Στη χώρα μας μπορεί ένας αστυνομικός, αν θέλει, να δείρει έναν πολίτη. Μπορεί ένας πολιτικός, αν θέλει, να παραβιάσει τη σειρά και να εμβολιαστεί πρώτος. Μπορεί ένας υπουργός, αν θέλει, να φέρει ό,τι τροπολογία θέλει, νύχτα. Μπορεί ένας υφυπουργός να αποφασίζει ό,τι θέλει, χωρίς εξηγήσεις, ίσως και να αναθέσει έργα σε όποιον θέλει. Μπορεί ένας διαπλεκόμενος δημοσιογράφος, επειδή έτσι θέλει, να έχει την προστασία της κρατικής αστυνομίας.

Ads

Αυτός που έχει την εξουσία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, και αυτός που είναι στην αντιπολίτευση μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Κανείς ποτέ δεν ελέγχεται ούτε γι’ αυτά που κάνει, ούτε γι αυτά που λέει. Καμία υπόθεση δε διερευνάται και δεν ολοκληρώνεται εγκαίρως – σε ένα χρονικό πλαίσιο που να είναι νωπή η μνήμη και το ηθικό αποτύπωμά της. Συγκλονιστικά πράγματα, είτε αληθινά είτε υπερβολικά, εφόσον καταγγέλλονται καθημερινά, παύουν να είναι πλέον συγκλονιστικά. Η κοινωνία μας βομβαρδίζεται καθημερινά από τέτοια συγκλονιστικά γεγονότα – είναι πλέον πολύ κοντά στα όρια της απάθειας γιατί τα θεωρεί καθημερινά και όχι συγκλονιστικά. Προσεγγίζει την ανοσία της αγέλης που δεν ανταποκρίνεται στα συγκλονιστικά γεγονότα.

Μέσα σε όλα αυτά, ψηφίστηκε προχθές η τροπολογία για το ακαταδίωκτο των τριών επιτροπών που ασχολούνται με τα θέματα της υγείας και της προστασίας των πολιτών. Στην Ελλάδα υπάρχει ήδη de facto το ακαταδίωκτο. Η ελληνική δικαιοσύνη για να επιλύσει ακόμα και μια απλή υπόθεση χρειάζεται μια δεκαετία. Αυτό που λείπει από τη χώρα μας είναι το “καταδιωκτέο”. Και δεν λείπει από την νομοθεσία μας αλλά από την στρατηγική μας. Ένα θέμα που είναι ή υποτίθεται ότι είναι συγκλονιστικό, δεν μπορεί μόνο να ανοίγει – πρέπει να φροντίζει αυτός που το αναδεικνύει να το παρακολουθεί με επιμονή μέχρι τέλους – πρέπει και να κλείνει.

Αυτού του είδους η ανοσία της αγέλης είναι αποτέλεσμα του de facto ακαταδίωκτου, του ατιμώρητου, το οποίο καταργεί την ασφάλεια δικαίου που πρέπει να αισθάνεται ο πολίτης. Τότε ο πολίτης αναζητά πλέον την προστασία της αγέλης, που συνήθως προσφέρουν οι μηχανισμοί της εξουσίας και όχι οι θεσμοί της δημοκρατίας.
 
*Ο Βασίλης Τσαουσίδης είναι Καθηγητής ΔΠΘ
 

Ads