Ο Νίκος Δήμου είναι «κακό παιδί». Από εκείνα που ανοίγουν το πατρικό ρολόι για να δούνε πώς δουλεύει· και μετά δείχνουν κρυφοπερήφανα τα κατορθώματά τους στο συγκεντρωμένο σόι. Και καθώς έμαθε να αντλεί την προσωπική του ταυτότητα απ’ αυτήν την καταστροφική ψυχομηχανική, έγινε τόσο ικανός σ’ αυτήν που την έκανε δημόσια εικόνα και τρόπο ζωής. Εδώ και δεκαετίες δεν κάνει άλλο από το να «αποκαλύπτει» αδιαλείπτως τη δυστυχία τού να είσαι Έλληνας. Το ξαναέκανε τις προάλλες, ανήμερα 25η Μαρτίου, απευθύνοντάς μας εκείνο το απομυθοποιητικό ερώτημα «Πότε θα διδαχθούν τα παιδιά την αλήθεια για το 21;» (Protagon, 25/3/2014).

Ads

 
Και μία προς μία αποκαθήλωσε σειρά από ψευδείς και «ψευδείς» εθνικές εντυπώσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα: «Θα έχουμε ωριμάσει ως έθνος όταν τα σχολικά μας βιβλία συμπεριλάβουν αυτές (και άλλες) δύσκολες αλήθειες. Όταν θα πάψουν να αποσιωπούν ή να μυθολογούν. Έτσι θα πραγματώσουμε το Σολωμικό ρήμα, που ταυτίζει το αληθές με το εθνικό». Δεν  έχει άδικο, σκέφτηκα. Να συνεννοηθούμε όμως προηγουμένως τί είναι αληθές – όταν μιλάμε, εννοείται, για τη ζωντανή μας αλήθεια, κι όχι για τις αλήθειες των κομματιών του διαλυμένου ρολογιού – και σε τί διαφέρει απ’ το μυθικό.
 
Έχω τη γνώμη πως υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς τα ιστορικά γεγονότα. Ο ένας είναι ο επιστημονικός, όπου η ιστορία εμφανίζεται στο γνωρίζον υποκείμενο σαν ένα άθροισμα εξωτερικών-αντικειμενικών γεγονότων. Πόση και τι είδους πρόσβαση μπορεί να έχει ο επιστήμονας στα ιστορικά γεγονότα, ή πόσο αμερόληπτα μπορεί να τα εξετάσει είναι ανοικτά ερωτήματα, αλλά ας τα αφήσουμε για την ώρα. Αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει ένας δεύτερος τρόπος ανάγνωσης των ιστορικών γεγονότων, που συμπίπτει μ’ αυτό που λέμε «ιστορικό μύθο». Είναι μια ενοποιητική και κατ’ ανάγκη αφαιρετική αφήγηση που συνδέει τα γεγονότα σ’ ένα πλαίσιο σημασιών και συμβόλων ζωτικών για το γνωρίζον υποκείμενο, είτε αυτό είναι ατομικό (ένα πρόσωπο), είτε είναι συλλογικό (μια κοινότητα, ένα έθνος κλπ). Στην περίπτωση αυτή η ιστορική αφήγηση δεν είναι εξωτερική προς τον αφηγητή και τους ακροατές του. Αποτελεί μέρος της ψυχικής-πνευματικής τους συγκρότησης.
 
Εδώ η έννοια του «μύθου» δεν έχει να κάνει με κάποιο ψέμα. Παραπέμπει στην ύπαρξη ενός δραματικού-ποιητικού άξονα που επιτρέπει στην αφήγηση να διαπεράσει τη σφαίρα της διανοητικής κατανόησης και να εισχωρήσει στο εσωτερικό της ψυχής. Είναι μύθος γιατί (α) λειτουργεί παραμυθητικά, (β) δημιουργεί εσωτερικούς δεσμούς ανάμεσα στο γνωρίζον υποκείμενο και στο γνωριζόμενο αντικείμενο, και (γ) αποτελεί έναν σεναριακό μίτο λειτουργικής-τελετουργικής ανασύστασης του ψυχικού κόσμου των γεγονότων και μέθεξης του υποκειμένου σ’ αυτόν. Αυτή την τελευταία λειτουργία υποτίθεται πως ικανοποιούν οι δημόσιες τελετές, παρελάσεις κλπ. Κι όλα αυτά δεν είναι ψυχική ανάγκη των παιδιών, όπως ίσως θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Είναι απαίτηση υποκειμενοποιητικής αρτιώσεως πρωτίστως των μεγάλων.
 
