατάρες και απειλές.

Ads

Το γεγονός αυτό δείχνει τη δυσχερέστατη θέση που βρίσκεται ο Ερντογάν μετά την επισημοποίηση της απόφασης των Αμερικανών (όπως είχε προβλεφθεί περίπου πριν από ένα μήνα στο ert.gr) να εξοπλίσουν ακόμα περισσότερο τους Κούρδους του YPG στην προσπάθεια ανακατάληψης της Ράκα, της «πρωτεύουσας» του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία.

Η Άγκυρα δεν τρέφει αυταπάτες. Γνωρίζει ότι τους τελευταίους μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη η επαναχάραξη των χαρτών στη Μέση Ανατολή και δη ο μετεμφυλιακός διαμοιρασμός της Συρίας, στον οποίο όμως δεν φαίνεται να παίρνει το μερίδιο που της αναλογεί.

Η κυβέρνηση Τραμπ, όχι μόνο επιβεβαιώνει, αλλά και ενισχύει τη στρατηγική Ομπάμα, σύμφωνα με την οποία οι Κούρδοι είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχος της Ουάσινγκτον στην περιοχή.

Ads

Τα διακυβεύματα για τους Αμερικανούς είναι πλέον πολλά και κρίσιμα και προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, τόσο στη Συρία, όσο και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι διατεθειμένοι να συγκρουστούν διπλωματικά ακόμα και με έναν παραδοσιακό σύμμαχό τους, όπως είναι η Τουρκία.

Πρώτη επιδίωξη της Ουάσινγκτον είναι η ανάσχεση της ολοένα και διογκούμενης επιρροής της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή. Η δυναμική διείσδυση της Μόσχας στο Συριακό Εμφύλιο και η εκ των πραγμάτων ενισχυμένη συμμαχία του Πούτιν με το σιιτικό Ιράν και κατ’ επέκταση την Χεζμπολάχ, είναι αυτή τη στιγμή το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα της αμερικανικής διοίκησης.

Η «απάντηση» της Ουάσινγκτον σε αυτές τις εξελίξεις, είναι κατ’ αρχάς η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στρατιωτική ενίσχυση των Κούρδων του YPG και στη συνέχεια η χωρίς δεύτερη σκέψη υποστήριξη δημιουργίας μιας αυτόνομης κρατικής κουρδικής οντότητας στα νότια σύνορα της Τουρκίας, στην οποία εκτός από τα βόρεια συριακά εδάφη θα περιλαμβάνονται και οι κουρδοκρατούμενες περιοχές του Ιράκ.

Το μελλοντικό Κουρδιστάν εκτός από στρατιωτικό προπύργιο των Αμερικανών, θα δύναται να λειτουργήσει και ως μια ασφαλής ζώνη, δια της οποίας θα μεταφέρονται τα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής προς την Ευρώπη.

Στην υλοποίηση των αμερικανών επιδιώξεων συμβάλλει τα μέγιστα και το Ισραήλ, το οποίο παραδοσιακά πρωταγωνιστεί στη σύμπηξη των κατά το δυνατόν ισχυρότερων συμμαχιών εναντίον του Ιράν. Η Τεχεράνη ήταν ανέκαθεν ο πιο επικίνδυνος εχθρός του Τελ Αβίβ και στην μετά- Ομπάμα εποχή η κυβέρνηση του Νετανιάχου θεωρεί ότι η όρθωση ενός κουρδικού κράτους θα λειτουργήσει ως ακόμα ένας αντι- σιιτικός πόλος στη Μέση Ανατολή.

Η δυναμική των εξελίξεων που ενορχηστρώνουν ΗΠΑ και Ισραήλ, προκαλεί ανεξέλεγκτο εκνευρισμό στην Άγκυρα. Ο Ερντογάν παρασύρεται σε ένα διπλωματικό παιχνίδι, στο οποίο δεν διαθέτει την πρωτοβουλία των κινήσεων, γεγονός σπάνιο για την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Κανείς πλέον δεν μπορεί να εγγυηθεί στον Τούρκο πρόεδρο ότι η διαφαινόμενη πλήρης επικράτηση και αυτονόμηση των Κούρδων στη βόρεια Συρία δεν θα οδηγήσει σε μεγέθυνση των αποσχιστικών τάσεων που καλλιεργεί το ΡΚΚ στη νοτιανατολική Τουρκία.

