Το 1990, μια κουβεϊτιανή νοσοκόμα έδωσε, όταν της επέτρεπαν οι λυγμοί της, μια σπαρακτική κατάθεση στο αμερικανικό Κογκρέσο: περιέγραψε ότι οι Ιρακινοί στρατιώτες έμπαιναν στα μαιευτήρια και αποσυνέδεαν τις θερμοκοιτίδες με τα νεογέννητα.
 
Η κατάθεση μεταδόθηκε από την τηλεόραση, συγκλόνισε την αμερικανική κοινή γνώμη και έπεισε τους πολύ διστακτικούς γερουσιαστές να δώσουν τελικά στον πρόεδρο Μπους τον Α’ το πράσινο φως για την εισβολή στο Κουβέιτ και την επίθεση στο Ιράκ. Όπως αποκαλύφθηκε, αλλά μετά τον πόλεμο, η νεαρή με τα άψογα αγγλικά δεν ήταν νοσοκόμα στην πατρίδα της, αλλά μόνιμη κάτοικος της Ουάσιγκτον: επρόκειτο για την κόρη του πρεσβευτή του Κουβέιτ στις ΗΠΑ.
 
Το ίδιο παιχνίδι με την προπαγάνδα, παίζεται σήμερα στην ουκρανική κρίση. Χθεσινό παράδειγμα, ένα βίντεο- και μάλιστα αόρατο- που κλιμακώνει την πολεμική ατμόσφαιρα, τον νέο Ψυχρό Πόλεμο με τη Ρωσία.
 
Η ιστορία έχει ως εξής: ο Λευκός Οίκος διέρρευσε χθες στις πρόθυμες- όταν πρόκειται να υπηρετήσουν τη σημαία- αμερικανικές εφημερίδες, την πληροφορία ότι οι Ρώσοι έχουν κατασκευάσει ένα ψεύτικο βίντεο με ακρότητες των Ουκρανών, το οποίο θα χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα για να εισβάλλουν στρατιωτικά στην Ουκρανία. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν έδωσε το βίντεο στη δημοσιότητα, ούτε διευκρινίζει αν το έχει στην κατοχή της. Και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης δεν ζήτησαν παραπάνω πληροφορίες.
 
Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι το κλειδί της σημερινής  κρίσης: η πρόσφατη έκρυθμη κατάσταση στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα και τα σενάρια ρωσικής επέμβασης ξεκίνησαν πριν δύο μήνες, από παραπλανητικά δημοσιεύματα αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, για δήθεν σχέδια του Κρεμλίνου να εισβάλει στην Ουκρανία.
 
Όπως έχει συμβεί συχνά στην ιστορία, αυτές οι fake πληροφορίες δημιούργησαν πραγματικές καταστάσεις: ρωσικά στρατεύματα πράγματι μετακινήθηκαν, μετά τα δημοσιεύματα, στα σύνορα με την Ουκρανία. Η Ουάσιγκτον απείλησε με κυρώσεις και η ένταση έφτασε στα ύψη, με την εμπλοκή του ΝΑΤΟ, της ΕΕ κλπ.
 
Τα δημοσιεύματα έπαιξαν τον ρόλο του καταλύτη, γιατί και οι δύο πλευρές κερδίζουν από την κλιμάκωση. Ο Πούτιν ανησυχεί για την επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά, με την εισδοχή της Ουκρανίας. Και θέλει, δημιουργώντας ένταση, να πάρει τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα γίνει η γειτονική του χώρα μέλος του ΝΑΤΟ.
 
