Στη μέση της πανδημίας και της χειρότερης κρίσης της ευρωπαϊκής ιστορίας, η ΕΕ αποφάσισε να οργανώσει δημόσιο διάλογο για «το Μέλλον της Ευρώπης». Δεν είναι ο πρώτος. Υπήρξαν πολλοί ανάλογοι στο παρελθόν: η Ευρωπαϊκή Συνέλευση για το Ευρωπαϊκό σύνταγμα, απόπειρες δημόσιου και κοινωνικού διαλόγου πριν τις Συνθήκες Άμστερνταμ, Νίκαιας και Λισαβώνας και μετά την απόρριψη του συντάγματος. Πρόσφατα τα εξηκοστά γενέθλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2017 οδήγησαν σε πληθώρα σχεδίων, προτάσεων και ιδεών για το μέλλον της Ευρώπης. Η Κομισιόν δημοσίευσε τη Λευκή Βίβλο με τα πέντε σενάρια για το μέλλον, οι πέντε «Προέδροι» δημοσίευσαν τη δική τους έκθεση. Το ευρωκοινοβούλιο επίσης είχε τις δικές τους προτάσεις και προετοίμασε ένα δημόσιο και διαδικτυακό διάλογο. Ξεχάστηκαν γρηγορότερα από τον καιρό που πήρε η προετοιμασία τους.

Ads

Οι Ευρωπαϊκοί λαοί έδειξαν πλήρη αδιαφορία για τις προτάσεις και διαλόγους. Η μικρή συμμετοχή περιορίστηκε σε κρατικά στελέχη, τους γνωστούς πανεπιστημιακούς που έχουν ή ελπίζουν να πάρουν ερευνητικά κονδύλια από την ΕΕ και μερικούς ιδεαλιστές κοσμοπολίτες.  Οποτεδήποτε κλήθηκαν οι πολίτες να ψηφίσουν για την Ευρώπη η αδιαφορία ήταν καταλυτική. Χαρακτηριστική είναι η Ολλανδία, μια από τις ιδρυτικές χώρες. Στις ευρωεκλογές του 2004 η συμμετοχή ήταν 39%, 63% στο δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα το 2005 όταν το 62% το καταψήφισε. Από την άλλη πλευρά το 80% των Ολλανδών ευρωβουλευτών ψήφισαν υπέρ του συντάγματος.  Όπως ξέρουμε και από την Ελλάδα, ο κόσμος ψηφίζει με εθνικά και όχι ευρωπαϊκά κριτήρια, δίνοντας συνήθως μια αυστηρή προειδοποίηση στην κυβέρνηση χωρίς να διακινδυνεύει πολιτική κρίση.

Γιατί υπάρχει τόση μεγάλη αδιαφορία για ένα θεσμό που επηρεάζει σημαντικά τη ζωή των πολιτών; Η απάντηση είναι απλή. Όσες φορές κι αν ζητήσεις το αδύνατο, θα παραμείνει άπιαστο. Υπάρχει ένα απαγορευτικό εμπόδιο στην καρδιά της ευρωπαϊκού σχεδίου: η απουσία του λαού. Η Ευρώπη δεν κατόρθωσε να εμπνεύσει τους πολίτες όπως έκαναν ιδέες σαν το έθνος, τον σοσιαλισμό ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν δημιουργήθηκε Ευρωπαϊκός δήμος και απέτυχε η – περιορισμένη και αλαζονική – προσπάθεια των ελίτ να κατασκευάσουν μια επίπλαστη αίσθηση κοινής ιστορίας, συνείδησης και ταυτότητας. Η καθημερινή εμπειρία της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαών της Ευρώπης χαρακτηρίζεται από την πολιτική, πολιτισμική και συναισθηματική πρόσδεση στο τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Ο λαός, ο δήμος της δημο-κρατίας, παραμένει Ελληνικός, Ιταλικός ή Ισπανικός.

Ο σημαντικότερος υποστηρικτής του συνταγματικού φεντεραλισμού Γιούργκεν Χάμπερμας υποστήριξε ότι ένας φιλελεύθερος «συνταγματικός πατριωτισμός» κοινών δικαιωμάτων και νομικών διαδικασιών θα μπορούσε να φτιάξει ένα νέο είδος δήμου. Η ιδέα μπορεί  να ακούγεται προοδευτική στο Βερολίνο, όπου ο εθνικισμός έχει επανειλημμένα μεταστραφεί σε γενοκτονία, αλλά δεν συνεπαίρνει τις Παριζιάνικες και Μαδριλένικες συνοικίες, ούτε το Πέραμα και το Περιστέρι. Όταν η οικονομική κρίση διέλυσε τα λίγα κοινωνικά δικαιώματα που είχαν επιβιώσει της Θατσερικής επίθεσης, το μέλλον της «πραγματικά υπαρκτής» Ευρώπης σκοτείνιασε.  Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο ευρωσκεπτικισμός έχει πάρει τα πάνω του. Πίσω από κάθε άνοδο της άκρας δεξιάς υπάρχει μια αποτυχία της δημοκρατίας. Οι ελίτ έχουν εξευρωπαϊστεί αλλά οι λαοί δεν έχουν ακολουθήσει. Αντίθετα, όταν χάθηκαν δουλειές με την παγκοσμιοποίηση, όταν κτυπήθηκε το βιοτικό επίπεδο των πολιτών με την κρίση, βασική υπεύθυνη, άδικα εν μέρει, θεωρήθηκε η ΕΕ. Οι λαοί στράφηκαν στους ακροδεξιούς λαϊκιστές.

