Η άρνηση των ΗΠΑ να του χορηγήσουν βίζα “είναι τίτλος τιμής”, όπως σχολίασε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιος Κούλογλου, μιλώντας στον Περικλή Δημητρολόπουλο και στην στήλη “Μια ερώτηση, Μια ιστορία” του Αθηναϊκού Πρακτορείου.

Ads

Κύριε Κούλογλου, ποια είναι η μεγαλύτερη απογοήτευση που έχετε βιώσει ως ευρωβουλευτής;

Δεν είναι μία, αλλά δύο. Η πρώτη και μεγαλύτερη είναι η απόπειρα λογοκρισίας της έκθεσης γελοιογραφίας Ελλήνων και Γάλλων σκιτσογράφων που διοργάνωσα τον περασμένο Σεπτέμβριο με αφορμή τα 60 χρόνια της Ευρώπης. Η έκθεση φυσικά έγινε ολόκληρη υπό την μορφή διαμαρτυρίας, όμως η απόφαση της κοσμήτορος να λογοκρίνει ως «εμπρηστικά» κάποια από τα σκίτσα, που έθιγαν τις πολιτικές λιτότητας του Βερολίνου, ήταν μια απόφαση αντιδημοκρατική και επιζήμια για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το πολιτικό χιούμορ και η σάτιρα αποτελούν ουσιαστικό μέρος της δημοκρατίας από την εποχή του Αριστοφάνη. Μόνο τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα δεν τα ανέχονται. Το δυστυχές αυτό περιστατικό συνέβη, μάλιστα, δύο χρόνια μετά τη βάρβαρη δολοφονία όλης της συντακτικής ομάδας του Charlie Hebdo για μερικές γελοιογραφίες! Λέγαμε όλοι «Je suis Charlie» ή όχι; Η απόπειρα λογοκρισίας των σκίτσων ήταν σαν να παραδεχόμαστε ότι οι τζιχαντιστές που επιτέθηκαν στο γαλλικό σατυρικό περιοδικό είχαν κάποιο δίκιο! Το θετικό, όμως, είναι ότι η απόπειρα λογοκρισίας γέννησε δημιουργία. Τόσο οι Έλληνες σκιτσογράφοι όσο και ξένοι απάντησαν στην κοσμήτορα με νέα σκίτσα που ασκούσαν κριτική στην απόφασή της. Στην έκθεση, τελικά, συμπεριλάβαμε και αυτά.

Ads

Η δεύτερη απογοήτευσή μου έχει να κάνει με την υπόθεση της βίζας που μου αρνούνται οι ΗΠΑ. Η ιστορία κρατά περίπου οκτώ χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 2010, μαζί με δύο συνεργάτες μου, πήγαμε στο Αμερικανικό Προξενείο στην Αθήνα για να ανανεώσουμε τη δημοσιογραφική μας βίζα. Τη χρησιμοποιούσαμε όλη τη δεκαετία του 2000 ταξιδεύοντας στις ΗΠΑ για τις ανάγκες της εβδομαδιαίας εκπομπής «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα». Οι δύο συνεργάτες μου πήραν αμέσως τη δημοσιογραφική βίζα. Εμένα μου είπαν να περιμένω. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, παρά τα διαβήματα διεθνών οργανώσεων για την ελευθερία του Τύπου, όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, δεν έπαιρνα καμία απάντηση. Σε δύσκολη θέση να δώσουν μια εξήγηση, οι αμερικανοί πρεσβευτές στην Αθήνα και τις Βρυξέλλες, που γνώριζαν το έργο μου ως δημοσιογράφου και σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ, πρότειναν να αιτηθώ μια απλή τουριστική βίζα. Η απάντηση ήταν η ίδια: απορρίπτεται.

Είχα ελπίσει ότι η εκλογή μου στο Ευρωκοινοβούλιο θα άλλαζε τα πράγματα. Το καλοκαίρι του 2017 κλήθηκα να μιλήσω, ως ευρωβουλευτής, στο People’s Summit στο Σικάγο. Ζήτησα ξανά βίζα, καμία απάντηση. Τον Δεκέμβριο του 2017 ήμουν μέλος της επίσημης αντιπροσωπείας του Ευρωκοινοβουλίου που θα ταξίδευε στις ΗΠΑ για επαφές με Αμερικανούς συναδέλφους και επισήμους. Πάλι το ίδιο. Όμως αυτή τη φορά η αμερικανική κυβέρνηση έπρεπε να δώσει μια εξήγηση: μετά από 7 χρόνια με ενημέρωσε ότι η αίτηση βίζας είχε απορριφθεί, παραπέμποντας σε ένα άρθρο περί τρομοκρατίας.

Αυτό που συνέβη είναι ότι η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα διαμαρτυρόταν συνεχώς στην ελληνική κυβέρνηση, για τις εκπομπές και τα ντοκιμαντέρ μου, όπως το «24+1 ψέματα για να πουλήσετε ένα πόλεμο» του 2004, που είχε θέμα την εισβολή στο Ιράκ, ή η «Εξομολόγηση ενός οικονομικού δολοφόνου». Σε μια συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της δημοσίας τηλεόρασης το 2008, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, συζητήθηκαν «τα προβλήματα τα οποία είχε δημιουργήσει η εκπομπή στον (πρωθυπουργό) κ. Σημίτη όταν διαπραγματευόταν σοβαρά θέματα στις ΗΠΑ». Ένα μήνα αργότερα με απέλυσαν από την δημόσια τηλεόραση (επανήλθα το 2010, όταν ζήτησα και τη βίζα).

Η απογοήτευση για την επιμονή στην άρνηση αυτή δεν είναι τόσο προσωπική. Για μένα η άρνηση βίζας είναι τίτλος τιμής και δικαίωση της κριτικής που ασκούσαν τα ντοκιμαντέρ στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Είναι όμως μεγάλη απογοήτευση για την αμερικανική δημοκρατία.