Έχουμε λοιπόν δύο επίπεδα αληθείας. Το ένα είναι το επίπεδο των γεγονότων (αν κάτι συνέβη έτσι ή αλλιώς) και το άλλο είναι το επίπεδο του σημασιολογικού και συμβολικού άξονα της αφήγησης. Στο δεύτερο αυτό επίπεδο η αλήθεια δεν είναι μηχανική και δεν είναι εξωτερική του γνωρίζοντος υποκειμένου. Επομένως δεν μπορεί να διακριβωθεί με τη θετική βεβαιότητα που απαιτεί ο επιστημονισμός ως βασική λαϊκή πρόληψη της εποχής μας. (Και λέω «πρόληψη», διότι αυτός ο τρόπος σκέψης τείνει πλέον να ξεπεραστεί στον χώρο των φυσικών επιστημών όπου η σχετικότητα και η κβαντομηχανική έχουν τινάξει στον αέρα τις θετικές βεβαιότητες του μηχανιστικού κοσμοειδώλου. Ενώ δεν συμβαίνει, δυστυχώς, το ίδιο στον χώρο των ανθρωπιστικών ή κοινωνικών επιστημών, που παραμένουν εν πολλοίς δέσμιες του θετικισμού.) Σε τί συνίσταται λοιπόν η αλήθεια στο επίπεδο του σημασιολογικού και συμβολικού άξονα που συνδέει τα γεγονότα; Δύσκολο να οριστεί αντικειμενικά στην ουσία της. Μπορεί περισσότερο να διαπιστωθεί στο πώς εκδηλώνεται στην υγεία, τη συνοχή και την ψυχοπνευματική ανάπτυξη του ίδιου του υποκειμένου – ατομικού ή συλλογικού.
 
Μεγάλο θέμα· δεν μπορούμε να το εξετάσουμε περισσότερο εδώ. Σ’ ένα σημείο θα ήθελα να σταθώ· στο ζήτημα του ψέματος που είναι και το ισχυρό σημείο στο επιχείρημα του Ν. Δήμου. Το ερώτημα είναι τούτο. Είναι δυνατόν να εμπεριέχονται σε μια αληθή συνεκτική ιστορική αφήγηση αλλοιώσεις της ιστορικής ακρίβειας, υπερβολές, αποσιωπήσεις κλπ; Η απάντηση είναι σκανδαλιστική για τον ορθολογιστικό νου. Ασφαλώς και είναι δυνατόν. Ή για να είμαι πιο ακριβής, δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν. Παραδείγματα υπάρχουν πάμπολλα, από την αρχαιότητα ως την εποχή μας. Αλλά για να ξεφύγουμε από το ζήτημα των εθνικών αφηγήσεων που είναι αρκετά φορτισμένο θα περιοριστώ σ’ ένα παράδειγμα προσωπικής ιστορίας. Έχω κατά νου τον ισχυρισμό της διάσημης μεξικανής ζωγράφου Φρίντα Κάλο ότι γεννήθηκε το 1910, τη χρονιά που ξέσπασε η μεξικανική επανάσταση, ενώ το ιστορικώς ακριβές είναι ότι είχε γεννηθεί το 1907. Σουρεαλίστρια θα μου πείτε· σύμφωνοι. Και διαχειρίστηκε την ένταση μεταξύ των γεγονότων και της προσωπικής της αλήθειας μ’ αυτόν τον σουρεαλιστικό τρόπο. Επέλεξα όμως επίτηδες αυτή την ακραία εκδοχή για να δείξω ότι αυτή η «ψευδής» δήλωση της Φρ. Κάλο δεν την καθιστά ψεύτρα. Αντιθέτως την καθιστά ακόμα πιο ειλικρινή, καθότι, αντί για την αλήθεια των γεγονότων, προτίμησε να μας μιλήσει για τη δική της προσωπική αλήθεια: την ολοκληρωτική ταύτισή της με τη μεξικάνικη επανάσταση του 1910.
 
Υπάρχει ιστορική αφήγηση που να μην είναι τέτοια; Π.χ. οι αποσπασματικές ανασκευές του Ν. Δήμου δεν εμπεριέχουν τον δικό τους μυθικό άξονα; Ασφαλώς και τον εμπεριέχουν· άσχετο αν δεν τον αποκαλύπτουν, διότι στο συγκεκριμένο άρθρο του ο Ν. Δήμου, ως «κακό παιδί», δεν ήθελε τίποτα περισσότερο απ’ το να κάνει τη «ζημιά». Επειδή όμως ήρθε η ώρα να ωριμάσουμε, την επόμενη φορά που ο Ν. Δήμου ή κάποιος άλλος θα ήθελε να τα βάλει με την εθνική αλήθεια των νεοελλήνων γονιών του, ας μην περιοριστεί στη δολιοφθορά των επιμέρους εθνικών εντυπώσεων. Ας έχει το θάρρος να τα βάλει με τον κεντρικό αφηγηματικό πυρήνα του νεοελληνικού μας μύθου. Κι εκεί να συζητήσουμε.
 
Δρόμος της Αριστεράς