«Ένα μονάχα σας ζητώ. Να μην ξεχάσετε ποτέ!» έγραψε ο 23χρονος Ι.Γιουσικ την ημέρα της εκτέλεσης του στα 1944.  Φράση που διαπερνά τον χρόνο κι φτάνει πια ως ευθυτενής παράκληση, και στα δικά μας αυτιά σε εποχές που επιβάλλεται η ακοή μας. Η καταγραφή της Κατοχής σε σελίδες αυτοβιογραφίας λογοτεχνών της θεσσαλονίκης είναι κιβωτός μνήμης και ταυτόχρονα μιας ιστορικής αλήθειας τόσο άβολης που δεν μπορούσε παρα μεταπολεμικά να κρυφτεί, συμβάλλοντας είτε άμεσα ειτε έμεσα και στην σημερινή μας εικόνα.

Ads

«Στη Θεσσαλονίκη μπήκαν οι Γερμανοί το πρωί στις 7 Απριλίου 1941». Έτσι, στη σελίδα 137 του 2ου τόμου, αρχίζει η καταγραφή της Γερμανικής κατοχής στις Σελίδες Αυτοβιογραφίας του Γ. Θ. Βαφόπουλου.
Ήδη, αποτελώντας εισαγωγή σε ένα υλικό που δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα άρθρο, η πρώτη αναφορά του Βαφόπουλου για τον δωσιλογισμό αναιρεί το στερεότυπο του δωσίλογου ως κατεξοχήν μέλος ενός λούμπεν προλεταριάτου, κάτι που (όμοια με την Γερμανία όπου την κύρια ευθύνη “φορτώθηκαν” μεταπολεμικά και “πολύ βολικά” σχεδόν αποκλειστικά τα μικροαστικά στρώματα) είχε καθιερωθεί περίπου ως αυτονόητο στην μετακατοχική/μετεμφυλιακή Ελλάδα:

  Ο Βαφόπουλος, ως υπάλληλος του Δήμου, γνωρίζει από πρώτο χέρι και το δηλώνει άλλωστε σε μια φράση καθαρά, τη διαταξική φύση αυτού που αποκαλεί ελληνικό υπόκοσμο, και πόσο η κατοχή υπήρξε η αφορμή για μια φιλοναζιστική συσπείρωση όχι  πρώτιστα στη βάση της ιδεολογίας, αλλά της οικονομίας. Γράφει: «ο Δήμος Θεσσαλονίκης, μέσα σε λίγες μέρες, βούλιαξε από το βάρος των γερμανικών απαιτήσεων. /…./ Τις σκάλες της Δημαρχίας τις ανεβοκατέβαιναν Γερμανοί αξιωματικοί, με πρόθυμους διερμηνείς, κι έφερναν μακρούς καταλόγους των ειδών που ζητούσαν… Κι ακόμα μισθοδοτικές καταστάσεις των υπαλλήλων των γραφείων τους και των διερμηνέων, αυτών των πανάθλιων ερπετών, που ήξεραν την βδελυρή τέχνη να γλύφουν με τη γλώσσα τις μαύρες γυαλισμένες μπότες των Γερμανών».

«Ζητούσαν τώρα από τον Δήμο “διατακτικές”…. κι έπαιρναν  ένα ραδιόφωνο για τη μονάδα τους κι άλλο ένα για την “ιδιαίτερη” γραμματέα τους, την απόφοιτο της Γερμανικής Σχολής, που είχε βρει τώρα την ευκαιρία, μαζί με την άσκηση των γερμανικών της, να λύσει και το πρόβλημα της δύσκολης τούτης ζωής…… κι έρχονταν έπειτα στο Δήμο στοίβες τα τιμολόγια των καταστημάτων, με τιμές ανεξέλεγκτες, καθορισμένες από την καλή διάθεση του καταστηματάρχη και την πατριωτική συνείδηση των διερμηνέων, που έπρεπε κι αυτοί οι καημένοι να ζήσουν τις δύσκολες τούτες μέρες. ….Και τότε ιδρύθηκαν…. οι περίφημες “Επιτροπές Ελέγχου Προμηθειών Αρχών Κατοχής”»…./Γύρω από τις περίφημες “Επιτροπές Ελέγχου Προμηθειών Αρχών Κατοχής”… όλα τούτα τα τσακάλια του υποκόσμου οσμίστηκαν τη μυρωδιά του πτώματος κ’ έπεσαν πάνω του με τη βουλιμία ενός πεινασμένου. Είναι οδυνηρή η εμπειρία μου από τη θητεία μου στην υπηρεσία εκείνου του κρατικού οργανισμού, όπου τώρα βρισκόμουν αποσπασμένος…. Κάποιος ιδιοκτήτης μεγάλης οικοδομής… είχε βάλει στο σπίτι του Γερμανούς αξιωματικούς. Και κατέστρωσε ο αλιτήριος το σχέδιο ν’ ανακαινήσει ολόκληρο το κτίριο με έξοδα του ελληνικού δημοσίου…. Αφού μήνες ολόκληρους  δούλεψαν τα συνεργεία…. ο αλιτήριος εκείνος, και μετά το τελείωμα της δουλειάς, εξακολούθησε να εμφανίζεται με πλαστές τώρα καταστάσεις και να εισπράττει τα ανύπαρκτα ημερομίσθια του. Το γερμανικό πουλάκι του εξασφάλιζε την προστασία και την ασυδοσία. Κ’ εισέπραττε τα χρήματα ο ασυνείδητος και τάκαμνε χρυσές λίρες. Και μετά την απελευθέρωση, αντί να εξαφανισθεί ή να περάσει από το δικαστήριο των “δοσιλόγων”, γύριζε στους δρόμους προκλητικός, επιδεικνύοντας τους τίτλους του στην υπηρεσία της Αγγλικής Ιντέλιτζενς Σέρβις».

