Η ανεμογραμμή του θανάτου διατρέχει όλη τη βασανιστική πορεία της ανθρωποποίησης, του πιο ανώτερου από τα έμβια όντα, τα οποία δημιουργήθηκαν στον πλανήτη Γη. Από την αρχή της ύπαρξής του έως σήμερα, το έμβιο θηλαστικό ον, που αυτοονομάστηκε άνθρωπος, διανύοντας μια ανελικτική πορεία ζωής τριών εκατομμυρίων ετών, δεν προβαίνει σε τίποτε άλλο παρά να θανατώνει τους συνανθρώπους του.

Ads

Ο άνθρωπος, αυτός ο ίδιος, αυτοαποκλήθηκε… σοφός. Αυτοκατηγοριοποιήθηκε και αυτοπροσδιορίστηκε ως το ανώτερο δημιούργημα της φύσης και ενώ κομπορρημονεί για τον πολιτισμό του, βρίσκεται ακόμα στο στάδιο να εξοντώνει, με έννομη κατοχύρωση, ατομικά (θανατική ποινή και εκτέλεση) και συνολικά (πόλεμος) τους συνανθρώπους του. Δισεκατομμύρια εργατοώρες αναλώνονται για την κατασκευή όπλων θανάτου των ανθρώπων από ανθρώπους. Οι επιστήμονες των φυσικών επιστημών και οι τεχνίτες αξιοποιούν τις γνώσεις, την τεχνολογία και την τεχνική τους για την καλύτερη και τελειότερη κατασκευή όπλων αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας.

Λείπει η συλλογική συνείδηση ότι η ανθρωπότητα αυτοκτονεί με τον πόλεμο. Η συλλογική αυτή έλλειψη εξουδετερωθεί, παρά τις μεμονωμένες σπαρακτικές φωνές από την αρχαιότητα ως σήμερα. Ο Όμηρος, σ’ ένα έργο κατ’ εξοχήν πολιτικό, όπως είναι η Ιλιάδα, αντιπαραθέτει στον πόλεμο τη ζωή. Ο Αχιλλέας απορρίπτει τις προσφορές του Αγαμέμνονα και ομολογεί ότι «ο πόλεμος αυτός δεν έχει νόημα, τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από τη [7] ζωή». Ο Αριστοφάνης, επίσης, με τη Λυσιστράτη επιχειρεί να δείξει τη γυναίκα ως παράγοντα που μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όμως, αποτέλεσαν μια συλλογική κορύφωση, έστω κάθε τέσσερα χρόνια, που καταργούσε τον πόλεμο. Η σημερινή διαστρέβλωσή τους με την εμπορευματοποίηση, τον πρωταθλητισμό και την ταυτόχρονη διεξαγωγή πολέμων δεν αναιρεί το γεγονός ότι, τότε, έστω για λίγο κάθε τέσσερα χρόνια, σταματούσαν οι ανθρωποθυσίες. Τρεις μήνες πριν, όσο διαρκούσαν, και τρεις μήνες μετά. Μια φωτεινή γραμμή μέσα στο ζόφος. Από τότε, όμως, ακολούθησε ως και σήμερα η σκοταδιστική μεγάλη περίοδος της ανθρώπινης μωρίας: η αιματοχυσία. Εν ονόματι μάλιστα του… εκχριστιανισμού, του εκπολιτισμού, της εγκαθίδρυσης της παγκόσμιας τάξης. Φυσικό επακόλουθο, για όλους εμάς που ζήσαμε τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ζούσαμε έναν Ψυχρό Πόλεμο ξέφρενων εξοπλισμών, να νοιώσουμε τη ζεστή φωνή της εναντίωσης στον παραλογισμό.

Ads

Ο Μπέρτραντ Ράσσελ υπήρξε, για μας τους Έλληνες, όχι μόνο ο ανυποχώρητος πολέμιος του πολέμου, αλλά και ο ελεύθερος στοχαστής, ο άδολος φιλέλληνας. Πρωτακούσαμε τη φωνή του, όταν από το 1945 στηλίτευσε τη βρετανική και αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα. Τον γνωρίσαμε ως συμπαραστάτη των πολιτικών κρατουμένων. Και ανταμωθήκαμε μ’ αυτόν στον αγώνα για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Μια ομάδα Ελλήνων φοιτητών, μάλιστα, με τον Μιχάλη Περιστεράκη και τον Νίκο Κιάο, ανταποκρίθηκε αμέσως στο προσκλητήριό του και συνέπηξε το «Σύνδεσμο Νέων Μπέρτραντ Ράσσελ για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό και την Ειρήνη».

Η φωνή του φιλοσόφου που έταξε τη ζωή του και την επιστήμη του στον αγώνα ν’ απαλλαγεί η ανθρωπότητα από τον καρκίνο της αυτοκαταστροφής βρίσκει άμεση ανταπόκριση στον ελληνικό λαό. Σχηματίσαμε μια ομάδα, που την αποτελούσαν οι Λαμπράκης, Κύρκος, Λιναρδάτος κι εγώ, οι οποίοι αποφασίσαμε να πάμε στην Αγγλία και να πάρουμε μέρος στην τετραήμερη  πορεία της οργάνωσης «Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό». Η πορεία ξεκίνησε στις 12Απριλίου από την πυρηνική βάση του Ολντερμάστον και κατέληξε στο Χάυδ Παρκ του Λονδίνου στις 15 Απριλίου 1963.

