Όλο και πιο πολύ ακούγεται, προβάλλεται και εν μέρει γίνεται και αποδεκτό το επιχείρημα πως το πιο ισχυρό προεκλογικό όπλο του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα είναι η σύντομη παραμονή τους στο τιμόνι της χώρας. Μια κυβέρνηση 7 μηνών είναι απίθανο να πέσει σε εκλογές. Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα.

Ads

Και είναι λογικό. Πέρα από το περιεχόμενο της συμφωνίας, πέρα από την μη τήρηση των περισσοτέρων υποσχέσεων, πέρα από τα σφάλματα στη διαχείριση, πέρα από τις αδυναμίες διακυβέρνησης και την ακαταλληλότητα πολλών υπουργών, υπάρχει μια αναντίρρητη αλήθεια: 7 μήνες δεν επαρκούν για να κριθεί μια κυβέρνηση.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως οι λόγοι που έδωσαν την νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Τσίπρα συνεχίζουν να τροφοδοτούν την εκλογική τους δυναμική. Διότι οι ελπίδες δεν έχουν οριστικά διαψευστεί. Ο πολιτικός χρόνος που μεσολάβησε δεν επαρκεί για κάτι τέτοιο.  Το γεγονός ότι ο Τσίπρας δεν κατήργησε το μνημόνιο και έφερε νέο, δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει στην ανατροπή του. Και ο λόγος είναι πολύ απλός: δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Ο αντίπαλός χώρος, αυτός που μπορεί να τον ανατρέψει δηλαδή, ο χώρος της κεντροδεξιάς, είναι όχι μόνον μνημονιακός, αλλά ο εισηγητής της μνημονιακής πολιτικής. Επομένως το γεγονός ότι ο Τσίπρας υπέγραψε κι αυτός μνημόνιο, δεν συνιστά προεκλογικό όπλο για τον αντίπαλό του. Τούτο σημαίνει πως η κεντροδεξιά δεν έχει ρεύμα ανατροπής, ρεύμα νίκης, που να υπερβαίνει τα ποσοστά της.

Επομένως, η μόνη κριτική που μπορεί να ασκηθεί στον Τσίπρα προέρχεται από τα αριστερά. Αλλά η απάντηση εδώ είναι επίσης εύκολη: η καταψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί σε κυβέρνηση ΝΔ. Αυτό θα είναι αρνητική εξέλιξη και φυσικά οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν την επιθυμούν. Εξ’ ού και τα χαμηλά ποσοστά της ΛΑΕ.

Ads

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι αβίαστο σχεδόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας διεκδικούν μια δεύτερη ευκαιρία, εφόσον το διάστημα που κυβέρνησαν είναι εξαιρετικά μικρό για να βγουν οριστικά συμπεράσματα και επίσης η κυβέρνηση της αριστεράς έπεσε μέσα στη δίνη μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν κρίσιμες δράσεις, που θα έδιναν το στίγμα της νέας κυβέρνησης.

Αυτό είναι το γενικό κλίμα, η λογική διεκδίκηση εκ μέρους του Τσίπρα μιας δεύτερης ευκαιρίας, η οποία προφανώς θα του δοθεί, έστω και με κριτική διάθεση, έστω και με βαριά καρδιά. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή για τη χώρα αυτή τη στιγμή. Τυχόν επάνοδος της ΝΔ στην διακυβέρνηση θα περιέπλεκε αρκετά τα πράγματα και θα πήγαινε κόντρα στο ρεύμα. Ένα κομματικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία δεν είναι σε θέση να ζητά μετά από 7 μήνες διακυβέρνησης της αριστεράς, να πάρει τη ρεβάνς. Και δεν θα την πάρει.

Τα πράγματα λοιπόν οδεύουν λογικά προς μια νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον συμμαχική, είτε με τους ΑΝΕΛ είτε με κάποιο άλλο μικρότερο κόμμα. Το ζήτημα είναι πως αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να δράσει ταχύτατα για την εφαρμογή όσων προβλέψεων έχει η συμφωνία, να γίνουν γρήγορα οι εκταμιεύσεις των δόσεων, να απελευθερωθούν οι πόροι Γιουνκέρ, να ρυθμιστούν το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος και από το νέο έτος η νέα κυβέρνηση να βάλει το στίγμα της στην δημόσια διοίκηση, προχωρώντας στην ριζική μεταμόρφωση του κράτους, προς μια αποτελεσματική και πιο δίκαιη μορφή.

Το σημερινό ντιμπέϊτ των δύο αρχηγών θα δώσει την ευκαιρία στον Τσίπρα να προβάλει το επιχείρημα της δεύτερης ευκαιρίας, που ουσιαστικά όμως είναι η πρώτη, εφόσον η 7μηνη διακυβέρνηση της αριστεράς ασχολήθηκε κυρίως με την αποφυγή του grexit.

Oύτως ή άλλως, κατά τη γνώμη μου, τα ντιμπέϊτ δεν έχουν απολύτως καμία επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα. Ένα είναι σίγουρο: ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα στην νέα θητεία του, διότι τα προβλήματα έχουν συσσωρευθεί και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο πλέον για λάθη και παραλείψεις. Άλλη ευκαιρία δεν πρόκειται να δοθεί.