Ads

Το δημοκρατικό έλλειμμα

Συχνά ακούγεται το επιχείρημα ότι η Ένωση υποφέρει από ένα «δημοκρατικό έλλειμμα». Η Ευρώπη δεν έχει «έλλειμμα» αλλά απουσία δημοκρατίας. Όλα τα σημαντικά συντάγματα ήταν αποτέλεσμα λαϊκής συμμετοχής. Στη Φιλαδέλφεια, το Παρίσι ή την Τροιζήνα δημιουργήθηκε μια νέα κρατική οντότητα. Η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατία μπήκαν στην καρδιά της συντεταγμένης εξουσίας. Η Ένωση ήταν δημιούργημα διεθνών συνθηκών στις οποίες δεν συμμετείχαν οι λαοί. Δεν υπήρξε αυτό που ονομάζεται συντακτική στιγμή και συντακτική εξουσία.  Η έλλειψη σχέσης με τους Ευρωπαϊκούς λαούς αποτελεί συστατικό στοιχείο της ΕΕ.

Όλες οι αρχές του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού από το διαχωρισμό των εξουσιών ως τη λογοδοσία και τη διαφάνεια της εκτελεστικής εξουσίας παραβιάζονται. Η Επιτροπή, διορισμένη από τις κυβερνήσεις, ασκεί την βασική νομοθετική πρωτοβουλία, σαν Κοινοβούλιο, αλλά επίσης εφαρμόζει τους νόμους, όπως η εκτελεστική εξουσία. Οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων και τo Συμβούλιο Υπουργών νομοθετούν σε συνεργασία με τους διορισμένους από τις εθνικές κυβερνήσεις Επιτρόπους. Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μια περιορισμένη μορφή των συνηθισμένων εξουσιών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: δεν διορίζει την «Κυβέρνηση» (την Επιτροπή), δεν νομοθετεί (η Επιτροπή προτείνει και η Βουλή συμμετέχει σε μια «τριγωνική» διαπραγμάτευση με το Συμβούλιο για τα νομοσχέδια της Επιτροπής και μπορεί  μόνο να προσθέτει τροπολογίες), δεν επιβάλει φόρους και η δυνατότητα ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας είναι εξαιρετικά μειωμένη όπως έδειξε το ακαταλόγιστο της Τρόϊκα την περίοδο των μνημονίων. Βασικός σκοπός της Ευρωβουλής είναι να νομιμοποιεί τις προαποφασισμένες πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων και της Επιτροπής. O συνδυασμός ευρωκρατών και εθνικών γραφειοκρατών που δεν είναι υπόλογοι πουθενά έχει οδηγήσει σε ένα βουνό νομοθεσίας που ανέρχεται σε 100.000 σελίδες. Αυτό το νομοθετικό τσουνάμι μπαίνει στα κράτη συνήθως χωρίς κανένα έλεγχο από τα εθνικά κοινοβούλια.

Η αποτυχία της «ενοποίησης»

Η απουσία του λαού επαναλήφθηκε σε όλες τις σημαντικές κινήσεις προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στη δεκαετία του 1980, η διαρκής εμβάθυνση και η ενοποίηση της ΕΕ έγιναν το raison d’être των Βρυξελλών. Η μέθοδος που επιλέχτηκε ήταν η συνεχής σύγκλιση των κρατών στα βασικά πεδία οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής είτε με διακρατικές συμφωνίες είτε με την μέθοδο της «μετακύλισης». Η νέο-λειτουργιστική ορθοδοξία της εποχής βασιζόταν στη σταδιακή μεταφορά της σύγκλισης από πεδία ήδη ενοποιημένα σε άλλα γειτονικά με τα οποία τα πρώτα είχαν λειτουργικές συνδέσεις. Αλλά καθώς η σύγκλιση μέσω αποφάσεων της Επιτροπής άρχισε να διεισδύει σε κεντρικά πεδία της κοινωνικής οργάνωσης συνάντησε αντιστάσεις και εμπόδια. Έτσι η παραπέρα σύγκλιση δυσκόλεψε και μπορούσε να γίνει μόνο με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που γύρισε στο μοντέλο των 1960 και 1970, της «σιωπηρής σύγκλισης μέσω του δικαίου». Και οι δύο μέθοδοι παραμερίζουν τη λαϊκή συμμετοχή.