Με την ευκαιρία αυτή έγινε η συνάντησή μας με τον Μπέρτραντ Ράσσελ, με τη συμμετοχή της Μπέττυς Αμπατιέλου, στο σπίτι του στην Ουαλία. Μια συνάντηση απ’ αυτές που δεν ξεχνιούνται, όσο κι αν ξεφυλλίζει τα χρόνια ο καιρός. Παρά τις σχετικές εσωτερικές αντιδράσεις μου, την επιφυλακτικότητά μου στους τιτλοφόρους –«τι δουλειά έχω μ’ έναν λόρδο»– από τη μια, κι από την άλλη την εναντίωσή μου σε κάθε ηγετική μορφή, επεδίωξα τη συνάντηση, διότι ο φιλόσοφος ειρηνιστής είχε σταθεί στο πλευρό των Ελλήνων Πολιτικών Κρατουμένων. Ο Ράσσελ μας υποδέχτηκε ξαπλωμένος σε μια σαιζ-λονγκ. Ο γηραιός άνθρωπος, παρ’ ότι ήταν απόλυτα ενημερωμένος για το αστυνομικό καθεστώς στην Ελλάδα, ήθελε να μάθει ακόμα περισσότερα και να εφοδιαστεί με πιο πολλά επιχειρήματα στον αγώνα του, για να σταματήσει «η ταπείνωση του ελληνικού έθνους», όπως τόνιζε.

Η συζήτηση περιστράφηκε και γύρω από τα θέματα του πυρηνικού αφοπλισμού και πώς θα κατανικηθεί «η ανθρώπινη μωρία», όπως ανέφερε. Το ήρεμο ύφος του, το βάθος και η ευρύτητα των προβληματισμών του μ’ εντυπωσίασαν. Κατανόησα, απολύτως, γιατί η ιδιαιτερότητα του Μπέρτραντ Ράσσελ έγκειται στο γεγονός ότι η επιστημονική παρουσία του και η δραστηριότητά του αποσκοπούσαν όχι στην ανάδειξή του ως ηγέτη, αλλά στο να ξυπνήσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων σ’ ένα κίνημα συλλογικής αυτογνωσίας, ώστε η τύχη της ανθρωπότητας να εναπόκειται στη δική τους και μόνον αποκλειστική θέληση. Ο ήρεμος άνθρωπος που γνώρισα θύμωνε για την «ανθρώπινη μωρία» και κυριευόταν, όπως ο ίδιος έλεγε, από τρία πάθη: «τη λευτεριά για τον έρωτα, την αναζήτηση για τη γνώση, και την αβάστακτη συμπόνια για τα βάσανα της ανθρωπότητας».

Ήταν δηλαδή ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ανυπότακτος απέναντι σε [9] οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, αφιερωμένος στη λατρεία του Ελεύθερου Ανθρώπου, με μια πλατύτατη κοσμοαντίληψη για την πανανθρώπινη λευτεριά. Όλα αυτά φαντάζουν ως ένα φαντασιακό όραμα. Επεδίωξε όμως και αγωνίστηκε να πραγματωθεί. Το κλειδί στο πρόβλημα έγκειται βέβαια στη συλλογική συνείδηση και πώς θα επιτευχθεί. Πρόβλημα άλυτο και βασανιστικό, αλλά από το οποίο εξαρτιέται η πραγματική ανθρωποποίηση του ανθρώπου.

Η μελέτη του Γιώργου Καλπαδάκη, Ο Μπέρτραντ Ράσσελ και η μετεμφυλιακή Ελλάδα, παρουσιάζει, από τη μία, όλη τη συμπαράσταση του φιλοσόφου στον ελληνικό λαό, κι από την άλλη την ξεχωριστή προσωπικότητα του διανοητή ανθρωπιστή. Αξιοποιώντας πρωτογενές υλικό, ο συγγραφέας παρουσιάζει τις παρεμβάσεις του Μπέρτραντ Ράσσελ για τα αδικήματα που υφίστατο ο ελληνικός λαός από τον βρετανικό και αμερικανικό εθνικισμό, αλλά ιδιαίτερα από τη συμβολή του στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, οι οποίοι βρίσκονταν σ’ έναν «ατελείωτο διωγμό».

Το έργο αυτό αποτελεί, απ’ αυτή την πλευρά, και μια υπόδειξη καταγραφής. Κάποτε, επιτέλους, πρέπει να αναγραφεί και να αναδειχθεί όλη εκείνη η συνεισφορά όλων των αγραυλουσών συνειδήσεων, που ύψωναν φωνή διαμαρτυρίας για όλα τα εγκλήματα τα οποία διαπράττονταν σε βάρος του ελληνικού λαού, τα δύστηνα χρόνια της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Όχι μόνο ως απότιση φόρου τιμής που οφείλουμε σ’ όλους εκείνους που δεν έμειναν αδιάφοροι, σ’ όλους που αρνήθηκαν να μείνουν αμίλητοι και να προσπεράσουν τη δυστυχία, αλλά και ως εκτίμηση του βάθους και τους εύρους της συλλογικής συνείδησης.

Παράλληλα, ο Γ. Καλπαδάκης προβάλλει το τεράστιο θέμα της ευθύνης, όλων μας, απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές αδικίες, εξαίροντας την ακατάβλητη συμμετοχή και την πλούσια δραστηριότητα στο χώρο των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων του Μπέρτραντ Ράσσελ. Του ανθρωπιστή φιλοσόφου, του αγωνιστή των ανθρωπίνων αξιών, που φυλακίστηκε για τις ιδέες του, του ακάματου συγγραφέα. Παρουσιάζει και αναδεικνύει την προσήλωσή του στις οικουμενικές αρχές της ελευθερίας σκέψης και λόγου, όπως και την κινηματική δραστηριότητά του υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Αθήνα, 9 Νοεμβρίου 2008

(*) Πρόλογος στο βιβλίο του Γιώργου Καλπαδάκη  «Ο Μπέρτραντ Ράσσελ και η μετεμφυλιακή Ελλάδα», ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ

image