Για το τελευταίο, η παρουσία ενός εχθρού, είναι υπαρξιακό θέμα: χωρίς τον ψυχρό πόλεμο με τη Μόσχα, δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Όπως έχει ήδη αναλυθεί από αυτή τη στήλη, ο Πούτιν είχε την πρόθεση, όταν ανέλαβε την ηγεσία, να γίνει και η Ρωσία μέλος της συμμαχίας. Δεν έγινε δεκτός, γιατί τι θα έκανε το ΝΑΤΟ χωρίς βαρβάρους;
 
Διαβάστε επίσης: Πώς οι ΗΠΑ δημιούργησαν τον Πούτιν
 
Πέρα από το πανίσχυρο τέρας που λέγεται στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και καταβροχθίζει εξοπλισμούς, οι ΗΠΑ έχουν κι έναν ακόμη οικονομικό στόχο: όσο ο Πούτιν σφίγγει τις κάνουλες του φυσικού αερίου για να πιέσει την Ευρώπη, τόσο περισσότερο αμερικανικό αέριο πωλείται στη διψασμένη ευρωπαϊκή αγορά. Μπορεί η υγροποίηση του για τη μεταφορά με τα τάνκερ στην Ευρώπη- όπου αεριοποιείται ξανά- να κοστίζει περισσότερο, αλλά δεν χρειάζονται και θυσίες για να αντιμετωπιστεί η ρωσική αρκούδα;
 
Όλα αυτά εξηγούν γιατί η Γερμανία, που έχει οικονομικό συμφέροντα με τη Μόσχα και περιμένει να ανοίξει ο αγωγός Nord-Stream 2, που θα μεταφέρει αέριο από τη Ρωσία, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες αποκλιμάκωσης.
 
Από την πλευρά του, ο Πούτιν δεν έχει σχέδια να καταλάβει το Κίεβο. Θα ήταν τρέλα να προχωρήσει σε κατοχή της Ουκρανίας, μιας χώρας με 40 εκατομμύρια κατοίκους. Επιπλέον, στη ρωσική κοινωνία έχει πέσει ο εθνικιστικός πυρετός του 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας και τις ένοπλες συγκρούσεις στα ρωσο- ουκρανικά σύνορα.
 
Οι Ρώσοι πολίτες ενδιαφέρονται περισσότερο για το επίπεδο ζωής τους, που χειροτερεύει, ροκανίζοντας τη δημοφιλία του Πούτιν. Για το Κρεμλίνο,  η κρίση με το ΝΑΤΟ διευκολύνει τη στροφή της κοινής γνώμης στα δήθεν εθνικά θέματα. Δίνει επίσης την ευκαιρία στον Ρώσο πρόεδρο να σφίξει πιο πολύ τα λουριά στο εσωτερικό της χώρας και να περιορίσει τη δυτική παρουσία: μόλις χθες, έκλεισε το γραφείο της Ντόιτσε Βέλλε στη Μόσχα και απέλασε τους δημοσιογράφους και το προσωπικό της.
 
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η κρίση που ξεκίνησαν τα δυτικά ΜΜΕ, δεν μπορεί να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Υπάρχει άλλωστε και πλούσια εμπειρία, από το ξέσπασμα του αμερικανο-ισπανικού πολέμου στα τέλη του 19ου αιώνα. Για να προκαλέσουν σύρραξη και να πουλήσουν φύλλα, δύο εκδότες των κίτρινων εφημερίδων της Νέας Υόρκης, ο Πούλιτζερ (εξαγνίστηκε αργότερα με τα ομώνυμα βραβεία) και ο Χερστ, δημοσίευαν συνεχώς ψεύτικες ιστορίες για ισπανικές ακρότητες στην Κούβα, το μήλο της έριδος.
 
Τότε δεν υπήρχε φωτορεπορτάζ και ο Χερστ έστειλε στην Αβάνα τον εικονογράφο Φρέντερικ Ρέμινγκτον. Μετά από λίγο καιρό, ο Ρέμινγκτον του έστειλε επιστολή, τονίζοντας ότι δεν έβλεπε πουθενά πολεμικές προετοιμασίες στην Κούβα. Ο Χερστ τού απάντησε: «Εσείς θα φτιάξετε τις εικόνες και εγώ θα φτιάξω τον πόλεμο». Όπως και έγινε.