Η επόμενη προσπάθεια κίνησης προς τα μπρος έγινε με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Η ΕΕ είναι σαν ένα ποδηλάτη, λένε οι «ειδικοί», αν σταματήσει θα πέσει. Αλλά το φιάσκο με τα δημοψηφίσματα έκανε σαφές ότι οι πολίτες δεν συμφωνούσαν με περαιτέρω βήματα ολοκλήρωσης. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) ήταν εν μέρει η απάντηση διαχωρίζοντας καταστατικά τη διαδικασία της ενοποίησης από τη βούληση των λαών. Όπως έλεγε Χάμπερμας, σχολιάζοντας την επιβολή του μνημονίου στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η νομισματική ένωση εξελίχθηκε σε μια περίπτωση αδιαφανούς, μετα-δημοκρατικού «εκτελεστικού φεντεραλισμού». Η ΟΝΕ αφαίρεσε ένα σημαντικό μέρος εθνικών μηχανισμών επίλυσης προβλημάτων, όπως η ευελιξία στο συνάλλαγμα και το επιτόκιο, χωρίς να τις αντικαταστήσει με ανάλογους ευρωπαϊκούς. Η Ευρωζώνη που παρουσιάστηκε αρχικά ως τεχνοκρατική άσκηση μεταμορφώθηκε έτσι σιωπηρά σε ένωση δημοσιονομικής αυστηρότητας και άρχισε να πιέζει τους δεκαοχτώ προς τεχνοκρατική και νομική ομοσπονδοποίηση χωρίς την πολιτική. Η παλιά λογική της «μετακύλισης» λειτούργησε πάλι. Μόνο που τώρα, το  Ευρωδικαστήριο δεν διέδιδε την απαγόρευση των διακρίσεων και την προστασία του περιβάλλοντος όπως το 1960 και 1970 αλλά «συνταγματοποιούσε» τον νεοφιλελευθερισμό και την επίθεση στα δικαιώματα των εργαζόμενων, κάτι στο οποίο θα επιστρέψουμε.

Η αδιαφορία της ΟΝΕ για τη δημοκρατία έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Όλα τα κυβερνώντα κόμματα σε χώρες που εντάχθηκαν σε πρόγραμμα έχασαν τις επόμενες εκλογές, ενώ τα κόμματα του Βορρά χρησιμοποίησαν τα δεινά του Νότου για εκλογικά κέρδη. Η ΕΕ εγκατάλειψε την κοινωνική δικαιοσύνη και την απέπεμψε στις πολιτικές των κρατών που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν τροφοδοτώντας έτσι την ξενοφοβία. Η αποξένωση των πολιτών από την πολιτική επιταχύνθηκε και απειλεί το σύνολο του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η απάντηση των ελίτ είναι οι πολλαπλές ταχύτητες, οι ομόκεντροι κύκλοι η οι ομάδες προθύμων à la carte. Όπως αναγνώρισε ο Σόιμπλε, ένας φανατικός ευρωπαϊστής, σε συνέντευξη στους Financial Times το 2017, η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης δεν είναι πιά δυνατή. Το όραμα περί σύγκλισης, ολοκλήρωσης, «ever closer union» πέθανε.

Χρειαζόμαστε μια διαφορετική πολιτική σε μια διαφορετική Ευρώπη. Έχουμε το καθήκον να ξαναχτίσουμε την Ευρώπη από τα κάτω προς τα πάνω, ως μια κοινότητα δημοκρατικών εθνών και λαών, ενάντια στην από πάνω κατασκευή ενός μεγέθους που τα χωράει όλα. Η μάχη για την καρδιά της Ευρώπης θα πραγματοποιηθεί σε τρία μέτωπα.

Πρώτα, αντιστροφή της λιτότητας και των πολιτικών που προκαλούν ύφεση. Ο ευρωσκεπτικισμός μπορεί να ανακοπεί. Χρειάζεται την ενίσχυση της συνοχής με την μεταφοράς πόρων από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες χώρες. Θέσπιση ενός συστήματος κοινής διαχείρισης του χρέους με αμοιβαιοποίηση τουλάχιστον ενός μέρους του και δημιουργία μιας αληθινής τραπεζικής ένωσης με εγγύηση των καταθέσεων.

Δεύτερο, χρειαζόμαστε σημαντική αναβάθμιση της δημοκρατίας και της λογοδοσίας, την επαναπολιτικοποιήση της πολιτικής για να αποτρέψει την αιχμαλωσία της από αντι-κοινωνικές ιδεολογίες και τεχνοκρατικές παρα-εξουσίες.

Τέλος, πολλές εξουσίες και αρμοδιότητες θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις εθνικές πρωτεύουσες, περιφέρειες και τοπικές αρχές. Πρέπει να μπει στη συζήτηση η ιδέα μιας χαλαρότερης ένωσης πατρίδων που μπορεί να αντικαταστήσει το αποτυχημένο σχέδιο της πολιτικής ενοποίησης. Ίσως αυτό να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σύγκλιση των λαών και να ξεκινήσει την δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού δήμου.