Ads

  Ενώ ο Βαφόπουλος, ως έντιμος αστός, θίγει και την χρήση του στρατού κατοχής ως “ομάδα κρούσης για πληρωμές” από “επιχειρηματίες” της πόλης που μπορούσαν να διατηρούν (με το αζημίωτο και για τις 2 μεριές) μαζί τους προνομιακές σχέσεις: Ο Γερμανός απαιτούσε να γίνει αμέσως η πληρωμή του εντάλματος της “βασίλισσας των τζαμιών”… σήκωσε το βαρύ του χέρι να με χτυπήσει. Οπισθοχώρησα έντρομος. Η συνείδηση του ραγιά δάγκωσε την ψυχή μου. … κι εκείνος βρίζοντας τώρα “εις άπταιστον ελληνικήν”, έκαμε ένα νεύμα στη χαμηλοβλεπούσα ‘μαντόννα’ κ’ έφυγε βροντώντας τη θύρα.

  Ενώ, η βαρβαρότητα των πολιτισμένων τευτόνων (αυτό που ο Τόμας Μαν σε μια εξαιρετική μελέτη απεκάλεσε ως την πλάνη του Γερμανικού αστισμού, ως την βεβαιότητα πως η παιδεία από μόνη της, δίχως την κριτική σκέψη και την ανθρωπιστική συνείδηση, μπορούσε να εξανθρωπίσει τον κόσμο) αναδεικνύεται και στο σύντομο διήγημα «Τα λεμόνια ήταν ακριβά», του Γ. Ιωάννου αναφέρεται σ’ έναν από τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς της ζωής του. Σε μια περίοδο που οι Έλληνες πέθαιναν κατά χιλιάδες από την έλλειψη τροφής, μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών θεώρησε ότι θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να χτυπάει τους περαστικούς με λεμόνια. Κι ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση οι διαβάτες απλά θα έφευγαν από αυτό το σημείο για να μη γίνονται τα παιχνίδια των Γερμανών, η πείνα και η πλήρης εξαθλίωση τους έκανε, όχι μόνο να δέχονται τα χτυπήματα των Γερμανών, αλλά και να πέφτουν στο δρόμο για να μαζέψουν τα λεμόνια. Η εικόνα των Ελλήνων που τσακώνονταν για κάτι τέτοιο ήταν εξαιρετικά αστεία για τους κατενθουσιασμένους Γερμανούς αξιωματικούς. Οι οποίοι  άλλωστε, σκάρωναν πάντα αντίστοιχης ποιότητας πλάκες κατά την περιφορά του Επιταφίου εις βάρος των Ελλήνων…

  Μέσα από τις σκληρές αυτές σελίδες  η πόλη της κατοχής επιστρέφει σε μας ως πεδίο όπου το ανίερο της κτηνωδίας εις βάρος των όποιων ΄άλλων΄ και της βόλεψης όσων συνήθως με το αζημίωτο σιωπούν, συγκρούεται με την ιερότητα της ανθρώπινης αντίστασης, με τελική της πράξη την Μνήμη που είναι Φως, κι ακόμη και σήμερα αρνείται να σιωπήσει..