Εκεί άλλωστε βρίσκεται σε εξέλιξη τον τελευταίο ενάμιση χρόνο εμφύλιος πόλεμος με 8. 000 νεκρούς και 100. 000 εκτοπισμένους Κούρδους. Η λυσσαλέα επίθεση του Ερντογάν εναντίον του ΡΚΚ, σε συνδυασμό με τη φυλάκιση των ηγετών του HDP, οδηγεί όλο και περισσότερους Κούρδους στα άκρα, με το σενάριο της απόσχισης να καλλιεργείται όλο και εντονότερα, ακόμα και στους πιο μετριοπαθείς πληθυσμούς.

Όπως όλα δείχνουν, ο βασικός προσανατολισμός των- αλλοπρόσαλλων πολλές φορές- κινήσεων της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή, δηλαδή ο περιορισμός και η καταπίεση του κουρδικού στοιχείου σε Συρία και Ιράκ, κλονίζεται σε επικίνδυνο βαθμό, γεγονός που διογκώνει την εσωτερική ανασφάλεια στη χώρα.

Όταν η Τουρκία πληροφορήθηκε επισήμως την παροχή αμερικανικής βοήθειας στους Κούρδους του YPG για την κατάληψη της Ράκα, έσπευσε ως συνήθως να καταγγείλει την οργάνωση ως τρομοκρατικό παρακλάδι του ΡΚΚ.

Τρεις υψηλόβαθμοί Τούρκοι αξιωματούχοι (Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, αρχηγός ΜΙΤ, εκπρόσωπος της Προεδρίας) βρέθηκαν στην Ουάσινγκτον, αφενός για να επανακαταθέσουν στους Αμερικανούς το τουρκικό σχέδιο για την πολιορκία της Ράκα, το οποίο κρίθηκε ελλιπές, αφετέρου για να προετοιμάσουν τη συνάντηση του Ερντογάν με τον Τραμπ και να διερευνήσουν το εύρος των πιθανών περιθωρίων διαπραγμάτευσης.

Οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι η πιθανή κυριαρχία των Κούρδων στη Ράκα, εκτός του ότι οδηγεί στην εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους, φέρνει πιο κοντά το σχηματισμό του ενιαίου κουρδικού τόξου απέναντι από τα τουρκικά σύνορα.

Οι επιλογές της Άγκυρας δεν είναι πολλές. Βρίσκεται προ ενός τετελεσμένου, το οποίο προσπάθησε με πολλούς τρόπους ν’ αποφύγει χωρίς επιτυχία. Η κυρίαρχη τουρκική πρόταση για δημιουργία ζώνης ασφαλείας σε συριακό έδαφος δεν βρίσκει ευήκοα ώτα.

Η επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία δεν αρκεί για ν’ αποτραπεί η αυτονόμηση των Κούρδων, αντιθέτως ψυχραίνει ακόμα περισσότερο το κλίμα με την Ουάσινγκτον. Η Μόσχα, άλλωστε, φέρεται να έχει συμφωνήσει σε δημιουργία ρωσικής βάσης επί κουρδικού εδάφους.

Αυτό λοιπόν που μένει στον Ερντογάν είναι να εξασφαλίσει τα καλύτερα δυνατά διπλωματικά ανταλλάγματα. Κάποιοι λένε ότι ένα από αυτά ενδεχομένως να είναι ο Γκιουλέν.

Άλλοι αναφέρονται σε μια πιθανή αποφυλάκιση του σκοτεινού «ταμία» του Ερντογάν Rezza Zarab, ο οποίος κρατείται στις ΗΠΑ. Από ορισμένους δεν θεωρείται απίθανο να μπει στο «παζάρι» η Κύπρος και ειδικά η ενεργειακή διάσταση του ζητήματος.

Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η Τουρκία παραμένει ένας εξαιρετικά σημαντικός γεωστρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ. Παρά τις διακυμάνσεις των διμερών σχέσεων, η Ιστορία έχει δείξει ότι υπάρχουν τρόποι συνδιαλλαγής και αποσυμπίεσης.

Πηγή: ΕΡΤ